Selected tags

Πλιζ, απόφυγε αυτήν την ετικέτα, καθώς πρόκειται σύντομα να απαλειφθεί!

Αν δεν βρεις ετικέτες που να ταιριάζουν στον ορισμό σου, ανέβασέ τον χωρίς ετικέτες και στείλε κατόπιν αναφορά στους συντονιστές υποδεικνύοντας τις ετικέτες που θα ήθελες να του προσαρτηθούν.

Λόγος που, είτε τον πεις, είτε δεν τον πεις, όποιος τον ακούει το παίζει κουφός και τον αφήνει να πέσει κάτω. Μπαίνει από το ένα αφτί και βγαίνει από το άλλο.

Θα μπορούσε βέβαια να χρησιμοποιηθεί με μεγάλη παραστατικότητα και σε πουλιά που παίζουν με τα μύδια...

σου μιλάω τόση ώρα! με ακούς ή ότι λέω μπαινάκης και βγαινάκης;

(από pavleas, 09/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λέμε όταν δεν ξέρουμε ποιος έκανε κάτι (π.χ. κάποια ζημιά).

Το λήμμα βγαίνει από τη γνωστή ιστορία με τον Οδυσσέα και τον Κύκλωπα Πολύφημο.

(Η δασκάλα στο δημοτικό:)
- Παιδιά, ποιος από σας έσπασε το τζάμι; Να μιλήσει τώρα!
- ... (σιωπή)
- Α, κατάλαβα, το έσπασε ο κανένας! Αύριο θα φέρετε από ένα ευρώ ο καθένας να φτιάξουμε τη ζημιά, αλλιώς ειδοποιώ τους γονείς σας!

Αν εμφανιστεί πολιτικός με το επώνυμο "Κανένας" θα γίνει πρωθυπουργός! Στο 5.25""! (από Hank, 09/02/09)(από Hank, 09/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρήμα που χρησιμοποιείται στη νεοελληνική και προέρχεται από το αρχαιοελληνικό κοτώ [κοτώ, δηλ. ρισκάρω - κόττος, ο κύβος, δηλ. το ζάρι]. Κοττίζω, παίζω ζάρια, τζογάρω.

Στα νέα ελληνικά, το ρήμα κοτάω αποδίδεται σε άτομα, τα οποία επιδεικνύουν δειλία και αποφεύγουν την άμεση σύγκρουση, είναι δηλ. άτολμα.

Ουδεμία σχέση υπάρχει μεταξύ κότας[ουσ.] και κοτάω [ρ.], πέραν της ορθογραφικής και ηχητικής.

  1. - Θα κατέβω κάτω και θα γίνει της πουτάνας.
    - Έλα ρε κωλόπαιδο αν κοτάς, σε περιμένω.

  2. - Για ηρέμησε ρε μεγάλε, δεν κοτάμε να σού πούμε κάτι και ξεσπάς. Ποιος νομίζεις ότι είσαι δηλαδή; Δε γαμιόμαστε ν' ασπρίσουμε...

Κόττοι, κοινώς μπαρμπούτης  (από krepsinis, 09/02/09)Συμποσιαστής παίκτης κοττάβου (από Hank, 09/02/09)Κι άλλος συμποσιαστής παίκτης κοττάβου (από Hank, 09/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασική έκφραση, η οποία περιγράφει επικείμενη σύγκρουση παντός είδους, εν είδει καβγά ή έντονης διαφωνίας.

Η υπερβολή, στο σημείο του απίθανου, τονίζει τη σοβαρότητα της κατάστασης και των καταστρεπτικών συνεπειών που μπορεί να προκύψουν. Εξαιρετικά παραστατική έκφραση, με δύο έντομα να τρώνε μεταλλεύματα!

  1. Απόσπασμα από συνέντευξη στο διαδίκτυο:

«Πριν 3-4 μήνες μου είχατε πει ότι, όταν θα φτάσουμε στις εκλογές «θα φάει η μύγα σίδερο και το κουνούπι ατσάλι».. Μήπως, πράγματι εάν γίνει έτσι, με οξυμένο το πολιτικό κλίμα με σκληρή αντιπαράθεση μεταξύ των δύο μεγάλων κομμάτων, στριμωχτεί ο ΣΥΝ;… και τα μικρά κόμματα;…».

  1. Αθλητικό σχόλιο στο διαδίκτυο:

«Λοιπόν, ο Ομπράντοβιτς (όπως και ο Τζίγγερ) εννοεί αυτούς που εννοεί, μπάρε μου! Το «μπάρε μου» είναι επίσης κρητικός ιδιωματισμός. Απλά τον χρησιμοποιούν και στα σερβικά. Το αν είναι δόκιμος και στα; πειραιώτικα, θα φανεί στο τελευταίο round του Τop-16 στο Φάληρο, όπου ο Ολυμπιακός αντιμετωπίζει τη Ρεάλ Μαδρίτης. Αν ο στόχος του είναι ακόμη ζωντανός, εκείνο το βράδυ θα φάει η μύγα σίδερο και το κουνούπι ατσάλι! Για να είναι όμως ακόμη ζωντανός ο στόχος του, στα δύο ματς που μεσολαβούν θα πρέπει να φάει η μύγα ατσάλι και το κουνούπι σίδερο!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός που αποδίδεται σε άτομα με ελάχιστο ή ανύπαρκτο τακτ και savoire vivre.

Η λαχαναγορά, ως γνωστόν, είναι χώρος δύσκολης και απαιτητικής εργασίας και συνεχούς σωματικού κάματου. Για το λόγο αυτό, ιδιαίτερα σε παλαιότερες εποχές, δεν μπορούσαν όλοι να ανταπεξέλθουν στα καθήκοντα της συγκεκριμένης απασχόλησης. Μόνο σκληροτράχηλοι και «ψημένοι» από τη ζωή άνθρωποι, με δυσκολίες και πλούσιες εμπειρίες. Αυτό αποτυπωνόταν σε διάφορες εκφάνσεις της συμπεριφοράς τους: βρισίδι, εκνευρισμός, επιθετικότητα. Ο λαχαναγορίτης κατέληξε συνώνυμο του κάφρου/επιθετικού ανθρώπου, με βρώμικη γλώσσα και απρεπείς χαρακτηρισμούς.

Να σημειωθεί ότι εμείς οι Σλανγκάδες δεν γενικεύουμε και εκφράζουμε τη συμπάθειά μας στην τάξη των λαχαναγοριτών εν γένει.

  1. Σχόλιο διαδικτυακού forum (I):

Καλημέρα κι από μένα Smiley
Η βροχή χρειαζότανε και ας έγινα και λίγο μούσκεμα...
και ας έβρισα σα λαχαναγορίτης και έναν !@$@#% οδηγό που πέρασε με χίλια και με έκανε καινούργια Angry

Φιλάκια Kiss

  1. Σχόλιο διαδικτυακού forum (II):

Εγω εχω αυτο το «ένας και μοναδικος»; Αντε καλε, διαδοσεις κομμουνιστων.
Απο το αλλο παλι, αν θα το γυρίσω, τι τα θέλουτε;
Καλό παιδι να ειναι και σταθερη δουλεια να εχει, αλλιως (οσο και να 'ναι), η τελευταια μου σχεσις θελεις λιγο το
μουστακι της, θελεις λιγο τα 90 της κιλα (ελεγε 62), θελεις λιγο η μασχαλιλας, λιγο που αεριζοντανε και μπρος μου και που εβριζε σαν λαχαναγοριτης, ο αδερφος της πιο νοστιμος μου φαινοτανε...
(Το κλασσικο ρητον κρεας μπαινει, κρεας βγαινει δεν κολλα εδω γιατι το θεμα ειναι που θα μπει παιδια το κρεας. Αν ειναι
να το βαλουμε αλλου -εστω και του αδερφου μας- μαζι σας ειμαι!)

Βλ. και λαϊκατζής

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατάλαβα, μπήκα στο νόημα.

- Λοιπόν, είναι πολύ απλό. Μόλις βγεις στην εθνική, θα στρίψεις στο έκτο φανάρι δεξιά, θα κάνεις ΑΜΕΣΩΣ πάλι δεξιά, θα βρεις ένα φανάρι που οδηγεί στη γέφυρα, θα ανέβεις την γέφυρα, μόλις την κατέβεις θα πας αμέσως αριστερά, παράλληλα με το ποτάμι, μετά θα δεις ένα περίπτερο στο δεξί σου χέρι. Προχωράς εκεί μέσα και στην πλατεία που θα βρεις θα στρίψεις αριστερά στο πάρα τέταρτο, και ΑΜΕΣΩΣ πάλι αριστερά. Αυτό μοιάζει με αδιέξοδο, όμως στο τέλος έχει έναν χωματόδρομο. Εκεί θα μπεις, και στον αρ. 59 είναι το σπίτι μου, μπροστά έχω μια αυλή με μια ψησταριά, μπήκες;
- Πού;...

Got a better definition? Add it!

Published

Η λέξη αυτή χρησιμοποιείται για ένα άτομο, το οποίο έχει μια κοιλάρα να, αλλά πολύ λεπτά πόδια. Όπως ο θερμοσίφωνας, που είναι πολύ μεγάλος και έχει ένα πολύ λεπτό σωλήνα από κάτω.

- Ο Κώστας, πως έχει τόσο λεπτά πόδια, ενώ είναι τόσο χοντρός;
- Ήταν από μικρός θερμοσίφωνας...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ρήμα ζουρλαίνω σημαίνει «τρελαίνω».
Έτσι, λέμε τη φράση θα με ζουρλάνεις, όταν ο άλλος μας έχει φτάσει στα όρια μας με τις πίπες που λέει και κάνει.

- Λοιπόν, παίρνεις τον κουβά με το νερό και τον πετάς μέσα στη γούρνα, εντάξει;
- Να βρέξω τις άκρες της γούρνας;
- Ρε αγόρι μου, θα με ζουρλάνεις, τι βλακείες λες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση αυτή είναι συνθηματική και λέγεται, όταν θέλουμε να πούμε στον άλλο ότι, δεν έχουμε μεταφορικό μέσο.

Δηλαδή:

  • peugeot = πεζό = πεζός
  • 2 = 2 πόδια έχουμε

-Μαλάκα, μου πήρε ο πατέρας μου καινούργιο αμάξι, ένα γκολφάκι φοβερό μιλάμε!
-Άντε ρε, καλορίζικο!
-Εσύ έχεις αυτοκίνητο;
-Πως, πεζό 2, δεν κολώνει πουθενά, παντού πηγαίνει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πτώχευση, η χρεωκοπία.

Λέξη δάνειο από τα ιταλικά [ιταλ. fallimento].

Ευρέως χρησιμοποιείται και ο εξελληνισμένος ρηματικός τύπος «φαλιρίζω».

  1. Σχόλιο από διαδικτυακό forum:

«Η Destinator απ' όσο έμαθα από άτομα που ασχολούνται με τον χώρο βάρεσε φαλιμέντο και τελικά εξαγοράστηκε από κάποια άλλη εταιρεία. Δεν ξέρω τι αντίκτυπο θα έχει αυτό στα προϊόντα της, πάντως καλό αποκλείεται να είναι -αφού σε αυτές τις περιπτώσεις, των εξαγορών έπεται μια περίοδος »εγκλιματισμού« των νέων κατόχων.»

Γελοιογραφία της εποχής χρεωκοπίας Τρικούπη. Πόσο μοιάζει ο Threecup, με τον GAP; (από GATZMAN, 14/06/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified