O αστυνόμος, ο τροχαίος, ο τηρητής της τάξης και του νόμου, ο κατά κόσμον μπασκίνας.

Τα παράγωγα της λέξης είναι το μπατσικό (περιπολικό) και η μπατσαρία (η αστυνομία σ' ένα γενικότερο) ενώ γνωστό είναι και το κλασικό πλέον σύνθημα μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι. Για τις σπάνιες περιπτώσεις που κάποιος θέλει να αναφερθεί χαϊδευτικά σ' έναν εκπρόσωπο του είδους, υπάρχει και η εκδοχή μπατσούλης (δέον να χρησιμοποιείται με μέτρο).

Η GLX βερσιόν του μπάτσου είναι ο μπάτσμαν.

- Πέρνα ρε μαλάκα, πορτοκαλί είναι, δηλαδή τι πορτοκαλί, σαν ώριμη ντομάτα...
- Όχι ρε πούστη μου! Μπάτσος! Τι θέλω και σ' ακούω ρε άχρηστε;

(από Khan, 27/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μόνιμος θαμώνας σε κάποιο στέκι, αυτός που δεν πάει σπίτι του παρά μόνο για να κοιμηθεί ή για να φάει τα γεμιστά της μανούλας του.

Επίσης ο επαγγελματίας στρατιωτικός, ο μόνιμος αξιωματικός.

  1. - Ρε συ κάθε φορά που πάω στην καφετέρια πετυχαίνω τον Σάκη. Μονιμάς έχει γίνει;
    - Ξέρω και γω; Τα ίδια με ρωτάει κι αυτός για σένα.

  2. - Τά 'μαθες; Ο Γιώργος αποφάσισε να γίνει μονιμάς στο πεζικό!
    - Έλα ρε μαλάκα, ο Γιώργος; Αυτός που ξέρω;
    - Ναι ρε πούστη μου, αυτός!... που μας έκανε σε όλο το σχολείο κατήχηση για την εναλλακτική θητεία...
    - Ρε τον παπάρα... Θέλημα πατρός τελικά ε;
    - Γάμησέ τα φίλε μου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όργανον της τάξεως ανήκον εις το Λιμενικόν Σώμα.

Καλείται με απαξία έτσι, διότι κουρνιάζει στον προλιμένα σαν τους γλάρους, δηλαδή είναι γιαλατζή ναυτικός αλλά και διότι δεν είναι βεριτάμπλ μπάτσος (βλοσυρός, απειλητικός κτλ), είναι άοπλος και έχει μικρή γκάμα αρμοδιοτήτων, όπως άλλωστε και οι παρκόμπατσοι (δημοτική αστυνομία).

Αυτά όμως, μέχρι πρόσφατα (90'ς), που ήταν ακόμη κλειστά τα σύνορα (δηλ. χωρίς εκτεταμένη λαθρομετανάστευση-διεθνές έγκλημα κτλ) και που περιορίζονταν συνήθως σε καθήκοντα τροχονόμου των πλοίων και επεδίδοντο μετά μανίας στο τάβλι και στο καμάκι.

Μάλιστα, οι αδερφές τους εσνόμπαραν προτιμώντας τους άνδρες του πολεμικού ναυτικού, (που έχουν παρόμοια στολή), θεωρώντας τους τελευταίους πιο αρρενωπούς.

Τα παλιά χρόνια (μέχρι το '70), το ελληνικόν κράτος διέθετε αξιωματικούς του Λιμενικού Σώματος, αλλ' όχι λιμενοφύλακες, δουλειά την οποίαν έκαναν αμισθί τα, υπηρετούντα την θητεία τους, ναυτάκια επί 36-38 μήνες (χώρια οι φυλακές)...

Σε πολλές ταινίες του ελληνικού σινεμά, φαίνονται ναυτάκια εν στολή, με κορδέλα «Λιμενικόν Σώμα» στην ασπιρίνη, που δένουν και λύνουν κάβους ή κατεβάζουν κλίμακες εμπορικών (δηλ. ιδιωτικών) πλοίων, φυλάνε περίπολα στα λιμάνια κτλ.

Εξ άλλου, τα μεγάλα μηχανικά ή κατασκευαστικά έργα μέχρι πρότινος, τα αναλάμβανε ο Στρατός, που είχε (και έχει) τζάμπα εργατικό δυναμικό.

Σήμερα, οι περισσότεροι γλαρόμπατσοι είναι μοριοδοτημένοι πρώην μπακακοί (βατράχια των Ο.Υ.Κ.), ζόρικοι, ένοπλοι, φοράνε κάτι ξεγυρισμένες παραλλαγές, αντιμετωπίζουν τρελό λαθρεμπόριο στην ανοικτή θάλασσα (αλιευτικές παραβιάσεις Τούρκων-Ιταλών, μετανάστες, trafficking ανθρωπίνων ιστών/παιδιών/πορνών/ναρκωτικών κτλ), συχνά συνοδευόμενο από πιστολίδι και κάνουνε και search and rescue επιχειρήσεις άμα λάχει.

Οπότε, δέον όπως επινοηθεί νέος χαρακτηρισμός.

- Τί έγινε, γιατί δε μας αφήνουνε να μπούμε στο καράβι;

- Τσακώνονται οι νταλικέρηδες για τη σειρά με κάτι γλαρόμπατσους...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνεκδοχικώς, ο διαιτητής αθλητικού αγώνα. Όταν αποσύρεται λέμε ότι κρεμάει την σφυρίχτρα, ενώ όταν δεν είναι δίκαιος / ικανός λέμε πάρτε του την σφυρίχτρα. Ένας διαιτητής που σφυρίζει πολύ εύκολα λέγεται σφυρίχτρα με πολλά στραγάλια, ενώ για έναν που δεν δίνει τίποτα και σφυρίζει λίγο μπορεί να ειπωθεί ότι του έκλεψαν το στραγάλι.

Σφυρίχτρες όλων των ήχων. (Εδώ).

Ψυχαναλύοντας την σφυρίχτρα. (εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που δεν ξέρει να κάνει τη δουλειά του και το παίζει ειδικός. Κάνει αλχημείες, μπαλώματα, πασαλείμματα, βλέπε και ξυλοσχίστης. Ρεμπέτικη έκφραση σύμφωνα με κάποιες πληροφορίες. Την έλεγαν για όποιον έκανε φάλτσα σε κάποιο μουσικό όργανο.

Μου το γάμησες το τραγούδι στα λάθη. Φύγε απο δω ρε καλαμπόρτσο, θα μου το κλείσεις το γκρουπ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified