Selected tags

Further tags

Ο φορτικός άνθρωπος, αυτός που δεν καταλαβαίνει ότι αρχίδει και κουράδει. Έρχεται όπου πας έχοντας αυτοπροσκληθεί και γενικώς γίνεται στενός κορσές. Είναι μία ειδική και ιδιαίτερα ενοχλητική υποκατηγορία του πρήχτη.

Ο όρος αποδίδεται και με άλλες εκφράσεις: μουνόψειρα, βδέλλα, τσιμπούρι, κάποιος περισσεύεις, να μαζευτούμε να πάτε, μου έγινε ταγάρι, κολαούζος, κολαούζο.

- Να 'μαστε κι εμείς...
- Α... τα πιάσαμε τα λεφτά μας!
- Πώς είπες;
- Λέω «καλώς τον, πώς από 'δώ;»
- Ε, είπα κι εγώ «πού χάθηκε όλη η παλιοπαρέα τόσες μέρες;» και έκανα δυό, τρία, πέντε τηλεφωνάκια, μαιηλάκια, τσέκαρα φατσοβιβλίο για Checked-in και τσουπ! να 'μαι κι εγώωωω... - Την τεχνολογία μου μέσα...
- Ε;
- Λέω «κι έπεσες μέσα» μπαγάσικο...
Group SMS «Παρέα»: May day, may day magkes, eskase myti o Nwntas. Min er8ete me tpt! 8a prospa8isw na ton 3efortw8w giati einai entelws tis proskollisews kai milame argotera. Mon felek dedans...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το κρητικό αναμαζώνω, δηλ. μαζεύω κάτι, συμμαζεύω κ.λ.π.

Η αναμαζωξιάρα /- ες (πάνε συνήθως σε γκρουπάκια) είναι τα νυμφίδια που μαζεύονται μόλις μυριστούν παρέες με αξιαγάμητους άντρες (του καλλιτεχνικού σιναφιού, ισοδυναμούν και με τις λεγόμενες groupies) χωρίς να έχουν καμιά ιδιαίτερη φιλική σχέση με την εκάστοτε παρέα. Απλά «κολλάνε» για να ξεκοκαλίσουν ό,τι μπορούν, ή τις γάμησε κάποιος απ' τη παρέα και έχουν ξεμείνει στη παρέα κρατώντας διακοσμητικό ρόλο γκομενακιού, προσθέτοντας εξτρά βυζιά στη παρέα για τις δύσκολες ώρες...

  1. - Ρε, σεις ποιες είναι αυτές που έχουν πάρει όλο το τραπέζι ρε ;
    - Κατέω γω μωρέ με τις αναμαζωξιάρες που μαζώνει ο Αρτέμης ...

  2. - Πάρε τηλέφωνο ρε καμιά γκόμενα να πάμε φουλ στο Μύλο..
    - Κάτσε ρε κ όπου να 'ναι θα φανούν κι οι αναμαζωξιάρες !

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν για διάφορους λόγους βρισκόμαστε με μια παρέα που δε κολλάμε και απλά καθόμαστε χωρίς να μιλάμε. Εννοείται ότι βαριόμαστε μέχρι αηδίας.

- Καλά πέρασε με τη Ρία;
- Τι καλά ρε μαλάκα. Σκοπιά βάρεσα με τη πολυλογία της...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

1. Το αγγλικό «to be in/out of the frame (for something)»: «έχω/ δεν έχω την ευκαιρία να συμμετάσχω σε κάτι», μεταφέρθηκε στα Ελληνικά σαν (συνηθέστερα στο γ’ πρόσωπο) «είναι/ δεν είναι στο κάδρο», «μπαίνει στο/ βγαίνει από το κάδρο», «βρίσκεται στο/ λείπει από το κάδρο» κι όλα τα συναφή, λίγο - πολύ με την ίδια έννοια αλλά, επιπλέον, και τις «παίζει», «συμπεριλαμβάνεται», «παρείσφρησε», συχνότατα με την αρνητική έννοια του αναπάντεχου.

Βοήθησε το ότι σαν δισύλλαβο κι εύηχο, δίνει εύκολα σύντομους τίτλους σε έντυπα κι όχι μόνο. Εξάλλου ζούμε και σε καιρούς που αβαντάρουν ό,τι έχει να κάνει με εικόνες.

2. Υποτιμητικός χαρακτηρισμός συνήθως προς γυναίκα ενίοτε παράταιρα βαμμένη, ντυμένη, στολισμένη και χτενισμένη για την εκάστοτε περίσταση, με άπειρο τουπέ και ξεχειλίζοντα σνομπισμό, που εκτός από την απωθητική παρουσία της, δεν προσφέρει τίποτε στην ομήγυρη.

Της προσκολλήσεως, ή σαν συνοδός κάποιου ενεργού μέλους της παρέας, δεν ενσωματώνεται πεισματικά με τους γύρω, επιδεικνύοντας επιλεκτική και ίσως υστερόβουλη αντικοινωνικότητα. Κι αυτό την ξεχωρίζει από μια γλάστρα.

Ακόμη ειρωνικότερα: «κάντρο».

1α.
Όποτε πεθαίνει ένας σημαντικός Έλληνας συνωστίζονται όλοι οι πικραμένοι να μπουν στο κάδρο. Να συνεισφέρουν την αυθυποβολιμαία συγκίνησή τους στον κοινό θρήνο με μεγαλόστομες κενολογίες που προδίδουν την άγνοιά του. Αλλά έχουμε μάθει αυτό να το δεχόμαστε, να κάνουμε εκπτώσεις στις μπαρούφες που ακούγονται φτάνει να είναι υμνητικές, γιατί μας παραλύει η στιγμή της αναχώρησης του ανθρώπου και γιατί απέναντι στον θάνατο είμαστε όλοι ίσοι.

1β.
Και Καζίμ-Καζίμ στο κάδρο. Εκτός από τον Αλεξάντερ Χλεμπ ο Ολυμπιακός φέρεται να κινείται και για την απόκτηση του Κόλιν Καζίμ Ρίτσαρντς από την Γαλατασαράι. Οι πληροφορίες έρχονται από τον τουρκικό Τύπο και αναφέρουν ότι ο Ολυμπιακός βρίσκεται σε προχωρημένες επαφές με τη Γαλατασαράι για τον 25χρονο μεσοεπιθετικό, προκειμένου να τον αποκτήσουν ως δανεικό, με οψιόν αγοράς 900.000 ευρώ το καλοκαίρι.

(Ως εδώ όλα απ’ το δίχτυ)

2.
-Τι σου λέει το κάντρο;
-Θα ‘ψαχνε παγάκια ο μαλάκας και τα βρήκε στον κώλο της.
-Μπορεί να της τα λιώσει.
-Μπααα! Με το που θα φύγουν τα χοντράδια. Βία σ’ ένα μήνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δηλώνει μεγάλη οικειότητα με κάποιον ή αχώριστη παρέα.
Συνώνυμα: είμαστε κώλος και βρακί, έχουμε φάει ψωμί κι αλάτι.
Περιοχή: Μεσσηνία.

- Ρε συ, ο Καπετανέας δεν ήταν σειρά σου στο ΚΕΔΒ;
- Τι μου τον θύμισες τώρα... Μ' αυτόν είχαμε φάει τα σάλια μας, αλλά απολύθηκε νωρίτερα γιατί ήτανε γιωτάμηνο και κατέληξα να κάνω παρέα με κάτι πουστόνεα.

Βλ. τρώμε τα σάλια μας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τρέντυς και συνήθως γκέι τύπος ο οποίος κάνει παρέα αποκλειστικά με γυναίκες και είναι πάντα δίπλα τους για να τις παρηγορήσει άμα χωρίσανε με το «γουρούνι» αγόρι τους που τις απατούσε. Είναι σε γενικές γραμμές απεχθής από τα υπόλοιπα αρσενικά και σπανίως έχει νταλαβέρια μαζί τους.

Μα καλά ρε μαλάκα, αυτός ο Φίλιππος είναι και πολύ φιλενάδας. Όλο με τα γκομενάκια έχει πάρε-δώσε και σου πάω στοίχημα ότι ξέρει όλα τα κουτσομπολιά του σχολείου. Πρέπει να τον αρχίσουμε στις σφαλιάρες μπας και ισιώσει λίγο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του αλβαναρία. Το λήμμα αυτό, το χρησιμοποιούμε όταν θέλουμε να αναφερθούμε σε κάποια παρέα αλβανών (μεγάλη συνήθως) η οποία ως γνωστόν το παίζει «γαμάμε» (τίγκα στο φλίπερ, και δώστου οι μπύρες). Αλβανίες θα συναντάτε στο μετρό, σε πλατείες, στην Ομόνοια, και όχι μόνο.

-Κοίτα την αλβανία που πλάκωσε...
-Τσάμπα μπύρες, τι περίμενες;;

(από boulgaroktonos, 15/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ψυχρός στο πνεύμα, το μυαλό, την ψυχή, το αίσθημα και τον έρωτα, αναίσθητος, ανίκανος να συγκινηθεί, πολύ κρύος μιλάμε, ακόμη και στο πιο θερμό σημείο του ανθρωπίνου σώματος: τον κώλο. Ξενέρωτος και με ολέθρια αίσθηση του χιούμορ, ξινός, ιδανικός στο να χαλάει την παρέα.

Χρησιμοποιείται επίσης και ως ρατσιστικός χαρακτηρισμός των βορείων εταίρων μας, που επεξηγεί το πολιτιστικό χάσμα και εντοπίζει την ειδοποιό διαφορά μεταξύ μας όχι στο μορφωτικό επίπεδο, το κοινωνικό κράτος, τον πλούτο, την οργάνωση της κοινωνίας κλπ. κλπ., αλλά στην ψυχική και ερωτική θέρμη, την οποία εμείς μεν διαθέτουμε σε περίσσεια, αυτοί δε στερούνται.

  1. -Κι αυτό νονέ είναι το δικό σου δώρο! -Α! Χμμ.. ευχαριστώ…
    (Η μαμά ψυθιριστά:)
    -Πες καμιά καλή κουβέντα στο παιδάκι ρε κρυόκωλε, δυο ώρες παιδευόταν για να σου το φτιάξει!

  2. (Σπουδαστής εξ Εσπερίας σε διακοπές:)
    -Δε γυρνάω σπίτι απόψε! Έχω πήξει εκεί πάνω, από τις έξι το απόγευμα όλοι οι κρυόκωλοι κλείνονται στα σπίτια τους.

  3. Περσινά ξινά σταφύλια με ελάχιστες δόσεις ταλέντου στην πρεμιέρα του Greek Idol. Κιτς ντύσιμο Ρούλας Κορομηλά, κρυόκωλοι κριτές και βίντεο από την εκπομπή. εδώ

  4. Όχι παιδιά στις ψόφιες, όχι και στους κρυόκωλους
    Όχι παιδιά στις ψόφιες,
    όχι στους σοβαρούς
    (Λουκιανός Κηλαηδόνης, Ο ύμνος των μαύρων σκυλιών)

Στο 3.15. (από Khan, 05/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ομάδα, σπείρα, ασκέρι, που προκαλεί την καταστροφή. Αποτελείται είτε από λούμπεν είτε από «κακοποιά» στοιχεία, και επιδίδεται σε φθορές, κλοπές, βανδαλισμούς και γενικά «αξιόποινες πράξεις».

Μπορεί να αποδοθεί επίσης στην παρέα μας, η οποία φυσικά είναι γαμάτη και τη φοβούνται όλοι.

1)
-Μαζευτείτε ρε φλώρια μην έρθει ο Ψηλός με το λεφούσι του και γίνουμε κώλος εδώ μέσα!

2)
-Καλά ρε τι έγινε και είστε σαν κλαμένα μουνιά;
-Μας επιτέθηκε στο μετρό ένα λεφούσι ΑΕΚτζήδες και μας πήρε στο κυνήγι μόλις που γλυτώσαμε...

Σχετικό: φουρφούκι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ή και «αφήνω μύθι». Καρδιτσιώτικος ιδιωματισμός, αφορά σε άτομα που με τις πράξεις και τη στάση τους μένουν στην ανάμνηση μίας παρέας ή ενός συνόλου ανθρώπων, σαν παραμύθι.

Χρησιμοποιείται επίσης και για να δηλώσει ότι κάποιος με τη συμπεριφορά του κάνει τέτοια εντύπωση, ώστε να αφήσει μύθια στο μέλλον.

- Αυτός ο Κώστας που λένε συνέχεια ποιος είναι;
- Ένα πολύ ξηγημένο παιδί, δεν τον πρόλαβες, έχει αφήσει μύθια στη σχολή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified