Η αρχοντική υψηλού κοινωνικού επιπέδου λεσβία. Σύγκρινε με αρχοντομούνα, αρχοντόπουστα.

  1. Οι αρχοντολεσβίες ακούγαν ελληνικά της Πρωτοψάλτη. Εγώ δεν είχα ακούσε ποτέ ελληνικά μέχρι εκείνη τη στιγμή. (Άννη Σιμάτη, Οι νταλίκες και τα γυναικάκια τους. Θηλυκοί ανδρισμοί και πολιτικές της γυναικείας ομοερωτικής επιθυμίας, Futura, Αθήνα 2022, σ. 118).
  2. Ελληνίδα χοντρή με τατουάζ, βυζάρες, κωλάρα, κυτταρίτιδα με ξυρισμένο το μαλλί στο πλαι (το κάνουν έτσι οι αρχοντολεσβίες). (Από το Μπου).
  3. αρχοντολεσβια πρεπει να ειναι αυτη. ηταν και στο τραξιον του μεγκα ολο με μηχανες και αυτοκινητα ασχολιοταν. (Μπου).

Got a better definition? Add it!

Published

Μία από τις βασικές -ίλες, είναι η μυρωδιά που αναδίδει η γυναίκα, το αντίστοιχο του αντρίλα, μόνο- ελπίζουμε- πιο μυρωδικό. Βεβαίως, η γυναικίλα μπορεί να καλύπτει ένα μεγἀλο φάσμα οσμών από την μυρωδάτη τριανταφυλλίλα έως το καμένο ντουί, όταν υπάρχει θεματάκι με τα μουνικά, φτάνοντας μέχρι και τη μαμαδίλα μιας ώριμης γυναίκας που αποπνέει μιλφίλα, ή όλες αυτές τις μυρωδιές που αναδίδει η φύση μετά το πέρασμα μιας μουνοκαταιγίδας. Γενικά πάντως η γυναικίλα είναι το τζενέρικ, είναι συνήθως κάτι περισσότερο από μια οσμή, μάλλον περιγράφει κατάσταση, όπου υπάρχει υπερβολική δόση θηλυκότητας φορ μπέτερ ορ φορ γουόρς, ή που έχουμε έναν μουνόκαμπο από πάρα πολλές γυναίκες μαζεμένες.

Η λέξη παλιά, υπάρχει από τον 19ο αιώνα, καθώς την βρίσκω σε μια μετάφραση των Νεφελών Αριστοφάνους από τον Γεώργιο Σουρή (1900), και βεβαίως την βρίσκουμε στους δύο μεγάλους Νεοέλληνες πεζογράφους της -ίλας, ήτοι τον Νίκο Καζαντζάκη και τον Στρατή Τσίρκα, που προσπαθούν και οι δύο να αποδώσουν με λέξεις στα μυθιστορήματά τους ένα ολόκληρο οσφραντικό σύμπαν εμπνευσμένο αντιστοίχως από την Κρήτη και από τις πολιτείες της Εγγύς Ανατολής. Σε παλαιότερες εποχές, η γυναικίλα ήταν η μυρωδιά μιας παστρικιάς, με την ευρεία έννοια, δηλαδή μιας γυναίκας που πλενόταν και μοσχοσαπουνιζόταν, πιθανόν σε αντίστιξη με τον άντρα της που μύριζε βαρβατίλα και τραγίλα. Η γυναικίλα μπορεί να ήταν και ύποπτη: Ένας άντρας που μυρίζει γυναικίλα σημαίνει ότι θα ξενοπηδιότανε με κάποια παστρικοθοδώρα, και δυστυχώς δεν έχει την καθησυχαστική γνώριμη αρχιδίλα του, αλλά αφενός πλένεται ο ίδιος για να κάνει τον δανδή, και αφεδύο κουβαλάει πάνω του και τις μυρωδιές της γκόμενας.

  1. Μπήκαμε. Μύριζε η παράγκα μυρωδιές, πούδρες, σαπούνια, γυναικίλα.
    - Κι αυτά τα μασκαραλίκια τι είναι, δε μου λες; φώναξα βλέποντας αραδιασμένα απάνω σ' ένα κασόνι τσαντάκια, μοσκοσάπουνα, κάλτσες γυναικείες, ένα κόκκινο ομπρελίνο, δυο μποτιλάκια μυρωδιά.
    - Δώρα... μουρμούρισε ο Ζορμπάς με σκυμμένο το κεφάλι.
    - Δώρα;! Έκαμα προσπαθώντας να αγριέψω. Δώρα;
    - Δώρα, αφεντικό. Μη θυμώσεις. Για την καημένη την Μπουμπουλίνα. Λαμπρή ζυγώνει. Άνθρωπος είναι κι αυτή.
    Κατάφερα να κρατήσω τα γέλια. (Νίκος Καζαντζάκης, Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά, Αθήνα: Τυπ. Δημητράκου, 1946).
  2. Και δεν τον πρόδωσε, δεν τον φανέρωσε ποιος ήτανε σε κανένα, μήτε γνώρισε ποτέ άλλον άντρα, πιστή στ' όνομα που της δώσανε στη Νάξο, Αριάγνη, η πιο αγνή δηλαδή. Χρόνια τον κράτησε μακριά της. Στο ίδιο κρεβάτι, ναι- μα τίποτ' άλλο. Σπάραζε, παρακαλούσε, σήκωνε χέρι. Εκείνη: Αριάγνη. Έμπλεξε αυτός με άλλες, ξενοκοιμότανε, βρωμοκοπούσε γυναικίλα και μυρωδιές, ας τον χαίρονταν οι πατσαβούρες τέτοιον άντρα που δεν είχε αντρισμό. (Στρατής Τσίρκας, Αριάγνη, Αθήνα: εκδ. Κέδρος, 1962).
  3. Και σαν γλυκοκοιμότανε τη νύχτα στο κρεβάτι, μ' εμένα τον χωριάτη, εγώ τρυγιαίς εμύριζα, σύκα, μαλλί, τραγίλα, και τόση βαρβατίλα, κι εκείνη πάλι μύριζε κρόκους και μύρα τόσα, παιχνίδια και φιλήματα που δεν τα ΄λεγε η γλώσσα, και γυναικίλα κι έρωτα και γκάστρωμα και γέννα (Αριστοφάνους Νεφέλαι, σε μετάφραση Γεωργίου Σουρή, 1900)

Στη δική μας εποχή η γυναικίλα έχει εξελιχθεί:

Στάνταρ το διηύθυνε γυναίκα. Η γυναικίλα αιωρούνταν στην ατμόσφαιρα και ήταν πνιγηρή. Δεν ήταν μόνο τα διακριτικά rechaud με άρωμα βανίλιας και κανέλλας, οι απαράμιλλου γούστου καναπέδες με τα έθνικ μαξιλάρια - με τα καλύμματα κεντημένα στο χέρι σαφώς - ήταν... (Η μπλογοτέχνης Αγγελική Μαρίνου εδώ)

Άλλες σημασιολογικές αποχρώσεις: Η γυναικίλα μπορεί να είναι η γυναικεία ανθρωπίλα, η φυσική μυρωδιά, αν αφαιρέσεις όλες τις τεχνητές επιστρώσεις, που στην εποχή μας είναι πολυάριθμες. Η γυναικίλα μπορεί να σημαίνει έτσι μια νοσταλγική επιστροφή στη φυσική (μη)-καθαρότητα.

Το ανθρώπινο δέρμα δεν πρέπει να μυρίζει ανθισμένα ανοιξιάτικα άνθη αλλά "δερματίλα"!!! Σεξ με αντρίλα και γυναικίλα. Πλύσιμο μόνο με νερό. (Γλάιφο).

Μπορεί να είναι η θηλυκότητα.

Παντως για μενα, η γυναικιλα (ναι, η λεξη θηλυκοτητα δε μου αρεσει, ειμαι βλάχος, τι να κανουμε..) στη γυναικα δε χρειαζεται να ειναι μετρημενη. (Ινσόμνια).

Μπορεί να είναι η συσσώρευση γυναικείων ορμονών σε έναν μουνόκαμπο:

  1. Η εξαιρετική φωτογραφία είναι από δω. Μόνο που ο μουσάτος στο πίσω μέρος του κάδρου -είτε βρέθηκε εκεί από φωτογραφική άποψη είτε όχι- καταστρέφει στα μάτια μου την αρμονία της εικόνας, σπάζοντας την γυναικίλα με την αντρόφατσά του. (Ο μπλογοτέχνης Old Boy εδώ).
  2. Πολλές γυναίκες μαζί. Δυο, δυο. Τρεις, τρεις. Τέσσερις, πέντε... [...] Κουτσομπόλες όλες αντάμα, ραντεβού στην Βασ. Σοφίας. Δυο, τρεις τέσσερεις, φιλιούνται σταυρωτά, διαισθάνονται αμέσως αν η αύρα του φιλιού είναι θετική -και ναι της Τ είναι σταθερά αρνητική- χαριεντίζονται από κεκτημένη ταχύτητα, είναι σε φόρμα (Η Τ το ‘χει πάντα το προβληματάκι της, ποιος της φταίει που έχει να δει άντρα από τότε που βάφτισε τον γιό της;). Όλες μαζί. Κάτι σαν αδελφότητα ας πούμε. Αδελφότητα πολύπειρων, δυνατών, ευαίσθητων, χαρισματικών (middle aged) γυναικών. Αδελφότητα ανώριμων, ανασφαλών, εξαρτημένων, μαλακισμένων θηλυκών -αν και όχι τόσο, τώρα πια. Η ηλικία και τα «δώρα» της. Έχει και το middle age τα θετικά του… Δεν είναι πολύς καιρός που αυτή η «γυναικίλα» μου έφερνε ναυτία. Μου μύριζε γκρίνια, αγαμία, μπιρίμπα, μούχλα. (Εδώ).

Μπορεί να είναι αποδιοπομπαία οσμή.

Αν τεκνοποιήσεις με γυναίκα, μπορεί να κολλήσει το παιδί γυναικίλα και να βγεί με κέρατα και ουρά. (Μπουντουσουμού).

Τέλος μπορεί να σημάνει την γυναικεία ετεροκανονιστικότητα, ήτοι το γυναικείο αντίστοιχο της ματσίλας, που μπορεί να καταντήσει τουματσίλα και ως τέτοια να αποδοκιμαστεί από λοξούς, αχαρτογράφητους, χιπστέρια και άλλους περίεργους.

Άρα το pride είναι και για εμάς. Και πού ξέρεις μπορεί να ανακαλύψουμε και μια άλλη μας πλευρά που δεν τολμούσαμε. Σκατά στη γυναικίλα! (Ίντυ)

Γυναικίλα, απάντηση στο Μπραφ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νησί που είναι ό,τι πρέπει για ζευγάρια.

Τα ζευγαρονήσια συνήθως έχουν κάποιες μαγευτικές φυσικές καλλονές. Καλό είναι όμως να είναι ήρεμα και να μην έχουν υπερβολική νυχτερινή ζωή και ξεφάντωμα, ούτε και υπερβολικούς πειρασμούς και ο,τιδήποτε μπορεί να περισπάσει τη ζωή του ζευγαριού. Ωσεκτουτού, είναι άλλα νησιά από τα φοιτητονήσια, που είναι για ξεφάντωμα και ad hoc ζευγάρωμα, αλλά και άλλα από τα αριστερονήσια, αναρχονήσια, ερ-emo-νήσια, φρικαρίες που μπορεί να έχουν φυσικές καλλονές αλλά βγάζουν μια αλτερνατιβιά κι έναν κολλεκτιβισμό. Στο ζευγαρονήσι επικρατεί, αντιθέτως, η δικτατορία του έρωτα. Πρέπει να έχει φοβερά ηλιοβασιλιώματα, και τίποτα το υπερβολικό. Όχι υπερβολική φασαρία, όχι υπερβολικούς φοιτητάμπουρες, όχι γκρούβαλους, αλλά ούτε και υπερβολική εναλλακτικίλα τ. Ίφκινθος, καθότι το ζευγάρι πρέπει να έχει και όλα τα κονφόρ για να χαρεί τον έρωτά του, όχι σκουπίδια, όχι πλαστικά σε θάλασσες και ακτές. Και εφόσον μιλάμε βασικά για ένα ετεροκανονιστικό ζευγαρονήσι καλύτερα και να μην είναι αδερφονήσι ούτε καν τρεντονήσι. Επίσης, καλύτερα να μην έχει και υπερβολικά πολλά αρχαία ή άλλους πολιτισμικούς θησαυρούς το νησί, καθότι το ζευγάρι πρέπει να είναι σε μια φάση νάτσουραλ, ρουσσωϊκό γαμήσι κι επιστροφή στη φύση ένα πράμα, και να μην περισπάται από τον πολιτισμό.

Στις χερσονήσους της Χαλκιδικής τα πράγματα είναι σοφότατα μοιρασμένα, καθώς θέλει το λαϊκό ρητό. Στο πρώτο ποδάρι (αντίστοιχο φοιτητονησιού) πας για να βρεις γκόμενα, στο δεύτερο ποδάρι (αντίστοιχο ζευγαρονησιού) πας άμα έχεις, και στο τρίτο ποδάρι (αντίστοιχο μπακουρονησιού) πας άμα σε αφήσει. Στα νησιά οι ρόλοι δεν είναι τόσο αυστηρώς κατανεμημένοι. Ως ύψιστο ζευγαρονήσι θεωρείται πάντως η Μήλος, μάλλον λόγω της φυσικής ομορφιάς της. Τώρα με τη Μήλο έχει γίνει ένα άλλο πράμα, ότι επειδή έχει κατοχυρωθεί ως το σούπερ ντούπερ ουάου ζευγαρονήσι, έχει αρχίσει να θεωρείται και γρουσουζιά να πηγαίνεις με τόσα άλλα ζευγάρια μαζί, και ότι τελικά υπάρχει και μια κατάρα κι έχει καταστεί χωρισονήσι. Αλλά μπορεί να τα λένε και οι εχθροί της αυτά. Ζευγαρονήσια είναι και οι (Ξε)Σποράδες και μάλιστα λιγότερο η Σκιάθος που θεωρείται αντικειμενικώς η πιο ενδιαφέρουσα και σόσιαλ, και περισσότερο η Σκόπελος και η Αλλόνησος ως μεγαλύτερες ψαγμενιές. Επίσης οι ψαγμένοι Παξοί στο Ιόνιο. Και κάποια χιπστερονήσια νέας κοπής στο Αιγαίο, όπως η Φολέγανδρος και η Αμοργός. Τέσπα, μόδες και γούστα είναι αυτά και αλλάζουν. Γιου γκετ δε αηντία, πάμε στα παραδείγματα.

  1. Διάσημη για τις αμμουδιές της η Μήλος είναι το κατεξοχήν ζευγαρονήσι του Αιγαίου που ξέρουμε και αγαπάμε. (Εδώ).
  2. Πού θα φάτε καλύτερα, πού βρίσκονται οι τέλειες παραλίες και ποιο είναι το απόλυτο «ζευγαρονήσι». (Απάντηση: Η Φολέγανδρος εδώ).
  3. Πάλι μας λένε ζευγαρονήσι... (Miloslife.gr).
  4. Αν σας αγχώνουν οι διακοπές μαζί (μόνο οι δυο σας) προτιμήστε εξωτερικό. Αν δεν το καταφέρετε, επιλέξετε τουλάχιστον ένα «ζευγαρονήσι», όπως η Μήλος, η Σίφνος, ενδεχομένως τα Κουφονήσια, ή ακόμα και μία εκδρομή σε διάφορα μέρη η νησιά, που θα γεμίσουν το χρόνο σας ευχάριστα και δραστήρια. (Από το Σχέσεις).
  5. Σαντορίνη: Νιόπαντρος που ανταλλάζει ανά λεπτό με τη σύζυγο πιο πολλά «αγάπη μου» απ’ ό,τι ο Γιάννης με τη Δήμητρα, στο επεισόδιο που έρχεται σπίτι του Γιάννη η θεία Βιργινία./ Ζευγάρια που επέλεξαν το συγκεκριμένο προορισμό για να επιβεβαιώσουν το κλισέ «ζευγαρονήσι», αλλά στον υπόλοιπο κόσμο λένε ότι πήγαν για οινογνωσία και γευσιγνωσία φάβας. (Τι τύπος είσαι με βάση το νησί που θα πας διακοπές).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ευνοϊκός διαιτητής. (Δες).

Άντε να κληρωθούν καλοσφυρίχτρες, γιατί θα τους χρειαστούμε.

Got a better definition? Add it!

Published

Το γλυκοκοίταγμα που δείχνει ότι το υποκείμενο βρίσκεται σε έγκαυλο διάθεση και προτρέπει για πέρασμα σε περαιτέρω, ή οι ματιές που ανταλλάσσονται κατά τη διάρκεια του σεξ. Τη λέξη τη βρίσκω εδώ που τα λέμε μόνο σε μπουρδελοσάη και σημαίνει κυρίως ένα πράγμα: Το βλέμμα που ρίχνει μια πιπατζού κατά τη διάρκεια της πεολειχίας. Those eyes!, που λένε και οι αγγλικάνοι.

  1. Στο κρεβατι το μονο που βρηκα ελλειματικο ηταν η σχετικη αφωνια στο σεξ αλλα με ωραιους φυσικους μορφασμους και καυλοκοιταγματα.
  2. Καυλοκοιτάγματα στα μάτια ενώ σε μια προσπάθεια της να τον καταπιεί όλο, κατάπια εγώ την τσίχλα που μάσαγα.
  3. Καπότα και μετα τρελλη πίπα με καυλοκοιταγμα στα ματια !!!! μιλαμε φοβερη πιπα!!!!!με παθος!!!και στοργη!! (Όλα από μπουρδελοσάιτ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καλιαρντή λέξη, δηλώνει το τεκνό που είναι της απολύτου εμπιστοσύνης αυτού που το έχει για τεκνό. Προφανώς από τον μυθολογικό σκύλο Κέρβερο, που φύλαγε τις πύλες του Άδη.

Σκέφτομαι να στήσω χρυσελεφάντινο ανδριάντα στο με σικ γιάνκη. Είχε όλες τις προϋποθέσεις να μου ήταν συμπαθής. Έσιαξε το μπερντέ του εις την αλλοδαπή και διακατέχεται από μια προτεσταντική ηθική, σε αντίθεση με τους βλαχοκαρνιώτες μικρομέγαλους ιθαγενείς μετόχους και τις δημοσιογραφικές βουβουζέλες τους που μου προκαλούν μια α πριόρι αποστροφή. Από εκεί και πέρα όμως ...Δεν γνωρίζω αν μπενάβει την τσεκουράτη γλώσσα της αλήθειας του Νότη, τη γλώσσα των ψεμμάτων των αλητών-κλεφτών-πολιτικών, τη λογοτιμήτικη των Μελ Μελ & Μελ ή την απροσδιόριστη του πρίκηψ; Δεν ξέρω γιατί μας τίμησε με τη παρουσία του, όσες φορές ήταν εντός ελληνικού πλάνου. 'Ηρθε να προσκυνήσει το δέλτα της Κυριάκου; Να προμηθευτεί με Καλαματιανά σοκολοτάκια ή να βρει κάνα τιβουπί θήλυ να κρεμαστεί; Τον μόνο που μπάνισα ουκ ολίγες φορές ήταν το κερβερότεκνό του, ένα αγνώστου ταυτότητας αντικείμενο, ο οποίος είχε πιάσει στασίδι εντός του κοινοβουλίου και προσέθετε την τελευταία πινελιά γραφικότητας . Κοινώς είχε κουλάρει την παρουσία μας σε τέτοιο βαθμό, που είχαμε καταντήσει πλατινένιοι χορηγοί του αχόρταγου. (Πολιτικό καλιάρντεμα αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κοπέλα με την οποία αξίζει να κονεδιαστεί κανείς. Διαφέρει από την κονεδιάρα, η οποία είναι η κοπέλα με τα πολλά κονέ.

- Γνώρισα και την Ερασμία σ' εκείνο το παρτάκι.
- Και πώς σου φάνηκε;
- Είναι κονεδογκόμενα, δεν το συζητώ!

Δες και -γκόμενα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified