Selected tags

Πλιζ, απόφυγε αυτήν την ετικέτα, καθώς πρόκειται σύντομα να απαλειφθεί!

Αν δεν βρεις ετικέτες που να ταιριάζουν στον ορισμό σου, ανέβασέ τον χωρίς ετικέτες και στείλε κατόπιν αναφορά στους συντονιστές υποδεικνύοντας τις ετικέτες που θα ήθελες να του προσαρτηθούν.

Κλασική ερώτηση ψευτόμαγκα προς αδαείς και μη, με στόχο να αποδείξει την εμπειρία του σε πλείστους τομείς, την καπατσοσύνη του και ότι γενικώς δεν μπορεί να τον ξεγελάσει κανείς. Όλα αυτά βέβαια ισχύουν αν όντως πέσει σε φελλό τύπο, γιατί άμα πέσει σε κανέναν πιο έξυπνο, την έβαψε.

Προς κατανόηση του ορισμού, όρα παράδειγμα.

- Άσε μας ρε, που θα μας υποδείξει πώς να συμπεριφερθούμε στην γκόμενα! Άντε τράβα πες μας από πού κλάνει το μπαρμπούνι!
- Δεν κλάνει ρε ούφο, αν έκλανε δεν θα ήταν κόκκινο!!!

(από Vrastaman, 22/11/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν σημαίνει ακριβώς «μη μασάς» ή «μην τσιμπάς», καθότι είναι ήδη αργά: το έχουμε ήδη τσιμπήσει το δόλωμα. Σημαίνει: «αφού τσίμπησες σα μαλάκας, φέρσου έξυπνα, κατάπιε τον μεζέ και φτύσ΄τ' αγκίστρι, να μη σε έχουν για τελείως μαλάκα...».

- Ρε μαλάκα!!! Τά' μαθες; Η Ειρήνη θα κάνει αλλαγή φύλου και θα λέγεται Ηρακλής!
- Φτύσ' τ' αγκίστρι ρε μαλάκα, πλάκα σου κάνανε ρεεε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άρες, μάρες, κουκουνάρες, κοινώς όταν η κατάσταση είναι μπαχαλότερη του μπαχάλου, όταν οι ασυναρτησίες πάνε σύννεφο και γενικώς χρησιμοποιούμε την έκφραση όταν θέλουμε να εκφράσουμε τα... ανέκφραστα.

Τον είχα βάλει κάτω και τον ρωτούσα ποιο ήταν το γκομενάκι που τον τσίλιαραν μαζί τις προάλλες και άρχισε να μου λέει, να μου λέει, στο τέλος ούτε ο ίδιος δεν καταλάβαινε τι μού' λεγε, τσουλουμουτζουκούμ τσιτσιρή η κατάσταση παίδες... το πήρα απόφαση, θα τον στείλω στην μάνα του!

Επίσης δες και σουλουμουτούκουμ τσιτσιρί

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η καθαρή εξήγηση που είναι καθαρή σαν την λεπίδα του σπαθιού και αιθέρια σαν την κόψη του, χωρίς τσιριμόνιες και τσιριτσάντζουλες, καθαρά και νέτα σκέτα χωρίς μισές αλήθειες.

Του εξήγησα το πρόβλημα μου νέτα σκέτα, ότι δεν είχα άλλα χρήματα, και η εξήγηση του ήταν σπαθί... δεν θα ξαναέπαιζε τζόγο, το ορκίστηκε κιόλας. (Σιγά μην τον πίστευα).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τάσο, οι φίλοι με φωνάζουν νίκο.
Χρησιμοποιείται για να κατονομαστεί κάτι το οποίο έχει περιγραφεί μόλις στον λόγο (είτε ως γένος είτε ως είδος), είτε για να το τρίψουμε στη μούρη του συνομιλητή («ναι, ρε μαλάκα, αυτό εννοούσα, καλά το κατάλαβες»), είτε για να το κάνουμε κέρματα. Βασική χρήση είναι και η ειρωνεία προς τα λεχθέντα του προλαλήσας, βλέπε παράδειγμα πρώτον σε ήχο δεύτερο.

  1. από εδώ:
    - Η λογική του Σοσιαλισμού, σύντροφοι, βασίζεται στην παράκαμψη της αστικής ψευτο-έννοιας της δικαιοσύνης μέσω της εργατικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής. Έτσι, το πρόβλημα της κοινωνικής δικαιοσύνης λύνεται χωρίς καν να τεθεί, καθώς μέσα στο πλαίσιο του προλεταριακού κράτους...
    - Λέγε με ΕΣΣΔ...
    - Μη χαώνεις τη συζήτηση, ρε συ σύντροφε.

  2. Όλα τα μουνόπανα τα φασιστοειδή της κυβέρνησης, λέγε με χρυσοχό και πάγκαλο, βγαίνουν αβέρτα στην τιβί να δικαιολογήσουν τα αδικαιολόγητα...

  3. - Ήταν κι ένας χαρτοκλέφτης στο καρέ, λέγε με Πέτρο, και μας γδύσανε.
    - Ψάχνjεις για καβγά ρε αρχίδι; Θα σε γαμήσω!
    - Ρε μουνjί μ' απειλjείς;; Ρε μουνjί θα πεθάνjεις!

(κλασσική πατρινή ατάκα αρχής καβγά η τελευταία.)

Λέγε με παλιόπαιδο, λέγε με αλήτη (Στράτος Διονυσίου) (από allivegp, 23/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκτός από τους άλλους ορισμούς, σημαίνει και το πολύ βαρύ φαγητό. Συνήθως το λέμε για εξαιρετικά χοληστερινούχα εδέσματα, αλλά και φαγητά που γενικά πέφτουν βαριά στο στομάχι, όπως πχ το στιφάδο. Έχοντας φάει κάτι απ' αυτά νιώθεις πράγματι σα να έχεις μια μπόμπα μέσα σου έτοιμη να εκραγεί.

- Ωραίο το φαγητό σου μωρό, αλλά ειδικεύεσαι στις μπόμπες βλέπω...
- Έλα μωρέεε, μόνο λίγο μπέικο είχε μέσα, τυράκι, μαγιονέζα, λίγη κρεμούλα και δύο αυγουλάκια...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το χτύπημα με το χέρι, ενώ τα δάχτυλα είναι κλειστά ώστε να σχηματίζουν γροθιά. Συνήθως, ο χρήστης έχει κακή πρόθεση και έχει σκοπό να προκαλέσει ζημιά σ' αυτόν που δέχεται το χτύπημα, εκτός και αν η μπουνιά είναι φιλική δηλ. στοχεύει σε κάποιο μέρος του σώματος εκτός του προσώπου και με ελάχιστη δύναμη. Είναι ίσως το πιο διαδεδομένο και χρησιμοποιούμενο χτύπημα στον κόσμο όπως το κεφαλοκλείδωμα στις λαβές ένα πράμα. Το έχουμε δει όλοι σε ταινίες ή στην πραγματικότητα και κατέχει θα έλεγα μια ιδιαίτερη στο μυαλό μας σαν χτύπημα.

Πασίγνωστο άθλημα, το οποίο έχει τις ρίζες του στα αρχαία χρόνια και χρησιμοποιούνται μπουνιές για να νικηθεί ο αντίπαλος είναι η πυγμαχία (μποξ).

Υπάρχουν διάφορα είδη «μπουνιών» και η ονομασία τους έχει να κάνει κυρίως με τον τρόπο κίνησης μέχρι να φτάσουν τον στόχο τους. Τα πιο συνηθισμένα και ευρέως χρησιμοποιούμενα είδη, είναι:

1) Το ντιρέκτ (straight right ή jab).
Χαρακτηριστικά: Ταξιδεύει σε ευθεία γραμμή και οι κύριοι στόχοι του είναι το πηγούνι, τα δόντια, η μύτη, τα μάτια και το στήθος.

2) Το κροσέ (hook).
Χαρακτηριστικά: Ταξιδεύει σε κυκλική τροχιά, το χέρι λυγισμένο 90 μοίρες και παράλληλο στο έδαφος. Κύριοι στοχοι του είναι το σαγόνι, οι κρόταφοι, τα αυτιά και τα πλευρά.

3) Το άπερκατ (uppercut).
Χαρακτηριστικά: Ταξιδεύει σε κυκλική τροχιά, το χέρι λυγισμένο 90 μοίρες και κάθετα στο έδαφος από κάτω προς τα πάνω. Κύριοι στόχοι του είναι το σαγόνι (από κάτω), το στομάχι και το συκώτι.

Εναλλακτικές ονομασίες: μπουνίδι, μπουκέτο, γροθιά.

Συντάσσεται με μια ποικιλία ρημάτων αναλόγως με το τι επιθυμεί εκείνος που χρησιμοποιεί την φράση και φυσικά το περιστατικό. πχ. ρίχνω, σκάω, παίζω, δίνω, τρώω, δέχομαι κτλ.

-Έμαθες τι έγινε χθες; -Όχι, τι; -Ο Τάσος έπαιξε ξύλο με τον Κώστα για μια γκόμενα. -Και;
-Τι και... Του 'παιξε μια μπουνιά και του κατέβασε όλο το φρύδι. Εννιά ράμματα το παληκάρι...
-Ο Κώστας έφαγε καμία;
-Του ριξε μερικές ο Τάσος αλλα γλίτωσε μόνο με ματωμένη μύτη.
-Κι η γκόμενα;
-Τους παράτησε και τους δύο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έκφραση χρησιμοποιείται καθ' υπερβολήν, για να δηλώσει την «σχεδόν» απουσία, ή τον εξαιρετικά χαμηλό βαθμό ή μέγεθος κάποιων πραγμάτων.
Η έκφραση ακολουθείται από ουσιαστικό, μονάδα μέτρησης, ή αφηρημένη έννοια. Με μηδέν βαθμούς, με μηδέν στροφές, με μηδέν αυτοπεποίθηση, με μηδέν βυζί, με μηδέν ντροπή, με μηδέν συμμετοχή κ.ο.κ.

  1. - Χθες γνώρισα μια γκόμενα...
    - Για λέγε, για λέγε...
    - Θεά, ωραίος τύπος, αλλά με μηδέν βυζί.
    - Για να λες εσύ που είσαι του σαμπανιζέ, ότι είχε μηδέν βυζί, φαντάζομαι ότι θα έχει κοιλότητα, η καμένη η κοπεγιά!

  2. - Ρε τι χάλια έπαιξες χθες. Σαν σταματημένος πήγαινες.
    - Ε, τι περίμενες; Με μηδέν βαθμούς, να χορεύω στη χορταρού; Νορβηγός είμαι;
    - Σωστά, ξέχασα ότι σε πήρανε στην ομάδα για Βραζιλιάνο!

  3. (από το σλανγκρ, και σχόλιο της συγγραφικής εδώ)
    όλες οι ταχύτητες κουμπώνουν και κάνουν τον θόρυβο. Απλά την πρώτη επειδή την βάζεις με μηδέν στροφές, την ακούς, γιατί δεν υπάρχει θόρυβος.....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φύγε κακήν κακώς και άμεσα.

Ξου μωρή κότα! (εξαφανίσου, φοβητσιάρη).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπαρμπαδισμός ολκής. Χρησιμοποιείται σχεδόν πάντα από μεγαλύτερους σε ηλικία, πατερναλιστικά προς μικρότερους που, ως γνωστόν, έχουν όρεξη για αναίτιες εξόδους και βαριούνται να κάθονται σε μια καρέκλα, ή επί του καναπέος.

ΕπΙσΤηΜοΝιΚή ΑνΑλΥσΗ
Όταν κάποιος κάθεται για πολύ ώρα σε μία καρέκλα (και ιδίως αν κατά τακτά διαστήματα αφήνει και καμία), δημιουργείται μια νοτεράδα μεταξύ των κωλομάγουλων, η οποία παίρνει και την εσάνς του σκατού. Η άβολη αυτή κατάσταση (για όσους βρεθούν σε απόσταση αναπνοής, π.χ. σε σινεμά), αποφεύγεται όταν το αντικείμενο σηκωθεί από την καρέκλα και βολτάρει, με αποτέλεσμα να διεισδύσει κάποια άλφα ποσότητα καθαρού αέρα μεταξύ σώβρακου και κωλοχωρισιάς (κυριολεκτικό κωλαέρισμα). Βοηθούν πολύ και οι βόρειοι άνεμοι σε αντίθεση με τους νότιους και υγρούς, που δυσχεραίνουν την κατάσταση.

ΣλΑνΓκΙκΗ ΑνΑλΥσΗ
Κωλαέρισμα είναι οι βόλτες χωρίς λόγο. Το χαζοξενύχτι με ατέλειωτες βόλτες στην άδεια χειμωνιάτικη πόλη (πεζή, με αυτοκίνητο ή μηχανή). Ο εκσφενδονισμός έξω από το σπίτι ή το γραφείο, για τον οποιοδήποτε, αλλά πάντα ασήμαντο λόγο. Δηλαδή, όταν αερίζουμε τον κώλο μας, έστω και αν είναι φρεσκοπλυμένος.

  1. - Έντεκα πήγε και ο γιος σου δεν έχει ξυπνήσει ακόμα!!!
    - Τι να κάνουμε, παιδί είναι.
    - Εσυ τον έχεις κακομάθει, και η μάνα σου! Πού πήγε χθες και βγήκε στις δωδεκάμισι το βράδυ. Για κωλαέρισμα πήγε; Και δεν είπες και τίποτα. Μόνο να βάλει κασκόλ να μην κρυώσει!!!
    - Εσύ γιατί δεν είπες τίποτα;
    - Εγώ αν άρχιζα θα γινόμασταν κώλος, και θα μου έλεγες τα δικά σου... «Άσε το παιδί, θα μας ακούσει πάλι όλη η γειτονιά κλπ»

  2. - Ρε, τι θέλετε εδώ τέτοια ώρα, και με τι ήλθατε;
    - Με τις μηχανές, βαριόμασταν και είπαμε να σου έρθουμε...
    - Μόνο που είναι διακόσια χιλιόμετρα, και βρέχει....
    - Είχαμε ανάγκη από κωλαέρισμα. Δε λες που ήρθαμε, μόνο μας βάζεις και χέρι ρε μούχλα. Βάλε μπύρες και παράγγειλε πίτσες. The night is still young! που λέει και ο Steve Young!

(από electron, 06/02/10)(από electron, 06/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified