Selected tags

Further tags

Η έξοδος ενός άντρα ή μιας παρέας αντρών, με σκοπό το καμάκι. Στην προκειμένη περίπτωση, το θήραμα θεωρείται η γυναίκα, γι' αυτό και ο όρος χρησιμοποιείται μεταφορικά. Συνήθως η λέξη δένει μέσα σε φράση, όπως «βγαίνω για κυνήγι», «πάω για κυνήγι» κ.ο.κ.

- Ρε πούστη μου φάγαμε άκυρο από την Εύα. Δεν μπορούν οι φίλες της λέει. Οπότε χάλασε το σκηνικό.
- Λες να βγούμε μόνοι μας για κυνήγι;
- Ψήνομαι. Πάμε Γλυφάδα;
- Μπα, τρελός είσαι; Εκεί είναι τίγκα στα cocktease. Πάμε Γκάζι καλύτερα.

(από HardcoreGR, 20/09/11)(από GATZMAN, 21/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο φίλος ή γνωστός που θα ακολουθήσει πάντα την παρέα ανεξάρτητα απ' το αν θα ειδοποιηθεί έγκαιρα ή σωστά.

- Ο Άκης παρεξηγήθηκε που δεν πήγες μαζί του στην Επίδαυρο.
- Έλα μωρέ το μαλάκα, αφού του 'χα πει «μάλλον». Αυτός όμως με θεωρεί σιγουράκι και το 'δεσε κόμπο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οποιοσδήποτε είναι ξέμπαρκος ή μυρωδιάς με μια συγκεκριμένη ιδεολογία, θρήσκευμα και γενικά με οποιοδήποτε αντικείμενο. Η έκφραση χρησιμοποιείται και για όσους είναι ανεπιθύμητοι σε έναν χώρο η μία παρέα.

  1. - Μωράκι, δε θα μπορέσω να έρθω το Σάββατο στο πάρτι. Έχω raid με την Clan της σχολής στο WoW.
    - Ποιος Clan και ποιο WoW ρε Νίκο; Τι είναι αυτά τα Κινέζικα που μου λές;
    - Ε άστο μωρέ τώρα, τι να σου εξηγώ...αφού είσαι εκτός εκκλησίας.

  2. - Ψήνεσαι να κατέβουμε Σύνταγμα με τους Αγανακτισμένους την Κυριακή;
    - Ναι ρε. Θα πω και στον Βασίλη.
    - Όχι ρε, μη του πεις τίποτα. Αυτός από πέρυσι είναι γραμμένος στη νεολαία του ΛΑΟΣ. Γάμα τον, είναι εκτός εκκλησίας.

  3. - Πες του την Κυριακή να βάλει τον Αντωνίου. Το παιδί βγάζει μάτια. Αμόλα!
    - Πες του ότι ο Αντωνίου είναι εκτός εκκλησίας. Έκλεισε συμβόλαιο με την Liverpool και μεθαύριο πετάει για Αγγλία.

(από HardcoreGR, 25/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο πόκερ. Το λέει αυτός που ποντάρει (ή κάνει check) πρώτος μετά από άνοιγμα κάποιου φύλλου. Το συναντάμε μόνο σε παιχνίδια ανάμεσα σε μια παρέα, γιατί όλο και κάποιος θα υπάρχει που να μην ξέρει τους κανόνες.

- Ποιος μιλάει τώρα;
- Εσύ αφού είσαι ο επόμενος μετά το Big Blind.
- Ωραία, ποντάρω τις κάλτσες μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ειρωνική ερώτηση σε κάποιον που δεν έχει τρόπους, δεν ξέρει να σταθεί σε ένα χώρο με τους υπόλοιπους της παρέας.

Παρμένο από παλιό ανέκδοτο της δεκαετίας του ογδόντα.

Λάκης (που τον έχει φέρει ο Βιόλης στην παρέα) μέσα στο ρεστοράν, μεγαλοφώνως, ρωτάει τους υπολοίπους:

- Ρε μαλάκες, δε πιστεύω το μαγαζί να είναι πιασέκωλο...

Σήφης ρωτάει το Βιόλη:

- Θα' τρωγες μια μπανάνα τώρα;

Bιόλης:

- Μπα, όχι με τίποτα!

Σήφης:

- Καλά εσύ δε θες, το μαϊμού δε θέλει μπανάνα;

smile (από georgegreek, 28/12/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ή και «αφήνω μύθι». Καρδιτσιώτικος ιδιωματισμός, αφορά σε άτομα που με τις πράξεις και τη στάση τους μένουν στην ανάμνηση μίας παρέας ή ενός συνόλου ανθρώπων, σαν παραμύθι.

Χρησιμοποιείται επίσης και για να δηλώσει ότι κάποιος με τη συμπεριφορά του κάνει τέτοια εντύπωση, ώστε να αφήσει μύθια στο μέλλον.

- Αυτός ο Κώστας που λένε συνέχεια ποιος είναι;
- Ένα πολύ ξηγημένο παιδί, δεν τον πρόλαβες, έχει αφήσει μύθια στη σχολή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ομάδα, σπείρα, ασκέρι, που προκαλεί την καταστροφή. Αποτελείται είτε από λούμπεν είτε από «κακοποιά» στοιχεία, και επιδίδεται σε φθορές, κλοπές, βανδαλισμούς και γενικά «αξιόποινες πράξεις».

Μπορεί να αποδοθεί επίσης στην παρέα μας, η οποία φυσικά είναι γαμάτη και τη φοβούνται όλοι.

1)
-Μαζευτείτε ρε φλώρια μην έρθει ο Ψηλός με το λεφούσι του και γίνουμε κώλος εδώ μέσα!

2)
-Καλά ρε τι έγινε και είστε σαν κλαμένα μουνιά;
-Μας επιτέθηκε στο μετρό ένα λεφούσι ΑΕΚτζήδες και μας πήρε στο κυνήγι μόλις που γλυτώσαμε...

Σχετικό: φουρφούκι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ψυχρός στο πνεύμα, το μυαλό, την ψυχή, το αίσθημα και τον έρωτα, αναίσθητος, ανίκανος να συγκινηθεί, πολύ κρύος μιλάμε, ακόμη και στο πιο θερμό σημείο του ανθρωπίνου σώματος: τον κώλο. Ξενέρωτος και με ολέθρια αίσθηση του χιούμορ, ξινός, ιδανικός στο να χαλάει την παρέα.

Χρησιμοποιείται επίσης και ως ρατσιστικός χαρακτηρισμός των βορείων εταίρων μας, που επεξηγεί το πολιτιστικό χάσμα και εντοπίζει την ειδοποιό διαφορά μεταξύ μας όχι στο μορφωτικό επίπεδο, το κοινωνικό κράτος, τον πλούτο, την οργάνωση της κοινωνίας κλπ. κλπ., αλλά στην ψυχική και ερωτική θέρμη, την οποία εμείς μεν διαθέτουμε σε περίσσεια, αυτοί δε στερούνται.

  1. -Κι αυτό νονέ είναι το δικό σου δώρο! -Α! Χμμ.. ευχαριστώ…
    (Η μαμά ψυθιριστά:)
    -Πες καμιά καλή κουβέντα στο παιδάκι ρε κρυόκωλε, δυο ώρες παιδευόταν για να σου το φτιάξει!

  2. (Σπουδαστής εξ Εσπερίας σε διακοπές:)
    -Δε γυρνάω σπίτι απόψε! Έχω πήξει εκεί πάνω, από τις έξι το απόγευμα όλοι οι κρυόκωλοι κλείνονται στα σπίτια τους.

  3. Περσινά ξινά σταφύλια με ελάχιστες δόσεις ταλέντου στην πρεμιέρα του Greek Idol. Κιτς ντύσιμο Ρούλας Κορομηλά, κρυόκωλοι κριτές και βίντεο από την εκπομπή. εδώ

  4. Όχι παιδιά στις ψόφιες, όχι και στους κρυόκωλους
    Όχι παιδιά στις ψόφιες,
    όχι στους σοβαρούς
    (Λουκιανός Κηλαηδόνης, Ο ύμνος των μαύρων σκυλιών)

Στο 3.15. (από Khan, 05/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του αλβαναρία. Το λήμμα αυτό, το χρησιμοποιούμε όταν θέλουμε να αναφερθούμε σε κάποια παρέα αλβανών (μεγάλη συνήθως) η οποία ως γνωστόν το παίζει «γαμάμε» (τίγκα στο φλίπερ, και δώστου οι μπύρες). Αλβανίες θα συναντάτε στο μετρό, σε πλατείες, στην Ομόνοια, και όχι μόνο.

-Κοίτα την αλβανία που πλάκωσε...
-Τσάμπα μπύρες, τι περίμενες;;

(από boulgaroktonos, 15/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τρέντυς και συνήθως γκέι τύπος ο οποίος κάνει παρέα αποκλειστικά με γυναίκες και είναι πάντα δίπλα τους για να τις παρηγορήσει άμα χωρίσανε με το «γουρούνι» αγόρι τους που τις απατούσε. Είναι σε γενικές γραμμές απεχθής από τα υπόλοιπα αρσενικά και σπανίως έχει νταλαβέρια μαζί τους.

Μα καλά ρε μαλάκα, αυτός ο Φίλιππος είναι και πολύ φιλενάδας. Όλο με τα γκομενάκια έχει πάρε-δώσε και σου πάω στοίχημα ότι ξέρει όλα τα κουτσομπολιά του σχολείου. Πρέπει να τον αρχίσουμε στις σφαλιάρες μπας και ισιώσει λίγο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified