Selected tags

Πλιζ, απόφυγε αυτήν την ετικέτα, καθώς πρόκειται σύντομα να απαλειφθεί!

Αν δεν βρεις ετικέτες που να ταιριάζουν στον ορισμό σου, ανέβασέ τον χωρίς ετικέτες και στείλε κατόπιν αναφορά στους συντονιστές υποδεικνύοντας τις ετικέτες που θα ήθελες να του προσαρτηθούν.

Λέγεται για την απολύτως ίσια επιφάνεια.

Έκφραση των ογδόνταζ της Σχολής των:
το εκρού του νεκρού
το σπινθηροβόλο βλέμμα της αγελάδας
μάτια πλάνα και αυτιά αεροπλάνα
το χαλκοπράσινο χρώμα της υγείας
κλπκλπ.

- Και θα γίνει ίσιο;
- Ίσιο; Σαν την αμασχάλη του φιδιού θα γίνει, όχι απλώς ίσιο!

Got a better definition? Add it!

Published

Σαρκαστική προειδοποίηση. Σημαίνει το τελείως αντίθετο: «πού νά 'ξερες καημένε μου τι σε περιμένει...».

Το λέμε όταν εξ ιδίας πείρας έχουμε δει τα σκούρα και διαπιστώνουμε ότι κάποιος άλλο πάει ντουγρού να πάθει τα ίδια (πχ με μια μαλάκω γκόμενα την οποία είχε κάποιος και τώρα την παίρνει άλλος, στην κίνηση που επιτέλους απαλασσόμαστε από κάποιον μπάρμπα-Μπρίλιο και τον τρώει στη μάπα ο επόμενος, ιατρικές εξετάσεις που τις έχουμε κάνει και πόνεσαν και μάτωσαν και τώρα βλέπουμε ότι ο κολλητός μας πα να τις κάνει, κλπ).

Πολλές φορές διατυπώνεται και σαν κατάρα τ. «θα δεις τι έχεις να πάθεις, μαλάκα».

- Θέλω να μπω στο σάη σας.
- Θα περάσεις καλά....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γκρι σκούρο αμιγές χρώμα, αυτό του ποντικιού, για την ακρίβεια του αρουραίου.

  1. Τι αηδία χρώμα για αυτοκίνητο πήρες ρε Μπάμπη; Χάθηκε να πάρεις οτιδήποτε άλλο εκτός από ποντικί;

  2. - Τι χρώμα είναι η γάτα σου;
    - Ποντικί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Μεγάλο) πήδημα.

Έδωσε έναν πήδο και βρέθηκε πέρα.

Μεγάλο και μαζικό. (από Galadriel, 07/06/11)

Got a better definition? Add it!

Published

Επί του παρόντος, τώρα δα που μιλάμε.

Ετυμολογία προφανής αλλά ασαφής: μπροστά στην ώρα τούτη.

Μπροσώρας μην ανησυχείς.

Μπροσώρας δεν τρέχει τίποτα.

Δεν έγινε μπροσώρας, αλλά κάποτε θα γίνει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προσφώνηση που χρησιμοποιείται σε πλείστες περιπτώσεις, απευθυνόμενη κυρίως σε πρόσωπα με τα οποία δε μας συνδέει καμία απολύτως συγγένεια.

Εντοπίζεται σε περιπτώσεις όπως:

1. η σπαστική περίπτωση: προσέγγιση παντελώς αγνώστου με σκοπό τη δημιουργία οικειότητας για να παρκάρει στη θέση μας μόλις φύγουμε
2. περίπτωση «καρντάσια»: μεταξύ φίλων, ως επιβεβαίωση του ισχυρού δεσμού που έχουν θεμελιώσει τόνοι μπύρας και τριψήφιος αριθμός χαμένων εργατοωρών ανάλυσης της προηγούμενης αγωνιστικής
3. περίπτωση «πως είπαμε το ονοματάκι σου;»: συνάντηση με παλαιό συμμαθητή που δε θυμόμαστε το όνομά του, και πρέπει να τον αποκαλέσουμε κάπως
4. εμπλουτισμένη περίπτωση: συνοδευόμενο από το «βρε», που προσδίδει έναν τόνο ήπιας αγανάκτησης.

Σημείωση: Χρησιμοποιείται στο αρσενικό γένος, για ευνόητους λόγους και προς αποφυγή παρεξηγήσεων

  1. Αδερφέ, φεύγεις; Κάνε λίγο έτσι να βάλω το δικό μου...

  2. Αδερφέ, πιάσε μία πράσινη όταν γυρνάς απο το κατούρημα!

  3. Πού 'σαι αδερφέ! Χρόνια και ζαμάνια!

  4. Άμα σε προσβάλαμε να ζητήσομεν και συγγνώμη βρε αδερφέ!

(από Vrastaman, 13/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ειρωνική ατάκα που πετάμε όταν ακούσουμε κάποιον στην παρέα να επικαλείται τον θεό ή τον χριστό -ο οποίος είμαστε εμείς, εννοείται. Επιλογικό -μετά από αυτό η κουβέντα έχει γαμηθεί, άντε να πέσει κανα φατούρο.

Παλιό, παμπάλαιο.

Το λέμε και γενικότερα, όχι μόνο ως ψευδοθεός, αλλά ως οποιοσδήποτε ψευδο-. Απαντάται κυρίως ως ατάκα, ή, ακόμα συχνότερα, ως τίτλος ποστ, άρθρου, κλπ. από τα οποία ο γούγλης είναι γεμάτος.

  1. - Άκου με που σου λέωωωω, αν τρως κάθε μέρα 7.000 θερμίδες, θα αδυνατίσεις. Κάθε μέρα, όμως. Μην το σπάσεις καθόλου.
    - Μα τι μαλακίες λες πια θεούλη μου;
    (πετάγεται ο μαλάκας που ακούει τη συζήτα):
    - Με φώναξε κανείς;

  2. από λήμμα ακυρολεξίες στο σάη μας:

jesus
το παράδειγμα δεν ταιριάζει στον ορισμό. ξέρω τουλάχιστον δύο άτομα εδωμέσα που καταλαβαίνουν τι πα να πει:ΡΡΡ

johnblack
με φώναξε κανείς;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γερμανός μεταφραστής θα έγραφε τρελές αρλούμπες αν δεν υπήρχε το σλανγκρ να του εξηγήσει ότι αυτή η φράση δεν κυριολεκτεί ακριβώς, αλλά είναι περισσότερο σχήμα λόγου που δηλώνει:

  1. ότι τελικά, «συνεννοηθήκαμε», βγήκε άκρη από την κουβέντα μας, από κει που σκάλωνε σε κάτι αδιαφανές, απροσδιόριστο, κοινώς μισόλογο και ύποπτο από πλευράς σου. Δηλ. με αυτά που μου έλεγες δυσκολευόμουν να σε πιστέψω, αλλά τώρα που το εξήγησες καλύτερα επανήλθα και καλά στην αρχική εικόνα που είχα για σένα. Τις περισσότερες φορές όμως το λέμε με δυσπιστία ή ειρωνικά, για να δείξουμε ότι καταλάβαμε πως ο άλλος μας δουλεύει ψιλό γαζί.

Παρομοίως λέμε: «έτσι πες μου/μας (ντε)», «πες το Χρυσόστομε», «τώρα μιλάς», « α μπράβο», «να γεια σου», κττ.

  1. αρχή αφήγησης που μας προδιαθέτει για γκαντέμικη εξέλιξη εις βάρος τού πάντα αθώου κι ανυποψίαστου αφηγούμενου πρωταγωνιστή.

Συντάσσεται με το «να» και σημαίνει: πήρα την απόφαση (μετά από πολλή σκέψη) να..., «έκανα να (ξεκίνησα να)...». Πολύ συχνά συνοδεύεται και από έναν μεμψιμοίρικο χαρακτηρισμό του αφηγούμενου («είπα ο μαλάκας να...», «είπα η κακομοίρα να...»).

Πολύ πιθανό να βαστάει η έκφραση από τη ρήση «είπε ο Εβραίος να πάει στο παζάρι κι ήταν η μέρα Σάββατο».

1.α. Τι ερωτηση ειναι αυτη; Σου φαινεται να το εκανα εγω; Οχι δεν το εκανα εγω!

α ειπα και γω

1.β.
καλά το κατάλαβα, είπα κι εγώ, εσύ να μιλήσεις, αν είναι δυνατόν!.. Το στόμα σου το έχεις μόνο για να τρως.

1.γ. Σύσταση ειδικής ομάδας της ΕΛ.ΑΣ για προστασία των ανήλικων, προανήγγειλε ο Μ. Όθωνας
είπα και γω...(;) ..που στο δ****ο θα πήγαιναν τα χρήματα που περικόπηκαν από την παιδεία. Στην αμορφωσιά..

  1. ΑΠΟΓΟΗΤΕΥΣΗ
    Είπα και γω ένα Σάββατο να βγω να πάω στα λεγόμενα βλάχικα για κοντοσούβλι, που τόσο καλά λόγια είχα ακούσει. Δοκίμασα το εν λόγω μαγαζί... Τι το ήθελα; Το φαγητό ήταν σκέτη απογοήτευση. Οι πατάτες άνοστες, το κρέας μέσα στα μπαχαρικά σε σημείο να μη θυμίζει γευσtικά κρέας(κοντοσούβλι χοιρινό). Απλά τζάμπα έφυγε το 20αρικο. ΑΙΣΧΟΣ.

(από το νέτι ούλα)

Got a better definition? Add it!

Published

Κλασικότατη καθημερινή έκφραση αποδοκιμασίας ή αγανάκτησης. Σα να λέμε τα πιάσαμε τα λεφτά μας, δέσαμε μούτσο, όλα του γάμου δύσκολα κι η νύφη τραβεστί και δεν συμμαζεύεται.

Βλ. μήδι 1. αατα.

(από Jonas, 27/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μαλακία ψυγείου, απ' αυτές που τις ετοιμάζεις και τις εκσφενδονίζεις κατά το δοκούν. Γενικότερα, ό,τι ετοιμάζουμε και προετοιμάζουμε. Χαρακτηρισμός με αρνητική χροιά.

Το νέτι δύσκολα δίνει αποτελέσματα, καθ' όσον όλα σχεδόν πάνε για μπύρες κ ξίδια, αλλά βρήκα αυτό.

Τυποποιημένο, μάλλον στην ατάκα του πρώτου παραδείγματος, αλλά όχι αποκλειστικά.

πάσα: πρόστυχα πιμιά με κνάσο, ο διάλογος των πιμί. πάνω-κάτω.

  1. - Ξέρεις ανατομία;
    - «- Τι ώρα είναι ρε; - Πού είναι το ρολόι μου ρε πστ...Α, νά 'το. Μία».
    - Εμφιαλωμένες τις έχεις;
    - Όχι, αλλά φεύγω γιατί είμαι λίγο μπαγιονέτ.

  2. - Τι σου έλεγε ο μαλάκας ο τζήζα και τράβαγες τα μαλλιά σου ρε;
    - Μ' άρχισε στις εμφιαλωμένες.
    - Είναι απάλευτος ο πούστης...

(από jesus, 27/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified