Ο λαιμός. Το λέμε συνήθως για ασθένεια (έχω τα λαιμά μου).
- Ο Νίκος μου είπε ότι δε θα έρθει σήμερα στην εταιρεία γιατί έχει τα λαιμά του.
Ο λαιμός. Το λέμε συνήθως για ασθένεια (έχω τα λαιμά μου).
- Ο Νίκος μου είπε ότι δε θα έρθει σήμερα στην εταιρεία γιατί έχει τα λαιμά του.
Got a better definition? Add it!
Έκφραση που αφορά κυρίως φαγητό και ποτό, ή ακόμα και πράξη που κάνουμε και θέλουμε να δικαιολογήσουμε... χωρίς να την δικαιολογούμε.
Συνώνυμα: «Έτσι, για το καλό», «Για την ψυχή της μάνας μου», «Επειδή μου αρέσει», «Για κανένα λόγο συγκεκριμένα».
Βάλε μου ρε Σταύρο λίγο ακόμα κρασάκι, έτσι, για τα νεφρά.
Λέω να τρέξω κάνα γύρο ακόμα, για τα νεφρά.
Δικαιολογίες: για τ' αντέτ', για το γαμώτο, για την Ελλάδα ρε γαμώτο, για την καύλα, για τα νεφρά, για το ονόρε, για τον πούτσο του θεού, για το ρόκ, για το φολκλόρ, για τη φουκαριάρα τη μάνα μου / για την ψυχή της μάνας μου, γιατί είμαι ο Χουλκ, γιατί έτσι, γιατί έτσι γουστάρω, γιατί η γάτα έχει ένα αυτί, γιατί κλάνει το γατί, γιατί μπορώ, γούστο και καπέλο μου, πάνω στην τρέλα μου.
Got a better definition? Add it!
Το λέμε όταν κάτι δεν είναι καθόλου επαρκές.
- Πώς να ζήσεις σαν άνθρωπος με μισθό 700 Ευρώ, ρε συ; Αυτά δε φτάνουν ούτε για το ζήτω.
Got a better definition? Add it!
Το λέμε για κάποιον που δε θέλουμε να έχουμε πια επαφή, πιθανότατα επειδή στο παρελθόν μας έχει παίξει πουστιά.
- Να πάρω τηλέφωνο και τον Κώστα να έρθει;
- Τι λες μωρέ, αφού ξέρεις ότι δε μιλιόμαστε πια. Από μακριά κι αγαπημένοι...
Got a better definition? Add it!
Μικρό σε μέγεθος πτηνό. Το σπουργίτι, το καναρίνι, καθώς και το μικρό κοτοπουλάκι. Χρησιμοποιείται τόσο κυριολεκτικά, όσο και μεταφορικά, για να δηλώσει κάτι που ενώ είναι μικρό στο μάτι, είναι εν δυνάμει ελπιδοφόρο.
- ...κι εκεί που έψαχνα στην αποθήκη του παππού για το πριόνι, βρήκα δυο παγίδες, που τις είχε φτιάξει όταν ήτανε νέος! - Για μουνιά; - Για τσόνια ρε λιγούρη… τι μουνιά;
Πατέρας με υιό τα πίνουνε στο στέκι του δεύτερου, σε μια προσπάθεια να γεφυρωθεί το χάσμα των γενεών, που είναι πιο φαρδύ και από τη Μάγχη.
- Ρε Τάκη, σαν πολύ δε σου τρίβεται το Σοφάκι; Το «έβαλες»;
- Τι λες ρε πατέρα; Αυτή πάει ακόμα σχολείο και εγώ πήρα πτυχίο πρόπερσυ…
- Μικρό είναι και το τσόνι, το καλαμπόκι το καταπίνει όμως!
Got a better definition? Add it!
Το λέμε για άτομα που «ξύνονται» (λουφάρουν στη δουλειά), κυρίως για δημοσίους υπαλλήλους.
- Καλά, τελευταία φορά που πήγα στο Υπ. Παιδείας όλοι οι υπάλληλοι εκεί άραζαν, έπαιζαν sudoku και έβλεπαν βίντεο στο youtube! Μιλάμε για πολύ ξυνόπουλος κατάσταση!
Got a better definition? Add it!
Αυτός που νταραβερίζεται, ή που κάνει επιτόπιο νταραβέρι, ή που κάνει βέρι ή βέρια. Μπορεί να σημαίνει όλα τα παραπάνω.
- Μεγάλος νταραβερτζής ο Μήτσος, μεγάλος πέφτουλας!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Σύφιλη: γνωστό αφροδίσιο μεταδοτικό νόσημα, που τα παλαιότερα χρόνια ως γνωστόν ήταν ανίατος λόγω ελλείψεως ανάλογης φαρμακευτικής αγωγής.
Η νόσος κατέληγε σε τρέλα. Όταν λοιπόν κάποιος συφιλιάζεται σημαίνει ότι τρελαίνεται.
Πήγα να ζητήσω ένα χαρτί από την εφορία και, μόλις έφτασα μετά από ώρες στο κατάλληλο γραφείο, η υπάλληλος λιμάριζε τα νύχια της! Συφιλιάστηκα! Χρειάστηκαν πέντε νομάτοι να την πάρουν από τα χέρια μου!!!
Got a better definition? Add it!
Η αιμορροΐδα.
Μεταφορικά, επειδή οι αιμορροΐδες προκαλούν φοβερή φαγούρα και πόνο, κάνουν τον πάσχοντα να γίνεται δύστροπος, δηλαδή ζοχάδας.
Μη του μιλάς καθόλου! Τον πιάσανε οι ζοχάδες του!
Got a better definition? Add it!
Τρόπος για να σφάξουμε κάποιον με το μπαμπάκι! Συνήθως λέγεται ανάμεσα σε άσπονδους φίλους. Στηρίζεται στο γεγονός ότι ένα νόμισμα έχει πάντα δύο πλευρές και στο ότι δεν υπάρχουν κακές λέξεις, αλλά κακές σκέψεις. Με αυτή την έκφραση αποφεύγουμε τις άμεσες συγκρούσεις με τον συνομιλητή μας.
Got a better definition? Add it!
Πλιζ, απόφυγε αυτήν την ετικέτα, καθώς πρόκειται σύντομα να απαλειφθεί!
Αν δεν βρεις ετικέτες που να ταιριάζουν στον ορισμό σου, ανέβασέ τον χωρίς ετικέτες και στείλε κατόπιν αναφορά στους συντονιστές υποδεικνύοντας τις ετικέτες που θα ήθελες να του προσαρτηθούν.