Selected tags

Πλιζ, απόφυγε αυτήν την ετικέτα, καθώς πρόκειται σύντομα να απαλειφθεί!

Αν δεν βρεις ετικέτες που να ταιριάζουν στον ορισμό σου, ανέβασέ τον χωρίς ετικέτες και στείλε κατόπιν αναφορά στους συντονιστές υποδεικνύοντας τις ετικέτες που θα ήθελες να του προσαρτηθούν.

Πλάτη είναι το πίσω μέρος του κορμού του ανθρώπου, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί και μεταφορικά όταν κάποιος θέλει να δηλώσει ότι είναι πρώτος σε σχέση με τους άλλους!

Θα βλέπεις την πλάτη μου συνέχεια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Την έκφραση την χρησιμοποιούμε όταν κάποιος μας εκμυστηρεύεται ένα πάθημά του ή κάτι που δεν του πήγε καλά και θέλουμε να του απαντήσουμε «Ας πρόσεχες», «Ήθελέστα και πάθέστα» ή ακόμη «Τί γύρευες ξεβράκωτος στα αγγούρια». Επίσης, φέρνει και σε κάτι από «Γιατί τό 'δωσε ο Θεός το ακατοίκητο;», σε μια έμμεση προτροπή να βάζει το νιονιό του / της να δουλεύει άλλη φορά.

Δεν θέλουμε, δηλαδή, να του την πούμε κιόλας, γιατί μπορεί να μην έφταιγε, αλλά να στάθηκε απλά άτυχος /-η, ωστόσο η έκφραση λειτουργεί σαν προτροπή για να τον / την βάλουμε να κάνει λίγη αυτοκριτική, ώστε να είναι πιο προετοιμασμένος --η και προσεκτικός /-ή την επόμενη φορά.

Διευκρινίζεται ότι το λήμμα χρησιμοποιείται στην αυτή μορφή ανεξαρτήτως σε ποιο από τα γνωστά 4 φύλα (νέιμλυ άρρεν, θήλυ, homosexual και asexual) ανήκει ο συνομιλητής μας.

  1. - Μα να με παρατήσει ο Ντιντής μου επειδή πήγα έξι μήνες για μεταπτυχιακό στη Γαλλία;
    - Εμ, φιλενάδα;

  2. - Μόλις του είπα «Μπήκαμε στη Σαρακοστή, κομμένο το σεξ», άρχισε να τα σούρτα-φέρτα με την πρώην του.
    - Εμ, φιλενάδα;

  3. - Με το που είδε το τατουάζ με τον δράκο που έχω στον μπαργαλάτσο μου, το κάναμε μια φορά και αυτό ήταν! Μετά έκοψε λάσπη.
    - Εμ, φιλενάδα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άρον άρον: λέγεται για κάτι που γίνεται πολύ γρήγορα, πολύ βιαστικά, πολύ εσπευσμένα και πολύ αγχωτικά. Λέγεται για κάτι που γίνεται στην τρεχάλα, πετάδην, σφαιράδην, με την ψυχή στο στόμα, βζιννν κ.λπ. Όπου φύγει φύγει, όποιος πρόλαβε τον Κύριο είδε (sic) κ.ο.κ.

Προέρχεται από το γνωστό ευαγγελικό «άρον άρον σταύρωσον αυτόν» το οποίο, σύμφωνα με τον ευαγγελιστή Ιωάννη, φώναζαν τα καλόπαιδα οι Ισραηλίτες στον Πιλάτο για τον Χριστό. Βεβαίως η έννοια έχει αλλάξει, δώστε βάση στο νόημα: Αίρω στα αρχαία πά' να πει σηκώνω (εξ ου και η «άρση βαρών»). Άρον αυτόν θα πει σήκωσέ τον και κατά μία έννοια πάρ' τον... Σο, οι Ισραηλίτες έλεγαν «πάρ' τον, πάρ' τον και σταύρωσέ τον» και όχι «γρήγορα, γρήγορα σταύρωσέ τον», αλλά φαίνεται τό 'λεγαν με μεγάλη φούρια και έμεινε αλλιώτικα.

  1. Εδώ:
    Άρον άρον ο νέος εκλογικός νόμος - Προωθείται με ρυθμούς-εξπρές, για να μην υπάρξουν αντιδράσεις.

  2. Και μου λέει χτες το μωρό «Έλα ρε Κώστα από το σπίτι μου απόψε, που να τρέχουμε στα ξενοδοχεία, αφού ο βλάκας λείπει». Και πάω σπίτι της. Και τα κατεβάζω. Και μένει το μωρό με το στόμα ανοιχτό και τα μάτια γουρλωμένα. Και χαίρομαι που με θαυμάζει, τον τεράστιο, και της λέω «γουστάρεις μωρό μου;». Και ξεροκαταπίνει. Και μου λέει «Εμ... ναι βρε Κώστα μου, αλλά βασικά... γκχμ γκχμ, μου φάνηκε ότι άκουσα την πόρτα του γκαράζ». Και μου πέφτει μπαμ. Και μαζεύω τα βρακιά μου άρον άρον και στο τσακ την έκανα από την μπαλκονόπορτα.

Μαίρη Αρόνη (από allivegp, 06/08/09)Μαίρη Αρόνη (από allivegp, 06/08/09)Δίκη τζίζα σε πίνακα του 1880 (από johnblack, 06/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιές ερωτικές ιστορίες από το προσωπικό παρελθόν του καθενός μας, που έχουν στοιχειώσει με τα φαντάσματά τους τις πόλεις που ζούμε, τους δρόμους, τα πάρκα, τις πλατείες, τα σινεμά, τις παραλίες.

Παλιές καλές στιγμές, που έχουν παρέλθει ανεπιστρεπτί, έχοντας αφήσει γλυκόπικρες αναμνήσεις. Ερωτικά σενάρια που «έγραψαν» στην ψυχή μας, με όλα τα συμπαρομαρτούντα: ενθουσιασμούς, λύπες, χαρές, ματαίωση, αγωνία, προδοσία, χωρισμό, απόγνωση, μοναξιά, μίσος, αδιέξοδα.

Τα θαμμένα κόκαλα είναι ένα κομμάτι απ' τον εαυτό μας που πέθανε οριστικά, χάθηκε στα μονοπάτια της λήθης, όπως χάθηκε και το πρόσωπο εκείνο... Κάτι σαν τις παλιές αγάπες που πάνε στον Παράδεισο, όπως έλεγαν κι οι Πυξ Λαξ. Και μένεις να αναρωτιέσαι αν ποτέ υπήρξαν όλα αυτά, ή μήπως απλά τα φαντάστηκες. Γι' αυτό επινοήθηκε η μεταφορά αυτή, για να δώσει υπόσταση, απτή και υλική, στο κατεξοχήν ανέκφραστο, το βίωμα. Ο Αλεξανδρινός το ήξερε καλά, ζούμε μόνο μέσα απ' τις αναμνήσεις μας.

Ποιητική έκφραση, ενδεικτική μιας νέας λογοτεχνικής γενιάς του αστικού (urban) χώρου, περνά αργά αλλά σταθερά στην καθομιλουμένη. Τη χρησιμοποιεί πολύ μια από τις πιο απολαυστικές και διεισδυτικές πένες της εποχής μας, η Μανίνα Ζουμπουλάκη, χωρίς φυσικά να είναι η μόνη.

Πιθανότατα προήλθε απ' την αγγλική έκφραση «hidden bones», για την οποία εδώ δίνεται ο ορισμός: «κρυφά / άδηλα / αφανή δώρα». Η κρυφή - και μόνη αληθινή - περιουσία μας, οι αναμνήσεις μας.

Βραδινή βόλτα με το αυτοκίνητο στην άδεια πόλη. Βόρειες συνοικίες, ανατολικές συνοικίες, δυτικές συνοικίες. Φτάσαμε στο λιμάνι και ξανά πίσω. Κάθε περιοχή να σου θυμίζει κάτι: εδώ είχαμε έρθει με τη Μαιρούλα για καφέ, στο τάδε μαγαζί - που πια έχει αλλάξει όνομα - είχαμε γνωριστεί με τη Λίτσα, δίπλα σ' εκείνο το πάρκο έμενε μια παλιά μου γκόμενα απ' το σχολείο, κοίτα να δεις που δε θυμάμαι τώρα πως την έλεγαν... Σε κάθε γωνιά του αστικού τοπίου έχεις αφήσει κάτι από σένα, θαμμένα κόκαλα που σημειοδοτούν τα περάσματα της εφήμερης ύπαρξής μας, έτσι όπως τα γατιά μαρκάρουν τις «περιοχές» τους με τα ούρα τους...

RIP poems (από allivegp, 06/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αντίθετο του πρόχειρου. Το λέμε για ρούχα (στον πληθυντικό), για σχολικά τετράδια, κλπ.

Σεσί ν'ε πα σλανγκ, αλλά κάτι προς τα κει μεριά είναι.

  1. Μια φορά δεν έχω δει την κοπέλα αυτή ντυμένη πρόχειρα, όλο τα καλά της φοράει.

  2. Πάλι ξέχασα ο μαλάκας να περάσω από το πρόχειρο στο καλό ένα θέμα και θα με κόψουνε...

(το έχει πάθει η υποφαινομένη, αλλά δεν κόπηκε γιατί ο καθηγητής της ήξερε τι ούφο είχε για μαθήτρια)

Got a better definition? Add it!

Published

Ηχομιμητικό που δηλώνει «επίσημη» ανακοίνωση: κάποτε, στα φεουδαρχικά, βασιλικά και αυτοκρατορικά χρόνια, οι σάλπιγγες ηχούσαν για να ανακοινώσουν κάποια σημαντική στιγμή (άφιξη, λόγο, κλπ κλπ) των προυχόντων. Αν λοιπόν σήμερα πρόκειται να πούμε κάτι σπουδαίο, θα το ανακοινώσουμε για πλάκα, ή θα το ειρωνευτούμε, προλογίζοντας απλώς με ένα «ταντάν ταντάααν!».

(σε γενική συνέλευση της ΣΑΦ κάτι δεκαετίες πριν...)
- Ταντάν ταντάαααν! Silence!!! (γαλ.)... Θα μιλήσει ο πρόεδρος τώρα!

Ταρατατά (από allivegp, 01/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μη μου κολλάς σημαίνει μη με στριμώχνεις, διότι θα επέλθει σύγκαμα και μετά πόνος.

Μη με ζορίζεις, μη με πιέζεις, μη μου τη σπας, μη μου τα πρήζεις και άλλα συνώνυμα.

Μη μου κολλάς ρε γυναίκα δεν έχω τα φράγκα να σου πάρω γούνα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τύπος χτενίσματος / μαλλιών. Αναφέρεται σε κάποιον με πολύ αραιά μαλλιά στο πάνω μέρος της κεφαλής που έχει προσθέσει ζελέ.

- Ρε Μήτσο, πάλι έβαλες ζελέ; Αφού στο έχω πει... σαν καμμένο καταΐφι είσαι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπορεί να χρησιμοποιηθεί άνετα για την παραστατική περιγραφή ενός ήχου που το ανθρώπινο αυτί (και μυαλό) δεν είχε σχεδιαστεί εξ αρχής να συλλάβει.

Ως προς τον ακριβή ήχο μόνο ένας με bachelor στην βιοτεχνολογία μπορεί ίσως να προσεγγίσει.

Σαν ηλεκτρονικούρας που είσαι το μόνο που θα καταφέρεις με το να χώσεις την ηλεκτρική στην κάρτα ήχου είναι να την κάνεις να βελάζει σα φάλαινα στα 230 bpm.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λήμμα το μεταχειριζόμαστε για να δώσουμε έμφαση σε ένα λεκτικό τάπωμα έναντι του συνομιλητή μας, που μόλις προηγήθηκε. Σε ορισμένες περιπτώσεις, κυρίως μεταξύ παιδιών ή παλιμπαίδων, όπου το βρις-οφ συνεχίζεται και τις επόμενες μέρες, μπορεί να εξακολουθεί ο συναγωνισμός των ταπωμάτων και η καταγραφή του σκορ, π.χ. ένα-ένα, δύο-ένα, κ.ο.κ.

  1. - Σε θέλει ο δόκιμος.
    - Ποιός δόκιμος;
    - Ο πούτσος μου ο κόκκινος! Ένα-μηδέν!

  2. - Σου τηλεφώνησε η Ελένη.
    - Ποιά Ελένη;
    - Η πούτσα μου η καβλωμένη! Ένα-μηδέν!
    - Όσα λες, πούτσα θες! Ένα-ένα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified