Ο Αγρινιώτης, επειδή χρησιμοποιείται στο Αγρίνιο ο χαρακτηρισμός αυτός για αδελφό ή συγχωριανό εκ του αδελφούλης.
Πήρα μετάθεση στους φούληδες.
Ο Αγρινιώτης, επειδή χρησιμοποιείται στο Αγρίνιο ο χαρακτηρισμός αυτός για αδελφό ή συγχωριανό εκ του αδελφούλης.
Πήρα μετάθεση στους φούληδες.
Got a better definition? Add it!
λελέβω, λελεύω
Ρήμα της ποντιακής διαλέκτου που σημαίνει χαίρομαι κάτι, ακουστό κυρίως στην ευρύτερα γνωστή ιδιωματική φράση «λελέβω σε!» (παναπεί, να σε χαρώ!, συνοδευόμενο συνήθως με εγκάρδια αγκαλιά).
Πιθανώς παιδί του αρχαίου λιλαίομαι.
Σουρτούκω! Να λελέβω τα κατσία σ'!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified