Further tags

Επίπεδο χαμηλότερο κι από επίπεδο μετροπόντικα/ επίπεδο-δάπεδο.

Ότι έχει απομείνει από την έκφραση "... κατωτάτου επιπέδου".

Τα δύο πρώτα παραδείγματα είναι από σχόλια στο Σλανγκρ.

  1. καρακατσουλιό κατωτάτου (εδώ)

  2. πρόκειται για ελεεινίδα κατωτάτου (εδώ)

  3. Ποσο κατωτατου θεε μου; Πως μιλας ετσι; Μεγαλωμενη στα κατεργα εισαι; (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άντρας 60+ χρόνων τον οποίο συναντάμε σε γυμναστήρια, φεστιβάλ, αθλοπαιδιές, πορείες/διαδηλώσεις, μαθήματα πάουερ γιόγκα στην ύπαιθρο, ορειβατικές εκδρομές, συλλόγους δικυκλιστών κ.α. Αν και φαινομενικά ψοφάλογο, καταλήγει να πατάει εικοσάριδες στη καρωτίδα με τις επιδόσεις του και να τους κάνει να ντρέπονται για τα νιάτα τους. Ο χαρακτηρισμός αυτός αν και κοροϊδευτικός, εμπεριέχει συγκεκαλυμμένο θαυμασμό και ρισπέκ στον δυναμικό παππούκα.

Η προέλευση του από τη γνωστή σειρά κινουμένων σχεδίων ThunderCats. Ο μάμρα (Mumm-Ra) εκεί είναι ο "αρχικακός" δαιμονικός ιερέας της Τρίτης Γής. Τα αρχαία πνεύματα του κακού του χαρίζουν αθανασία και υπεράνθρωπη δύναμη. Παρατίθεται η γνωστή επίκληση-προσευχή: "Αρχαία πνεύματα του κακού, μεταμορφώστε αυτό το σάπιο σώμα, στον Μάμρα τον παντοτινό."

-Ρε τι γαμάτο λάιβ! Τα παππούδια ακόμα ροκάρουν!
-Ναι ρε, τσέκαρε το μάμρα πίσω στα ντραμς, 2 ώρες δίνει πόνο, του χουνε πεταχτεί τα φλέβια από παντού!

τύποι μάμρα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Πιτσιρικά» στα ποδανά.

Σε ανοιχτό γήπεδο μπάσκετ που μαζεύονται όλοι οι πιστεμένοι άρηδες για πρωταθληματάκι:
- Ρε φίλε... μου 'χουν σπάσει τα νεύρα με τον τσιρικαπί με την αερόμπαλα μέσ' στα πόδια μας.
- Ρε μικρέ, εδώ παίζουν μπάσκετ, πήγαινε δίπλα στη παιδική χαρά, θα χτυπήσεις.
- Να πας εσύ ρε καράφλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα σλάνγκικα σημαίνει αγνοώ, γράφω στ΄ αρχίδια μου κάποιον. Εφόσον λείπει ο προσδιορισμός μετά το ρήμα, υποννοείται ότι η παραπομπή είναι στο πουθενά, στον κάλαθο των αχρήστων, εκεί που δεν πιάνει μελάνι, στα αζήτητα. Συνήθως χρησιμοποιείται σε παρελθοντικό χρόνο.

- Χτες στο εστιατόριο της σχολής μας έπιασε ένας ΕΛ και μας έλεγε ότι φτιάχνουν καύσιμα για αεροπλάνα από ελληνικό γιαούρτι.
- Λέγε.
- Τι να πώ ρε, μας ζάλισε τον έρωτα. Τον παρέπεμψα κλασικά.
- Ε τι α κανς; α κάειτς να μαλώεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που δεν είναι πραγματικός φαν μιας μπάντας ή κάποιου μουσικού εν γένει, αλλά ακούει περιστασιακά την μουσική τους. Ως εκ τούτου, δεν γνωρίζει όλους τους στίχους των τραγουδιών τους, παρά μόνο τα ρεφρέν, τα οποία επαναλαμβάνει σε συναυλίες, πάρτι και λοιπές μουσικές συναθροίσεις, ώστε να ταυτιστεί με την ατμόσφαιρα της φάσης.

-Ρε, τσέκαρε 'κει! Ο Κώστας ρε, μ' ένα τσιτωμένο γκομενάκι με τα δερμάτινα.

-Χαχαα! Έλα ρε τον ρεφρενάκια τον Κώστα που μου 'ρθε και Maiden. Πάω στοίχημα τραγουδάει μόνο τα φωνήεντα.

Got a better definition? Add it!

Published

Η γκόμενα που προσελκύεται από τον οποιονδήποτε τύπο κάγκουρα που κατέχει οποιοδήποτε είδος μηχανής (απαραιτήτως)... Είναι γκόμενα που το μόνο στάνταρ που έχει για τον υποψήφιο γκόμενο είναι αν έχει μηχανή και πόσο μακριά την πάει στη μια ρόδα...

Αλλιώς: η καγκουρομάνα, η ποντικοπηδιόλα.

1
- Ωραίο μουνάκι ρε η Σοφία... φαίνεται και εύκολη... θα πάω να χωθώ...
- Αφού δεν έχεις πάπια...
- Ε και;
- Είναι σελογκόμενα.

2
Γιούλη: -Θέλω ο άλλος να είναι ευγενικός, δυναμικός, έξυπνος, αστείος, όμορφος, πιστός. Θέλω να τον θαυμάζω και να έχει μεγάλη πούτσα.
Μαρία: -Εγώ θέλω να έχει μηχανή.

Η Μαρία είναι σελογκόμενα.

Βλέπε και -μούνα, -γκόμενα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλος χαρακτηρισμός για τα μπουζουκομούνια, που εστιάζει στο χώρο του μηχανοκίνητου αθλητισμού αντί για τις μουσικές προτιμήσεις.

Η γκαραζογκόμενα είναι η λάικα γκόμενα που κράζουμε σ' ένα γενικότερο, αλλά ποθούμε διακαώς να πηδήξουμε λόγω των συστημάτων που κουβαλάει πάνω της και του εν γένει σεξουαλικού αέρα που αποπνέει.

Φήμες θέλουν τη λέξη να σχετίζεται με το γεγονός ότι κάθε συνεργείο αυτοκινήτων που σέβεται τον εαυτό του έχει ανηρτημένο στον τοίχο ημερολόγιο με γκομενάκια που φοράνε στην χειρότερη περίπτωση πολύ μικροσκοπικά μαγιό και που οπτικώς προσομοιάζουν στις προαναφερθείσες κατηγορίες.

- Ααααχ....
- Τι αχ και βαχ ρε μαλάκα;
- Η Τασία...
- Ποια Τασία ρε; Εκείνη η γκαραζογκόμενα που γνωρίσαμε στο Γονίδη προχθές; Ξεκόλλα ρεεεε... - Τασία και τα μυαλά στα κάγκελα μεγάλε. Θέλω να της τον περτσινώσω τώρα όμως.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός για τον οπαδό ή μέλος της ομάδας του Ολυμπιακού, αλλά και γενικότερα για τον Πειραιώτη.

Πρόκειται για ένα παλιό παρατσούκλι, που χρονολογείται από τις αρχές της ομάδας, και προσδίδει μια ταξική διάσταση στην αντιπαράθεση των δύο αιωνίων αντιπάλων, του Ολυμπιακού και του Παναθηναϊκού (βλ. παραδείγματα και άρθρα στους συνδέσμους): Από τη μια οι ταπεινοί μαουνιέρηδες του λιμανιού, ενός τόπου εργατικού και προσφυγικού, και από την άλλη ο αστικός κόσμος. Στο πλαίσιο αυτό, η ονομασία και χρησιμοποιήθηκε μειωτικά, αλλά και πανηγυρίστηκε από τους ίδιους τους Ολυμπιακάκηδες ως μια λαϊκή υπεροχή τους έναντι των φλώρων και τζιτζιφιόγκων του Παναθηναϊκού. Τις τελευταίες δεκαετίες, καθώς η ταξική αυτή αντίθεση υποχώρησε κάπως, χρησιμοποιείται λιγότερο από παλιότερα.

Σημειωτέον, ότι το μαουνιέρης χρησιμοποιείται επίσης και ευρύτερα για να χαρακτηρίσει στερεοτυπικά έναν λαϊκό, ακαλλιέργητο άνθρωπο, που βρίζει υπέρμετρα σε φράσεις τ. «μη βρίζεις σα μαουνιέρης», «πώς βρίζεις έτσι; Μαουνιέρη μεγάλωσα;», που βγάζουν έναν μπαμπαδισμό- παππουδισμό.

Πάσα: Χότζας.

  1. Κανονιέρηδες-.... Μαουνιέρηδες (μόνο) 2-0! Η ήττα του Ολυμπιακού από την Αρσεναλ με 2-0 για το τσάμπιονς λιγκ, απασχολεί κυρίως τα σημερινά πρωτοσέλιδα του αθλητικού Τύπου. (Εδώ).

  2. Στη δεκαετία του ’50, λ.χ., τότε που ο Ολυμπιακός έγινε και ονομάστηκε κατά γενική παραδοχή Θρύλος, δεν ήταν trendy για τον «καλό φίλαθλο» να υποστηρίζει τους «μαουνιέρηδες» και την «ψαραγορά»... δεν ήταν «comme il faut», δεν ήταν «καθώς πρέπει». Η ομάδα μας μπορεί να ιδρύθηκε από ανθρώπους της μέσης αστικής τάξης, αλλά από την πρώτη της κιόλας μέρα τράβηξε κοντά της το λαϊκό στοιχείο του Πειραιά –της μεγάλης αυτής εργατομάννας– και των λιμανιών της χώρας. Απλώθηκε ο Ολυμπιακός σε όλη την Ελλάδα όχι μόνο για τις αγωνιστικές επιτυχίες του, που ήσαν πολλές, αλλά και γιατί εξέφραζε το άδολο όνειρο του λαϊκού ανθρώπου: να δει επί τέλους στη ζωή μιαν άσπρη μέρα. Νικώντας οι «μαουνιέρηδες» τους «τζιτζιφιόγκους» ήταν σαν να νικούσαν οι Αποκάτω τους Αποπάνω. Ιδεολόγημα; Βεβαιότατα! Και αν, μάλιστα, κάτσεις και καλοσκεφτείς ότι «τζιτζιφιόγκοι» δεν ήσαν οι ποδοσφαιριστές του ΠΑΟ (που ήσαν μεν και εκείνοι παιδιά των λαϊκών τάξεων, αλλά έπαιζαν για την ομάδα της «καλής κοινωνίας»), τότε το συγκεκριμένο ιδεολόγημα γίνεται αφόρητο και απύθμενο.
    Ωστόσο, ιδεολόγημα-ξεϊδεολόγημα, από όλη αυτή τη συγκρουσική ιστορία έβγαινε κάθε Κυριακή απόγευμα ένα συμπέρασμα: ότι ο εργατικός και προσφυγικός Πειραιάς νικά την καλοταϊσμένη Αθήνα των βολεμένων αστών. (Εδώ).

  3. Κάποτε υπήρχαν φλώροι και μαουνιέρηδες. Σήμερα οι παράγοντες του Ολυμπιακού θα ήταν μαουνιέρηδες αν οι θαλαμηγοί μετονομάζονταν σε μαούνες. (Εδώ).

  4. Κάπως έτσι ο ΠΑΟ έγινε η ομάδα που στη συλλογική νεοελληνική συνείδηση είναι ταυτισμένη με τον μεγαλοαστισμό. Η ομάδα των μεγαλοαστών, αλλά και η ομάδα εκείνων που ονειρεύονταν μεγαλοαστικές καταξιώσεις, δηλαδή που ονειρεύονταν να γίνουν μεγαλοαστοί. Είναι τυχαίο ότι το υποτιμητικό παρατσούκλι των οπαδών του Ολυμπιακού για πολλές δεκαετίες ήταν το «μαουνιέρηδες»; Όχι φυσικά! Το «μαουνιέρηδες» συνδηλώνει το σηκωμένο φρύδι του πλούσιου απέναντι στον φτωχό, την αίσθηση υπεροχής και υποτίμησης του μεγαλοαστού απέναντι στον ταξικά υποδεέστερο. (Εδώ).

  5. Oι Πειραιώτες μεταλλάχθηκαν από «ψαράδες» σε «μαουνιέρηδες» για να καταλήξουν σε «ψευτόμαγκες». Tώρα πια έχουν εξαφανιστεί αυτά τα παρατσούκλια και το μόνο που τους έχει μείνει είναι το «γαύροι», χαρακτηρισμός που έχει να κάνει με τους φίλαθλους της αιώνιας αγάπης της πόλης, που δεν είναι άλλη από τον Oλυμπιακό. «Tι ομάδα είσαι;» «Γαύρος!». Έτσι απλά... (Εδώ).

Μυδασίστ: Σαράντ. Στην αρχή του άζματος. (από Khan, 31/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλη μια προσπάθεια να αποδοθεί λεκτικά το θηλυκό αντίστοιχο του κάγκουρα, όπως και τα καγκούρω και καγκουρογκόμενα (μην ξεχνάμε και το καγκουροπηδηχτιάρικο γκομενάκι).

Η καγκούρισσα έχει ένα ή περισσότερα στοιχεία από τα παρακάτω: α) Υπέρμετρο ναρκισσισμό και διάθεση κραυγαλέας αυτοπροβολής, αλλά με κακό γούστο συχνά λατέρνατιβ, β) είναι λαϊκάτζα, γ) συμπεριφέρεται όπως οι άντρες ως ladette, ή όπως το θέτει ορισμός της καγκούρισσας που κυκλοφορεί στο Φέισμπουκ: «η κοπέλα που λόγω χαμηλής αυτοεκτίμησης και περιορισμένης ομορφιάς, αναγκάζεται να συχνάζει σε αντρικά στέκια και να υιοθετεί αντρικές συνήθειες μόνο και μόνο για να της δώσει σημασία κάποιος δύσμοιρος. παραδείγματα: στριπτητζάδικα, συναυλίες μέταλ, χιπ χοπ, γήπεδο, μηχανάκια, πεσίματα σε μηχανάκια κ.α.», δ) λόγω του παραπάνω έχει μια ειδική σχέση με μηχανές.

Δεν περιγράφω άλλο καθώς ο γούγλης μας προσφέρει γλαφυρούς ορισμούς- παραδείγματα.

1. Η τρωω merenda/lacta καγκουρισσα. Κανει παντα διαιτα και εχει φαει μιση κουταλια μερεντα σε ολη της τη ζωη καταλαθος γιατι την περασε για σκατα. ΠΑΡΟΛ'ΑΥΤΑ βαζει photos στο facebook με συσκευασιες μερεντας για να φανει γλυκουλα ζουζουνιτσα που γραφει τις θερμιδες στα αρχιδια της μπροστα στην ωραια γευση. Δυστυχως υπαρχουν και δεκαπεντε σε ολη την ελλαδα που ειναι αγορια και κανουν τετοια. Λυπαμαι. Η δεν πηγαινω σε τετοια μαγαζια καγκουρισσα. Δεν εχει ουτε ενα χαμηλο παπουτσι και ουτε ενα τζιν. Θα χαρακτηρισει μαγαζια τα οποια γαμανε ως καταγωγια επειδη δεν παιζουν πριξαρχιδικη δυνατη ελληνικη και RnB μουσικη και δεν ειναι σκοτεινα και κουραστικα. Σιγουρα το να εισαι σνομπ θα σε προβαλει αρκετα. ΜΑΛΑΚΑ.
Ο/Η ειχα 1000 γκομενες/ους καγκουρας/ισσα. Οκ. Το να εισαι αντρας και να το παιζεις οτι ειχες 1000 γκομενες ειναι κατανοητο. Μαλλον, σχεδον ολοι το κανουν. Εκτος απο εμενα που λεω αληθεια ολο. Δε γινεται ομως να εισαι γκομενα και να μας το παιζεις εμπειρια. Να βαζεις status του τυπου: «Pooooo kapoious edw mesa sas exei trelanei i agamia». Οχι εισαι βρωμιαρα, μπασταρδη, πουτανα, κακουλα, και ΚΥΡΙΩΣ καγκουρας. Δεν ειναι χριστιανικα πραγματα αυτα. Ο χρυσος κανονας του American pie δεν πρεπει να σπαει.

2. Αν δεν είχε ακολουθήσει τα φώτα και τις κάμερες που της έδωσαν το κοινωνικό της στάτους, θα μπορούσε να είναι μία καγκούρισσα με φλούο κολάν και μπλουζάκι πάνω από τον αφαλό και να περιφέρεται ως συνοδηγός ενός GLX σε κάποια επαρχιακή πόλη της Ισπανίας. Ναι, με αυτό το παρουσιαστικό θα μπορούσε να είναι. Αλλά όχι.
Η Penelope Cruz έχει δώσει τόσες πτυχές μιας γυναικείας προσωπικότητας στην οθόνη που θα μπορούσε και στην πραγματική ζωή να είναι οποιαδήποτε γυναίκα.
Από ένα μικρό κορίτσι το οποίο παιχνιδίζει με το αγόρι της στο κρεββάτι, περνώντας βασανιστικά αργά τις ώρες της εφηβείας...
... μέχρι μια κολασμένη γυναίκα ενός macho εμπόρου ναρκωτικών.

3. Πάνω κάτω όπως η αρσενική της έκδοση, η Καγκούρισσα κουράστηκε να την φωνάζουν χαζογκόμενα και αποφάσισε να βάλει και αυτή το λιθαράκι της στον τοίχο από σκατά που λέγεται εναλλακτικότητα. Θα τη δούμε να φιλοσοφεί,να κράζει συνκαγκούρισσες που έχουν φωτογραφίες με duckface στο προφίλ τους, ακόμα και αν αυτή έχει φωτογραφία να την γαμάνε 3 αράπηδες. Επίσης,ανεβάζει στίχους σκυλάδικων τραγουδιών (Στα ελληνικά βεβαίως βεβαίως) και,ειδικά τώρα που αποφάσισε να τιμήσει τη γλώσσα της (Όχι τίποτα άλλο καλέ, είναι κούκλος και ο Κανάκης) κάνει συνεχώς ορθογραφικά. ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΑ..... «CixAinetAi th meRa toO agiOo ValentinOo (επειδή δε βρίσκει γκόμενο)»
Ψόφος.Απλά ψόφος.

4. ειμαι καγκουρισσα και γουσταρω τρελα!!!!!!μηχανακια φτιαγμενα, αντιανεμικο, μπανανα στη μεση, γυαλι αρνετ

5.ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΑΡΑ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ, ειπε η καγκουρισσα μπαογκζου κι επεσε για υπνο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γυναίκα εκλεπτυσμένων ή, απλά, ακριβών εμφανισιακών γούστων.

Η τυπική κυριλογκόμενα δεν θα διάβαζε Άρλεκιν, αλλά βλέπει «Σεξ εντ δε σίτι». Γουστάρει να ακούει μπουζούκια (πρόκειται λοιπόν και για μπουζουκομούνι) ή τζαζ –αλλά σπάνια κάτι το ενδιάμεσο.

Το ενδυματολογικό της προφίλ συχνά πλησιάζει τα όρια του κιτς, υπερβαίνοντάς τα μόνο κατ' άλλες γκόμενες και ποτέ κατά τους επίδοξους εραστές της –τους οποίους, καθώς συνήθως πρόκειται για τρελό παγόμουνο, πρώτα θα τους φαλιρίσει και μετά, ίσως, τους κάτσει από φιλότιμο ή από πλήξη.

Ανομολόγητο όνειρό της, να ήταν διεθνούς φήμης σταρ και να κατοικούσε σε κάποια κοσμοπολίτικη μεγαλούπολη κατά τα στάνταρ των παραγωγών χόλιγουντ, σε διαμέρισμα που κατά το ήμισυ τουλάχιστο θα αποτελούνταν από δωμάτια-γκαρνταρόμπες, σπα και γυμναστήρια.

Προϊόντος του χρόνου η τυπική κυριλογκόμενα συσσωρεύει φαρμάκι για την ξοδευμένη της ζωή, και άνθρωποι απέναντι στους οποίους είναι ακόμα κάπως ειλικρινής μπορούν να είναι μόνο τα παιδιά της –τουλάχιστον μέχρι και αυτά να ενηλικιωθούν.

Η τυπική κυριλογκόμενα τελικά είναι από τους ανθρώπους που, κατά το κλισέ, ακόμα και αν είναι αρκετά έξυπνοι που να μπορούν να αναπτύξουν εκλεπτυσμένο γούστο, την ικανότητά τους αυτή τη διοχετεύουν αποκλειστικά στο λεγόμενο «φαίνεσθαι».

Προφανώς, μπορεί κανείς ανάλογα να μιλά και για κυριλογκόμενους.

Παράβαλε: λαμέ γκόμενα, βλαχομπούρμπερη, ταγάρι, τρέντουλο

  1. Απ' τη δεξιά πόρτα του Ντάτσουν ξεπροβάλλει ένα άπαιχτο, αλφαδιασμένο, δίμετρο, με γαλανά μάτια, σαρκώδη χείλια, φυσικά μεταξένια μαλλιά, φιδίσιο κορμί, μες στα Ντόνα Κάραν και το χρυσαφικό. Μιλάμε για την ιδανική δόση αθωότητας με υποψία προστυχιάς, ένα μωρό 20-22 ετών, κυριλάτο, με φοβερό ταμπεραμέντο και αριστοκρατική κοψιά, με το πανάκριβο φουλάρι του, το καπέλο του, με τα όλα του. Παγώνει, σας λέω, κυριολεκτικά το Κολωνάκι, παθαίνει την πλακάρα της η μπουρζουαζία: «Πού το χτύπησε τέτοιο «παιδί» ο τζίψι;». Χεράκι χεράκι ο Αθίγγανος με την άπαιχτη κυριλογκόμενα, να φιλιούνται και να κοιτάζονται τρυφερά και ν' ακούγεται σ' όλη την πλατεία ένας γδούπος (και ουχί ψίθυρος) καρδιάς που πολύ θα ζήλευε κι αυτός ακόμη ο Μανούσος Μανουσάκης. (από διαδικτυακό φόρουμ)

  2. - Χάζευα αγγελίες και βρήκα μια για ένα Fuego Turbo του '86 με 300 ευρώ, έστω πως το αμάξι δεν είναι κοτέτσι, το χτυπάω και το φέρνω στη νορμάλ μορφή του [...]. Η απορία είναι τι αντίχτυπο θα είχε σε ένα ανυποψίαστο γκομενάκι αν έσκαγα σε ραντεβού με αυτό;
    - Αν και δεν είμαι γκομενάκι απαντώ: Το ανυποψίαστο γκομενάκι θα έβγαζε ένα χλευασμό, μια υπεροψία, ένα για ποια με πέρασε, μα τι του βρήκα κτλ, όσο τσόλι και να ήταν ή όσο κυριλογκόμενα και να ήταν. (από διαδικτυακό φόρουμ)

Δες και -γκόμενα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified