Selected tags

Πλιζ, απόφυγε αυτήν την ετικέτα, καθώς πρόκειται σύντομα να απαλειφθεί!

Αν δεν βρεις ετικέτες που να ταιριάζουν στον ορισμό σου, ανέβασέ τον χωρίς ετικέτες και στείλε κατόπιν αναφορά στους συντονιστές υποδεικνύοντας τις ετικέτες που θα ήθελες να του προσαρτηθούν.

Ιδιωματισμός που χρησιμοποιείται αποκλειστικά και μόνο στις Σέρρες. Η χρήση του είναι πολλαπλή. Προέρχεται από το μπρε, που βέβαια παραλλάχτηκε στην πάροδο των χρόνων σε βε το οποίο έφεραν οι πρόσφυγες από την Μ.Ασία στις Σέρρες μετά την τραγωδία του 1922.

Α βε τι με λες τώρα; ( τι πράγματα είναι αυτά που μου λες;)
Ε βε και συ τώρα! (ε μα τι κάθεσαι και ασχολείσαι τώρα)
Ναι βε σε λέω (Σου λέω αλήθεια)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για το άτομο που κινδυνεύει να γίνει αντιληπτός από τους γύρω του για κάτι που έχει κάνει. Συχνά για χρήση ναρκωτικής ουσίας.

- Ρε σεις, ποιος θα πάει να πάρει γαριδάκια, κόκα κόλα, κρουασάν, σοκολάτα και να νοικιάσει το pro;
- Εγώ δεν πάω θα 'μαι κάρτας, αυτά έπρεπε να τα κανονίσουμε από πριν.

Got a better definition? Add it!

Published

Και να 'ούμε, ας 'ούμε.

Φρασεολογία που χρησιμοποιείται πάρα πολύ από ανθρώπους με φτωχό λεξιλόγιο και είναι ο στάνταρ σύνδεσμος μέσα στις προτάσεις τους για να πουν και να εννοήσουν τα πάντα. Μέσα σε κάθε πρόταση θα βρείτε τουλάχιστον 3 με 4 «να πούμε». Ξεκίνησε σαν ένας τρόπος να μιλήσεις μάγκικα στις παλαιότερες γενιές.

  1. Γιατί εγώ να πούμε και τη βγάζω να πούμε έξω και της πληρώνω το χόντο να πούμε και στα μπουζούκια να πούμε την πάω...

  2. Κοίταξε ας 'ούμε ο Τάκης να 'ούμε είναι καλό παιδί και θα βρει να 'ούμε μια κοπέλα της προκοπής να ανοίξουνε ας 'ούμε ένα σπιτικό.

Χάρρυ Κλύνν και πάσης ελλάδος να πούμε... (από vikar, 26/07/10)

Βλ. και ασμ, νταξναούμ, άμα λάχει (ναούμ').

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γλειφομούνι. Σύμφωνα με το λεξικό του Δημητρακόπουλου μινέτ(τ)ο είναι η πράξις του αιδοιολείκτου. Άσχετο εντελώς με τη λέξη μινάρω που όντως σημαίνει μαλακίζομαι.

.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η δουλειά που αναλαμβάνει ο ελεύθερος επαγγελματίας.

Εκ του αγγλικού freelancer.

Πήρα μια φριλάντζα εργολαβεία και σε 2 μήνες θά'χω βγάλει 2000 ευρά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση-λέξη (άκλιτη) που χρησιμοποιούν άτομα σε προχωρημένο στάδιο σήψης, οπότε και δεν αρθρώνουν καλά.

ζγκατάψυξ = στην κατάψυξη.

- Γιάννη, πού 'ναι ρε οι μπύρες;
- Ζγκατάψυξ...

(από Khan, 02/01/10)

Πρβλ και να βοηθή'εις, -άειζ, -ήειζ, -ίειζ, -ώειζ, αύξη

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φεύγω. Παίρνω δρόμο. Συνήθως χρησιμοποιείται στην προστακτική για να υποδηλώσει ενόχληση.
Συνώνυμο : ξεμπαζώνω, ίδιας ερμηνείας και χρήσης.

-Μου τη λες τώρα δηλαδή;
-Έλα ρε φίλε, ξεκαλούπωνε λέμε!

Got a better definition? Add it!

Published

Μάγκικη έκφραση. Σημαίνει τον άσχημο τρόπο συμπεριφοράς απέναντι σε κάποιον χωρίς να υπάρχει ιδιαίτερη αιτία.

Χρήση: μαγκίτες only.

Γανυμήδης: Ααχχχ... Με παράτησε το Μαράκι και τά 'φτιαξε με την Αφροξυλάνθη...
Αρίστωνας: Άραγκον και μη σε μέλει... Τό 'ξερα ότι μια μέρα θα σου ξηγιόταν σκουληκιάρικα η σκατολεσβία...

Βλ. και ξηγιέμαι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που λέει σώτα, δηλαδή πράγματα που δεν είναι σωστά ή είναι ψέματα.

- Από τον Νίκο το άκουσες; Καλά αγνόησέ το. Αυτός είναι μεγάλος Σωτήρης!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συζητώ με κάποιον υποψήφιο ερωτικό σύντροφο, αφήνοντας συνεχώς υποννοούμενα σεξουαλικού περιεχομένου και περιστρέφοντας εν γένει την κουβέντα γύρω από το σεξ. Κατά το καυλάντισμα (ουσ.), οι δύο (ή περισσότεροι) συνομιλητές έχουν σχεδόν ειλημμένη την απόφαση να συνευρεθούν σεξουαλικώς, ωστόσο οι αφροδισιακές ιδιότητες του, καθυστερούν προσωρινά τη συνεύρεση και προάγουν το διάλογο.

Χάρη στην πρόοδο της τεχνολογίας, πλέον μπορεί κάποιος να καυλαντίζει κάνοντας χρήση:

  1. κινητού τηλεφώνου (εκτός του μιλητού, με SMS/MMS)
  2. ηλεκτρονικού υπολογιστή (instant messengers/IRC/e-mail κτλ)

- Τι έγινε ρε; Πού εξαφανίστηκε ο Μπάμπης;
- Να, εκεί! Καυλαντίζει με μια γκόμενα στο μπαρ.
- Χε χε! Α, την κουφάλα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified