Μία μικρά συμπλήρωσις μονάχα εις τον ορισμό του κατά notheitis ορισμού του ιδίου λήμματος, εγγράφη εν δεκάτη εβδόμη Ιουνίου, τω σωτήριω έτος δις χιλιοστό δέκατο.

Εχρησιμοποιείται λοιπόν, τοιαύτο λήμμα ίνα δηλώση προτροπή ως προς την πραγμάτωσι στόχου αμφιβόλου αποτελέσματος, μόνον δια λόγους τιμής ή δια να καυχάται ο εκπληρώσας το έργον αυτό. Ενίοτε δε, αποτελεί και προτροπή ως προς την πραγμάτωσι τοιαύτου στόχου, παρά ατόμου ο/η οποίος/α πιστεύει εις την αποκομιδή κέρδους του προσπαθούντα, παρά τα φαινόμενα.

Παραδείγματος χάριν:

Φωκίων (πατήρ): «Μα Φαίδων, διατί ω τέκνον μετέχεις τόσης αρνήσεως ίνα εκπληρώσεις τας σεαυτόν εγκύκλιας σπουδάς εν τω Πανεπιστήμιω;»

Φαίδων (υιός): «Διατί το πτυχίον τεμπελικών και καθιστικών επιστημών δεν έχει πρακτική αξία, μόνον πρωκτική! Ήτοι, και να το πάρω, θα το βάλω στον κ...ο μου!»

Φωκίων: «Μη σε νοιάζει, πάρε το δια το ονόρε και βλέπουμε τι μέλλει γενέσθαι!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γαμώτο της έκφρασης είναι το γαμώτο που λέμε όταν έχουμε καημό, ότι δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι που θα θέλαμε, και ιδίως καημό και αγανάκτηση ότι γίνεται μια αδικία την οποία δεν μπορούμε να σταματήσουμε.

Ωσεκτουτού, όταν κάνουμε κάτι για το γαμώτο, το κάνουμε για να έχουμε το δικαίωμα να αναφωνήσουμε «γαμώτο» έχοντας την συνείδησή μας ήσυχη ότι τουλάστιχον το προσπαθήσαμε, το παλέψαμε. Το για το γαμώτο το λέμε όταν αναπότρεπτα αποτυγχάνουμε, αλλά αφού έχουμε κάνει το κατά δύναμιν. Το για το γαμώτο εκφράζει το ιδιαζόντως ελληνικό φιλότιμο (αμετάφραστος ο όρος σε άλλες γλώσσες κατά πολλούς) σε συνδυασμό με την καζαντζιδοσύνη μας: Διεκδικούμε το δικαίωμα να καζαντζιδίσουμε και να κλαψομουνιάσουμε και γι' αυτό φιλοτιμούμεθα να κάνουμε μια ηρωϊκή πράξη έστω κι αν η επιτυχία της μας υπερβαίνει.

Σχετική είναι και η έκφραση για την Ελλάδα ρε γαμώτο, ή για το x ρε γαμώτο, όπου και πάλι το γαμώτο είναι το γαμώτο της απέλπιδος φιλοτιμίας. Όπως διέβλεψε ο Άψογος συσσλανγκιστής, το ρε γαμώτο «συμβολίζει τον νταλκά του Έλληνα να πρωτεύσει σε πείσμα της διεθνούς συνομωσίας που τον κρατάει πάντα κάτω». Η διαφορά είναι ότι το ρε γαμώτο το λέμε και για περίπτωση ευοδώσεως, ενώ το για το γαμώτο μόνο σε περιπτώσεις Θερμοπυλών, όπου η νίκη είναι εκ προοιμίου αδύνατη και πάμε να πέσουμε ηρωϊκά, όπως ο Λεωνίδας, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, ο Αθανάσιος Διάκος κουτουλού.

Οπότε το «για», που δηλώνει σκοπιμότητα, σημαίνει ότι κάνουμε μια πράξη για να προσλάβουμε την αξία του σισύφειου τραγικού ήρωα, ο οποίος είναι και ο αναφωνών το «γαμώτο» ενώπιον της κοσμικής τάξης.

Συναφώς, χρησιμοποιείται όταν δεσμευόμαστε στην προσπάθεια να εκπληρώσουμε ένα αντικείμενο της επιθυμίας μας, το οποίο όμως ξέρουμε ότι είναι εκ προοιμίου αδύνατο να εξαντλήσει την ίδια την επιθυμία, η οποία βρίσκεται πάντα αλλού και απλώς διαμεσολαβείται από το συγκεκριμένο αντικείμενο.

Στο Δ.Π. υπό ΑΝ21.

Έτσι λοιπόν μόνο και μόνο για το γαμώτο εγώ προσωπικά έσπασα πολλές φορές το τείχος (καλά δε το ισοπέδωσα κιόλας) και είδα ότι αυτά που κέρδισα ήταν περισσότερα και καλύτερα από αυτά που κέρδιζα όταν κουκουλωνόμουν με τον εγωισμό μου. Συνειδητοποίησα οτί το να μη φοβάσαι να ρισκάρεις δεν είναι κακό και συνήθως βγαίνεις κερδισμένος.Η τουλάχιστον δε βγαίνεις περισσότερο ζημιωμένος από όσο ήσουν. Και για να αναφέρω και κάτι κοινότυπο «Καλύτερα να μετανιώνεις για πράγματα που έκανες,παρά για πράγματα που δεν έκανες».

  1. Από φοράδα:

'Ελα ρε σεις, δεν είναι για να ασχολούμαστε. Εγώ ε'ιχα ψηφίσει Southern Hospitality και Big Pimpin' έτσι για το γαμώτο, γιατί έμπαινες στην κλήρωση για δωρεάν ρούχα Ecko, να βελτιώσω το swagger μου.

  1. Τό 'ξερα ότι θα φάω χυλόπιτα από το Λίλιαν, αλλά της την έπεσα για το γαμώτο.

1.00: Σου τα χώνω στη μάπα για το γαμώτο  (από Khan, 19/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με γνώση των νομίμων συνεπειών, αφού τα μπαμπαδίστικα λήμματα σπάνια προβιβάζονται πάνω από το βαθμό του λοχαγού (δλδ πάνω από 3άστερα), αναλαμβάνω το ρίσκο να καλύψω το κενό από την απουσία μιας φράσης τετριμμένης και παλιάς όσο οι λάσπες.

Η φράση χρησιμοποιείται σαν απάντηση όταν μας ζητάνε το λόγο για κάτι που υπόκειται στη διακριτική ευχέρειά μας, και για το οποίο δεν αισθανόμαστε υποχρεωμένοι να λογοδοτήσουμε στον πασαένα. Με άλλα λόγια του δίνουμε να καταλάβει πως γράφουμε τον ενοχλητικό συνομιλητή μας στον πέοντα μας, βγάζουμε τα γούστα μας, και είμαστε από πάνω και άρχοντες, όπως δηλώνει η αναφορά στο καπέλο, σύμβολο κιμπαρισμού.

Συνώνυμο: έτσι μου γουστάρει, έτσι μου καύλωσε, ρε άει πάενε παρακεί, λογαριασμό θα σου δώσω; κ.α.

- Το πρωί στην Τράπεζα εκεί που κόβαμε χαρτάκι και περιμέναμε τη σειρά μας, ήταν ένας μπάρμπας που σουλατσάριζε όλη την ώρα μπροστά μας και έκοβε συνεχώς χαρτάκια. Όταν τον ρώτησα γιατί το κάνει, μου απάντησε αυθάδικα Γούστο μου και καπέλο μου! Τσκ, τσκ, καθόλου σεβασμό δεν έχει η νέα γενιά...

(από Vrastaman, 05/08/09)Γούστο μου σομπρέρο μου! (από Khan, 05/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εμβληματική φράση που έλκει την καταγωγή της από το σεβάσμιο εθνικό άθλημα του ταβλίου. Όντας κατά τεκμήριο η χειρότερη δυνατή ζαριά, το ασσόδυο ωθεί ενίοτε τον ατυχή που το έριξε να ανακράξει σε σπαραξικάρδιους τόνους και, κοιτώντας με απόγνωση προς τα ουράνια, το θρυλικό αυτό απόφθεγμα, απόσταγμα συσσωρευμένης βιοσοφίας. Είναι ένας πιο φιλοσοφικός τρόπος να αναθεματίσει κανείς τη μαύρη του την τύχη, εφόσον οδηγούμεθα - δια της επαγωγικής μεθόδου - σε ένα γενικότερης ισχύος συμπέρασμα. Και το συμπέρασμα είναι προφάνουσλυ πως, όσο και να προσπαθεί κανείς και να κωλοχτυπιέται, αν δε βάλει και το κουλό της η τυφλή θεά, άσπρη μέρα δεν πρόκειται να ξημερώσει (εκτός αν ρίξουμε κανά γιαούρτι, όπως έλεγαν παλιά οι φίλτατοι ανάρχες).

Εκ του ταβλέτου, η βαρυσήμαντος αυτοσαρκαστική ρήση επεξετάθη εις ευρύτερα πεδία της κοινωνικής ζωής. Ομοίως με το παίγνιον, προφέρεται συνήθως χαμηλοφώνως και με έκφραση απελπισίας, σε περιπτώσεις που γαμήθηκε ο ολύμπιος Δίας...

Η λειτουργία (function) της παρούσης εκφράσεως, καθώς και άλλων παρομοίων, είναι σημαντικότατη. Με το να καταριέσαι την τύχη σου, δημιουργείς την ψευδαίσθηση ότι κατά κάποιο τρόπο την αλλάζεις προς το καλύτερο. Είναι μια πανάρχαιη τελετουργία προς εξορκισμό του κακού. Δεν επεκτείνομαι περισσότερο γιατί θα μου λέτε πάλι ότι γράφω άρθρα.

Υ.Γ. 1. Εκτός του παθόντος, την φράση μπορεί να εκστομίσει με κακία και ο αντίπαλός ταβλαδόρος, ο τυχεράκιας / κωλόφαρδος. Τότε ή τον αρχίζεις στις γρήγορες, ή κάνεις τουμπεκί και εύχεσαι να ρεφάρεις.

Υ.Γ. 2. Προσωπικά, όταν παίζω προτιμώ την αρχαΐζουσα γραμματική διατύπωση: «με ασόδυο ουδείς εγάμησε».

Υ.Γ. 3. Έχω την εντύπωση ότι συνηθίζεται ιδιαίτερα από τους πληθυσμούς του ένδοξου Βορρά...

- Φίλε, μόλις τα λέγαμε με τον Γιωργάκη στο κινητό. Την έπεσε λέει σ' εκείνη την κομμώτρια που δουλεύει κοντά στο σπίτι του.
- Ποια, εκείνο το ξανθό το καυλάκι; Και τι έγινε, μη μου πεις ότι του 'κατσε..
- Μου τα μάσαγε, μια έτσι μια γιουβέτσι μου τα 'λεγε. «Δεν ξέρω», «θα δείξει» και άλλες κλασικές μαϊμουδιές.
- Εγώ σου λέω τον χίωσε κανονικότατα και με το νόμο. Αφού το παλικάρι είναι σα να τον τράκαρε τρόλεϊ...
- Δεν τα λες και λάθος. Με ασσόδυο φίλε δε γάμησε κανείς, να το ξέρεις αυτό...

(από Khan, 20/12/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χωρίς ιδιαίτερο λόγο ή κίνητρο, γιατί μου καρφώθηκε, γιατί μου καύλωσε.

Ατάκα από την γνωστή τηλεφωνική φάρσα «Τέλος».

- Τώρα δηλαδή εσένα σου καρφώθηκε να βάψεις τον τοίχο μαύρο; Καλά χαζός είσαι;
- Ναι ρε! Μου καρφώθηκε!
- Γιατί;
- Έτσι, πάνω στην τρέλα μου! Εσύ τι ζόρι τραβάς; Δικός σου είναι ο τοίχος; Κεχαγιά στ' αρχίδια μου σ' έβαλα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που αφορά κυρίως φαγητό και ποτό, ή ακόμα και πράξη που κάνουμε και θέλουμε να δικαιολογήσουμε... χωρίς να την δικαιολογούμε.

Συνώνυμα: «Έτσι, για το καλό», «Για την ψυχή της μάνας μου», «Επειδή μου αρέσει», «Για κανένα λόγο συγκεκριμένα».

  1. Βάλε μου ρε Σταύρο λίγο ακόμα κρασάκι, έτσι, για τα νεφρά.

  2. Λέω να τρέξω κάνα γύρο ακόμα, για τα νεφρά.

(από xalikoutis, 26/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάτι που γίνεται για πλάκα, για χόμπυ, απο γούστο, χωρίς ιδιαίτερο κίνητρο.

- Καλά ρε, πώς σού ρθε και δήλωσες για το Σουρβάιβορ;
- Έτσι ρε, για τη γκαύλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified