Η λέξη «αριθμός», όπως προφέρεται από ανθρώπους άνω των 60 ετών.

Υπάλληλος ΙΚΑ: - Σας ξαναλέω κυρία μου... πρέπει να επιστρέψετε το 20% του επιδόματος, άρα 52,77 ευρώ. Understando;;;

Γρια: - Πέμου το πάλι μάτια μου, δεν ήμανε καλή στην αρθιμιτική...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το καυλί είναι το πραγματικό. Επίσης, υπάρχει και το ερώτημα «καύλα ή κάβλα». Και τα δύο υπάρχουν, αλλά εννοούν άλλο πράγμα. «Καύλα» λέμε όταν κάποιος έχει την ανάγκη για σεξ. Αν και χρησιμοποιείται και για όταν έχουμε άλλες ανάγκες (π.χ. «τώρα σου 'ρθε η καύλα για βόλτα;»). «Κάβλα» είναι η πλήρης στύση στο πέος του άντρα. Για το τέλος υπάρχει και το «καυλωμένος ή καβλωμένος». Η απάντηση είναι ξεκάθαρη σύμφωνα με όσα είπα πριν.

- Κοίτα το καυλί μου πώς κάβλωσε. Γλείψ' το.
- Πω ρε... τώρα σου 'ρθε η καύλα για παιχνίδια;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το επιτραπέζιο φωτιστικό σώμα, για τη μερίδα εκείνη των ανθρώπων που αδυνατούν να αποδεχθούν ότι στην ελληνική υπάρχουν ουσιαστικά που λήγουν σε σύμφωνο, εξ ου και η βολική κατάληξη (κατα το δοκούν). Στην ίδια κατηγορία ανήκουν επίσης τα φερμουάρ-ι, καλσόν-ι, ενώ υπάρχουν και τα λήγοντα σε -ο, όπως π.χ. το τάπερ-ο. [πληθυντικός τα φερμουάρ-ια, τα τάπερ-α κλπ]

  1. Πάλι βρε δε μου' φερες τα τάπερα; Και πού θα σου βάλω τώρα τα γεμιστά;

  2. Σβήστο βρε κούλα, το ρημάδι το λαμπατέρι να κοιμηθούμε καμιά ώρα!

βλ. και λαπιτόπι, σούτι, φωτοσούτι, μπήτι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά το «κενωνία», η λέξη υπερεσία, προφέρεται ελαφρώς αλλοιωμένη (με ε αντί για η) και έχει απαξιωτικό χαρακτήρα.

Αφορά σε κάποια δημόσια υπηρεσία και λέγεται συνήθως είτε από ταλαίπωρους πολίτες που τρέχουν και δε φτάνουν για τις υποθέσεις τους από τη μία στην άλλη, είτε από παλαιούς δημόσιους υπαλλήλους, οι οποίοι μετά από τόσα που έχουν δει τα μάτια τους όλα αυτά τα χρόνια που υπηρετούν, έχουν φτάσει πια στα όριά τους.

  1. - Πού έχεις χαθεί εσύ ρε τόσες μέρες;
    - Άσε, έχω μπλέξει με τις υπερεσίες... πολύ πακέτο σου λέω...

  2. - Την κάνω ρε φίλε, πήγε δωδεκάμισι. Τα λέμε αύριο;
    - Μπα, βαριέμαι Παρασκευιάτικα να έρθω υπερεσία, θα χτυπήσω καμιά αναρρωτική...
    - ΟΚ, καλό τριήμερο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποκοριστικό: φοντανάκι, φουντανάκι

Μικρό γλύκισμα (σοκολατάκι, ζελεδάκι κλπ.) που χρησιμοποιείται για κέρασμα. Η λέξη προέρχεται από το Γαλλικό fondant που αναφέρεται σε μία βάση ζαχαροπλαστικής (ζάχαρη, νερό κλπ.) που χρησιμοποιείται συνήθως για την κάλυψη ή διακόσμηση κέικ (σε αυστηρά ζαχαροπλαστικούς όρους τα fondant για κάλυψη και διακόσμηση είναι διαφορετικά).

Τα φοντάν αποτέλεσαν μία από τις πιο γλυκιές αμαρτίες των παιδιών μεσοαστικών οικογενειών των δεκαετιών του 60 και 70. Η νοικοκυρά που σεβόταν τον εαυτό της έπρεπε να είχε υποχρεωτικά στο σπίτι ανά πάσα στιγμή μια φοντανιέρα με φοντάν. Ήταν ζήτημα τιμής να υπάρχει ένα μικρό γλύκισμα για να κεραστεί ο απρόσμενος επισκέπτης. Ήταν θέμα τιμής για την μεσοαστική νοικοκυρά να έχει φοντάν (Ευρωπαϊκού τύπου γλύκισμα), καθώς τα άλλα εναλλακτικά κεράσματα της στιγμής ήταν τα γλυκά του κουταλιού και το υποβρύχιο, τα οποία ήταν δηλωτικά φτώχειας (μιλάμε για το 60 και το 70, μην κοιτάτε που σήμερα το γλυκό του κουταλιού και το υποβρύχιο είναι λάιφ στάιλ). Συνήθως η φοντανιέρα με τα φοντάν ήταν κρυμμένη σε μυστική τοποθεσία για να αποφευχθεί η κατανάλωση των φοντάν (και άρα το ντρόπιασμα της νοικοκυράς) από τα παιδιά του σπιτιού. Έλα όμως που κάθε παιδί που σεβόταν τον εαυτό του έπρεπε να ανακαλύψει την μυστική τοποθεσία και να καταναλώσει ΟΛΑ τα φοντάν!

Ένα άλλο τραγελαφικό που μπορούσε να συμβεί όμως, γινόταν όταν αφενός τα παιδιά του σπιτιού δεν κατάφερναν να ανακαλύψουν την φοντανιέρα και αφετέρου τύχαινε να μην υπάρχει επισκέπτης για μεγάλο χρονικό διάστημα. Αν υπήρχε λοιπόν μια ξαφνική επίσκεψη, γινόταν αντιληπτό ότι τα ξεχασμένα φοντάν έχουν αλλοιωθεί και είτε είναι πέραν κάθε σκέψης το κέρασμά τους στον επισκέπτη, είτε το κέρασμα ακολουθούσε (μετά από λίγη ώρα) μακροχρόνια επίσκεψη στην τουαλέτα προς αποβολή του στομαχικού ή εντερικού περιεχομένου (σοκολατάκια ξεχασμένα για τρεις μήνες σε συνθήκες ελληνικού καλοκαιριού αποτελούν το καλύτερο υπόστρωμα ανάπτυξης σαλμονέλας και άλλων βακτηριδίων).

Το φουντάν είναι ουσιαστικά η «βλάχικη» προφορά του φοντάν και έχει γίνει θρυλικό από την αναφορά του από τον Ζήκο (Χατζηχρήστο) στην ταινία «Της κακομοίρας».

- Τι θα σας κεράσουμε;
- Ένα φοντάν θα το έπαιρνα ευχαρίστως!

Ζήκος: Της Κακομοίρας. "Φουντάν" (από lifeingr, 23/07/10)(από Vrastaman, 26/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified