Further tags

Η ευμεγέθης κουράδα.

Είχα να χέσω 4 μέρες, και σήμερα έβγαλα ένα γεννητούρι 2.700gr.

Δες και γεννητούρια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μέσον, ο γνωστός ή ο γνωστός του γνωστού που συνήθως κάνει τα πράγματα να κυλήσουν στην Ελλάδα για να γίνει η δουλειά σου ή για να ωφεληθείς σε μια κατάσταση.

-Άστα ρε φίλε, πήρα μετάθεση στον Έβρο. -Καλά, δεν έχεις κανένα δόντι να σε φέρει Αθήνα να είσαι μες στο σπίτι σου;

Αν του κάτσεις, μετά τον έχεις δόντι. Δώσε βάση στο νοήμα. (από Galadriel, 07/03/09)

Βλ. και άκρη, βύσμα, κονέ, χαυλιόδοντας. Σχετικά: ρουσφέτι, bluetooth

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός που αναφέρεται σε τηλεπερσόνες που κυνηγάνε όλες τις εκπομπές και τις ειδήσεις σε κάθε κανάλι ώστε να βγουν στον αέρα και να πουν την γνώμη τους για οποιοδήποτε θέμα.

— Άλλαξε κανάλι ρε συ. — Και να μην δούμε τη γνώμη του Κακαουνάκη και του Τράγκα για τον πόλεμο; — Την γνώμη των δυο υπερ-μαϊντανών θες να δεις και συ; Σοβαρές προσωπικότητες βρήκες και συ που θες να ακούσεις και τη γνώμη τους!!! Αυτοί θα έβγαιναν να σχολιάσουν μέχρι και τα ρούχα που φόραγε η Βανδή στη πρεμιέρα της!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται αλλιώς και «άκρη»: η γνωριμία με κάποιο υψηλό πρόσωπο όπου θα κάνει κάτι ευνοϊκό (ρουσφέτι) για εσένα.

- Είχε βύσμα στον στρατό αυτός και τον έκαναν μετάθεση στην Αθήνα.

Αρκάς, Δουλειά δεν είχε ο διάβολος (από patsis, 20/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην γλώσσα των αλογομούρηδων, το αουτσάιντερ άλογο, το αργό, με τις λιγότερες πιθανότητες να κερδίσει.

-Καλά πόνταρες το νούμερο 6;
-Ναι έχει καλή απόδοση.
-Επειδή είναι γαϊδούρι γι΄αυτό!

Βλ. και μουλάρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην γλωσσα των αλογομούρηδων, όπως και το γαϊδούρι, σημαίνει το αουτσάϊντερ άλογο, το αργό, με τις λιγότερες πιθανότητες να κερδίσει.

- Κοίτα τον κωλόφαρδο! Πόνταρε σε μουλάρι και κέρδισε!

έχω άσχημα γούστα εγώ αγόρι μου!!! (από Fotis Nitsiopoulos, 15/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μαλθακός άνθρωπος, αυτός που δεν τυγχάνει ιδιαίτερης εκτίμησης από τους άλλους.

Συνήθως εννοούμε και τον αγύμναστο, με πλαδαρό σώμα.

-Κοίτα ρε φίλε αυτή τη δίμετρη κοπέλα τι χαλβά συνοδό έχει! Πώς γίνεται αυτό; -Αν είχες και συ μια SLK cabrio θα έβλεπες πώς γίνονται αυτά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρουμάνικης προέλευσης. Αρχικώς ο χυλός από σιμιγδάλι ή άλλο (φθηνό) αλεύρι. Γνωστό και ως Κατσαμάκι στην Μακεδονία, την Θράκη αλλά και στην Βουλγαρία. Πιο τρέντυ ως Πολέντα.
Μεταφορικώς το χρήμα, το κέρδος.

- Να κάνουμε αυτή τη δουλειά;
- Ναι, αλλά έχει μαμαλίγκα η υπόθεση, ή τζάμπα μιλάμε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ψεύτικο πράμα. Άδικο. Αβαβά. Απάτη. Κοροϊδία. Αμαρτία να γίνει τέτοιο πράμα και απόδειξη ότι κοιμήθηκε ο Θεός.

Χρησιμοποιείται στο ποδόσφαιρο, κυρίως για να χαρακτηρίσει αποφάσεις του διαιτητή. Επίσης στα χαρτιά, όταν η έκβαση της παρτίδας φαίνεται να 'χει πάει κόντρα στους νόμους των πιθανοτήτων.

Το πετσί μας το φοράνε ή μας το περνάνε.

  1. - Καλά, με πέτσινο πέναλτι κερδίσατε πάλι ... Τον δικό σου, φου να τον κάνεις και πέφτει με τη μία ...
    - Ρε συ, είσαι σοβαρός; Δηλαδή, πρέπει να κάτσει να τον γαμήσουν για να πάρει πέναλτι ... πεναλτάρα ήτανε, μαρς ...

  2. Ρε απίστευτε, πότε θα μάθεις μπουρλότο; Είναι ποτέ δυνατόν να έχουμε εμείς τα πιο πολλά ατού και να μας βγάζουν την αγορά; Μας το φορέσανε πάλι το πετσί, συγχαρητήρια ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τσιγκούνης του κερατά, αρχισπάγκος.

- Ο Ιορδάνης έχει καβούρια στις τσέπες. Όλα τα μετράει. Να φανταστείς, φώναξε ηλεκτρολόγο να βγάλει τα λαμπάκια από τον ηλεκτρικό πίνακα, για να ελαττώσει την κατανάλωση.
- Καλά, τόσο αυγοζύγης είναι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified