Selected tags

Πλιζ, απόφυγε αυτήν την ετικέτα, καθώς πρόκειται σύντομα να απαλειφθεί!

Αν δεν βρεις ετικέτες που να ταιριάζουν στον ορισμό σου, ανέβασέ τον χωρίς ετικέτες και στείλε κατόπιν αναφορά στους συντονιστές υποδεικνύοντας τις ετικέτες που θα ήθελες να του προσαρτηθούν.

(Μεγάλο) πήδημα.

Έδωσε έναν πήδο και βρέθηκε πέρα.

Μεγάλο και μαζικό. (από Galadriel, 07/06/11)

Got a better definition? Add it!

Published

Το γκρι σκούρο αμιγές χρώμα, αυτό του ποντικιού, για την ακρίβεια του αρουραίου.

  1. Τι αηδία χρώμα για αυτοκίνητο πήρες ρε Μπάμπη; Χάθηκε να πάρεις οτιδήποτε άλλο εκτός από ποντικί;

  2. - Τι χρώμα είναι η γάτα σου;
    - Ποντικί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σαρκαστική προειδοποίηση. Σημαίνει το τελείως αντίθετο: «πού νά 'ξερες καημένε μου τι σε περιμένει...».

Το λέμε όταν εξ ιδίας πείρας έχουμε δει τα σκούρα και διαπιστώνουμε ότι κάποιος άλλο πάει ντουγρού να πάθει τα ίδια (πχ με μια μαλάκω γκόμενα την οποία είχε κάποιος και τώρα την παίρνει άλλος, στην κίνηση που επιτέλους απαλασσόμαστε από κάποιον μπάρμπα-Μπρίλιο και τον τρώει στη μάπα ο επόμενος, ιατρικές εξετάσεις που τις έχουμε κάνει και πόνεσαν και μάτωσαν και τώρα βλέπουμε ότι ο κολλητός μας πα να τις κάνει, κλπ).

Πολλές φορές διατυπώνεται και σαν κατάρα τ. «θα δεις τι έχεις να πάθεις, μαλάκα».

- Θέλω να μπω στο σάη σας.
- Θα περάσεις καλά....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται για την απολύτως ίσια επιφάνεια.

Έκφραση των ογδόνταζ της Σχολής των:
το εκρού του νεκρού
το σπινθηροβόλο βλέμμα της αγελάδας
μάτια πλάνα και αυτιά αεροπλάνα
το χαλκοπράσινο χρώμα της υγείας
κλπκλπ.

- Και θα γίνει ίσιο;
- Ίσιο; Σαν την αμασχάλη του φιδιού θα γίνει, όχι απλώς ίσιο!

Got a better definition? Add it!

Published

Το παρόν αποτελεί ελάχιστο φόρο τιμής στις γειώσεις.

Όταν η κουβέντα σκαλώσει / εξαντληθεί / γίνει περίεργη και σταματήσει κι αφού αρχίσει μια ωραία ησυχία, πάντα θα βρεθεί κάποιος να τη πηδήξει. Λες και δεν τελειώνουν ποτέ τα νέα και τα κοινά ενδιαφέροντα, λες και πρέπει καλά και σώνει να μιλάς συνέχεια, αλλιώς «τι θα κάνουμε δηλαδή, θα κοιταζόμαστε;».

Μας έφαγε η ευγένεια... Άμα πεις τα εντός παρενθέσεως-end of discussion-γειωτικά, ίσως και να γλιτώσεις από μελλοντικά conflicts με τον περί ου, αλλά στην τελική πάρε κάνα βιβλίο-πανοπλία μαζί σου καλού κακού για να μην ακούσεις τα κάτωθι χρονοσκοτωτικά στην πρώτη δυνατή ευκαιρία (στη δεύτερη δεν τη γλιτώνεις όμως, οπότε πάρε και κάτι απ’ τη δουλειά μαζί κι άνοιξέ το μπας και νιώσει) ο άλλος):

«Για πε, για πε» -> (τι να πω, τα ‘πα o μαγκούφης)

«Για πες ρε μπαγάσα τι γίνεται στο / πώς πέρασες στο / τι κάνει ο... βατέβα / γουερέβα / χουέβα...» -> (πριν λίγο δεν τα λέγαμε; Σε χαιρετάνε όλα τους)

«Τι άλλα; / Αυτάαα... τι άλλα / Άλλα;» -> [εδώ, ΗΣΥΧΙΑ(δεν τα παίρνειςκιόλα). Άλλο τίποτα]

«Πες καν’ άλλο νέο. / Τα νέα σου; / Τι χαμπάρια;» -> (χαμπάρια μάντολες. Να σ΄πω, έχεις πάει Κεφαλλονιά; Κλείσε εισιτήριο. Τώρα όμως, μην κάθεσαι.)

Κι άμα ξεχαστείς και πεις «Τα ίδια. Λέγε όμως εσύ τα δικά σου κι εγώ ακούω», τότε έρχεται καπάκι:

«Εγώ; Τι να σου πω; Εσύ θα μου πεις» (ούτε ο Φέντερερ τέτοιο μπακ-χαντ... μαζέψουυυ).

«Τι ακούς, αφού διαβάζεις» (με τα μάτια ακούω ρε αδερφάκι μου;)

«Τα δικά μου στα 'πα» (κι εγώ γαμώτ, αλλά προφανώς μια φορά δε φτάνει).

Αυτάαααα... Κι άλλα πολλά όμως. Να φύγει το μήδι.

- Το λοιπόν;
- Δεν έχει...

uncomfortable silences (από vanias, 02/06/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο GATZMAN έγραψε στις 09/04/09: λέμε πάλι έπιασα τη μαλλιαρή, εννοώντας έπιασα χρήματα.

Συγνώμη που παρεμβαίνω, αλλά νομίζω ότι έπρεπε να μπει ως πρόσθετος ορισμός, διότι στα σχόλια μπορεί να ξεφύγει της προσοχής.

Επομένως δεν το αναρτώ εγώ. Το λήμμα ανήκει σ' εκείνον.

- Είδες τζιπάρα ο Κ;
- Και παλάτι θα χτίσει! Άνοιξε φασφουντάδικο κι έπιασε τη μαλλιαρή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατ' αρχήν, να διευκρινιστεί ότι πρόκειται για σλανγκική χειρονομία και όχι φράση - ως εκτούτου (που θά 'λεγε και Ντέσμοντ Τούτου) μπορεί και να μην έχει θέση στο σάη, αλλά ας το αποφασίσει αυτό η ιστολογική εξέταση (σε περίπτωση αμφιβολίας, επανάληψη της βιοψίας).

Για να μπούμε στο κλίμα, να θυμίσω την κλασσική σλανγκική χειρονομία κατά την οποία ο σλάνγκος τείνει πρώτος το χέρι προς χειραψία (συνήθως με σκοπό τη συμφιλίωση μετά από μια διένεξη) και όταν ο άλλος κάνει το ίδιο, ο σλάνγκος το αποσέρνει γρήγορα, με τεντωμένο μάλιστα τον αντίχειρα σε κατεύθυνση και φορά αντίθετη του ατόμου που υφίσταται το άδειασμα.

Συνίσταται στο χούφτωμα των γεννητικών αδένων μας ως δήθεν να μας δυσκολεύει ο καβάλος του παντελονιού μας (βλ. και λήμμα αριστερός ή δεξιός;) που γίνεται σκόπιμα, εν είδει απαξίωσης, όταν περνάμε δήθεν αμέριμνοι δίπλα από κάποιο άτομο του οποίου την κακή ανάμνηση θέλουμε να ξορκίσουμε δια της γελοιοποιήσεως, διότι στο παρελθόν έχει υπάρξει τρόμπας απέναντί μας.

Άλλως τε, η εκδίκηση είναι ως γνωστό ένα πιάτο που σερβίρεται κρύο (Nemo me impune lacessit που λένε και στο Βατικανό).

Κλασσικά πρόσωπα όπου μπορούμε να εφαρμόσουμε την παραπάνω τεχνική είναι πρώην Δίκες ή καθηγητές μας ή άλλα άτομα από το παρελθόν που θέλουμε να ξεχάσουμε και συναντάμε τυχαία στο δρόμο.

Ο υφιστάμενος τη σλανγκική αυτή χειρονομία, δεν μπορεί να διαμαρτυρηθεί διότι αν το κάνει:
- εμπίπτει στα πλαίσια της αναξιοπρέπειας (παρατήρησε αδιακρίτως την κίνησή μας)
- παραδέχεται εμμέσως ότι αυτή απευθυνόταν στον ίδιο, αλλά δεν μπορεί να το υποστηρίξει δημοσίως

Σε άλλες χώρες όπως η Ν. Ιταλία, υπάρχει αντίστοιχα το φτύσιμο στο έδαφος, που όμως αποτελεί μεγάλη και εμφανή προσβόλα.

Ωχ! Ο Ορατοβιδάλιος Ιντσεσίλογλου της Παθολογίας μπροστά μας! Πιάστε τ' αρχίδια σας!

Ο διασημότερος ίσως πιασαρχίδης. (από sstteffannoss, 07/06/11)Σχέδιο του Τάκη Σιδέρη για την αρχική και παράνομη έκδοση των «Ρεμπέτικων τραγουδιών» (1968) που παρουσιάζει έναν μάγκα που χορεύει ζεϊμπέκικο, κρατώντας τα αχαμνά του. (απ’ τα «Ρεμπέτικα Τραγούδια» του Ηλία Πετρόπουλου) (από sstteffannoss, 08/06/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συναντάται μόνο στον πληθυντικό. Σημαίνει κάτι το φανταστικό - το ανύπαρκτο. Συνήθως χρησιμοποιείται για ανύπαρκτο φαγητό λόγω ελλείψεως.

- Τι φάγατε το μεσημέρι; Μαρκοτσέγγουλες (δηλ. τίποτα).
- Αφού δεν μ' άφησες λεφτά το πρωί, σου' φτιαξα κι εγώ μαρκοτσέγγουλες να φας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σας έχουν παίξει τα νεύρα, χρωστάτε, σας πάνε όλα στραβά και ανάποδα; Φασκελοκουκουλώστετα....

Ο ποιητής θέλει να πει «ρίξε μια μούντζα» ή όσες θες... ξέχασε όλα αυτά τα κακώς κείμενα ... κουκούλωσέ τα δηλαδή με μπούντζες και κοίταξε πιο αισιόδοξα τα πράγματα (στην αργκό: μην νταουνιάζεσαι).

- Τι γίνεται ρε νικ..
- Άσ' τα να πάνε... η κατάσταση είναι για τα πανηγύρια...
Φασκελοκουκούλωστα... που λένε ρε παιδάκι μου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χτύπημα.

Μεταφορικά: κι αυτόν που σε χτύπησε, τον απατεώνα, το ρεμάλι (οπότε καταλήγει και σε βρισιά).

Μπορεί όμως να έχει και θετική σημασία. Μ' ένα σφόλι να πετύχεις κάτι. Βλ. σχόλιό μου στο κυρίως λήμμα.

Η ετυμολογία από τη σφολιάτα εντελώς αβάσιμη.

Είμαι καλυμμένος από το κυρίως λήμμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified