Στην ποδοσφαιροσλάνγκ είναι το παιχνίδι που έχει μέχρι δύο γκολ. Εκ του αγγλικού under = κάτω.
Φίλε αντεράκι το ματς, είναι βέβαιο. (Εδώ).
Στην ποδοσφαιροσλάνγκ είναι το παιχνίδι που έχει μέχρι δύο γκολ. Εκ του αγγλικού under = κάτω.
Φίλε αντεράκι το ματς, είναι βέβαιο. (Εδώ).
Got a better definition? Add it!
Αφιερώνεται στην εξοχωτάτη Σούλτω, μυουμένη τε υποτακτικώς και μυούσα θεϊκώς στο μπιντιεσεμικό ιδίωμα.
Ως ανήκον στο μπιντιεσεμικό ιδίωμα προέρχεται από το αγγλικό brat, που σημαίνει αλητάκι, αλητάμπουρας. (Αρχικά σήμαινε το παιδί ενός ζητιάνου, προερχόμενο από λέξη για το κουρελιασμένο ρούχο, ίσως κελτικής προέλευσης, δες). Το brat εντάσσεται έτσι στο ελληνικό κλιτικό σύστημα. Ως μπρατίδι δηλώνει με χροιά περιφρόνησης τον αλητάκο κατά τα γαμίδι, αρχίδι, ναζίδι, υπουργίδι. Ως μπρατίδιο έχει και μια δόση ερωτικού πόθου κατά τα νυμφίδιο, πορνίδιο, μιλφίδιο. Εννοείται ότι τα φύλα μπορεί να είναι ο,τιδήποτε. Μπρατίδι(ο) μπορεί να είναι γυναίκα προς άντρα, ή άντρας υποτακτικός προς θεά δομινάτριχη, ή και πιο ΛΟΑΤ καταστάσεις. Επίσης μπορεί είτε να αναφέρεται σε μία BDSM σέσιον με τη στενή έννοια, είτε σε μία γενικότερη δομή σχέσης, μεταφορικώς ακόμη και εκτός BDSM συναφείας με τη στενή έννοια, καθώς κάθε σχέση θα έχει κάαααποια σαδομαζοχιστικά χαρακτηριστικά. Για καθαρά περιγραφικούς και όχι κανονιστικούς λόγους να αναφέρω πάντως ότι τα περισσότερα παραδείγματα που διαπίστωσα σε bdsm φοράδες είναι άντρας ντόμης με καυλάκι μπρατίδιο κορτσούδι σέξι αλλά σπασαρχίδω.
Μπρατ, λοιπόν, στο αγγλικάνικο μπιντιεσεμικό πρωτότυπο, και μπρατίδι ή μπρατίδιο στα ελληνικά, είναι ένας υποτακτικός, ένας μπότομ, ο οποίος δεν κάθεται σαν καλό παιδί- σουμπίτσα να υποστεί έτσι αδιαμαρτύρητα το σαδομαζοχιστικό παίγνιο που του "επιβάλλεται" από τον τοπ κυρίαρχό του, αλλά αντιθέτως "αγωνίζεται" ενάντια στην εξουσία του και τον προκαλεί. Το μπρατίδι μπορεί να τεστάρει τον κυρίαρχό του. Μπορεί απλώς να γουστάρει να δαμαστεί κάνοντας μόνο στην αρχή το αγρίμι. Ή μπορεί και η μπλόφα του μπρατιδίου να τραβήξει πολύ και να τα σπάσει στον κυρίαρχο. Γενικά το μπρατίδι είναι σε μια φάση πετραδάκια μου πετάς, παιχνιδάκια μου ζητάς, είναι περίεργο να τεστάρει όρια, δεν πάει by the book, αλλά παίζει το σαδομαζοχιστικό παιχνίδι μέσω μπιχεβιοριστικής δοκιμής και πλάνης (trial and error που λένε και στο χωριό μου).
Αρέσει αυτό στον κυρίαρχο; Κατ' αρχήν, ένα μπρατίδιο μπορεί να είναι πιο θελκτικό από μια παθητική σουμπίτσα, που αναλαμβάνει μοιρολατρικά το ρόλο της καθισταμένη ελαφρώς βαρετή (έως και βανίλια). Το μπρατίδι διεγείρει την καύλα εξουσίας του κυρίαρχου, που εντέλει είναι και η κυρίως καύλα σ' αυτόν τον μάταιο κόσμο, καθώς ο κυρίαρχος θα προσπαθήσει να δαμάσει κάποιον αρχικά αδάμαστο, ένα περήφανο άτι κατά μια άλλη μπιντιεσεμική έκφραση, Αλέξανδρος- Βουκεφάλας (ή βουκεφάλας) κιέτσ'.
Απ' την άλλη, προσοχή στο διάκενο ανάμεσα στην playfulness ή cheekiness, που είναι απολύτως θελκτικά, και την καθαυτό bratiness που είναι αρκετά κλικ πιο πέρα προς την κατεύθυνση της spasarchidishness.
Πάντως και ο φιλόσοφος που διατύπωσε κατ' εξοχήν τη διαλεκτική κυρίου και δούλου υποστήριξε ότι η εξουσία του Πνεύματος αξίζει μόνο αν γίνει μέσα από μια νίκη ως άρση της άρσης επί μιας αντίθεσης, ο,τιδήποτε άλλο είναι και φιλοσοφικώς- πνευματικώς και σεχουαλικώς βανίλια. Τα τσαλιμάκια του μπρατιδίου μπορούν να είναι επομένως το αλατοπίπερο μιας BDSM σέσιον ή σχέσης. Επειδή, όμως, δεν είναι πάντα προβλεπέ η έκβαση, μπορεί τελικά να σπαστεί άσχημα ο κάπα (κυρίαρχος) και να ξεκαυλώσει.
Αυτό βεβαίως μπορεί απλώς να σημαίνει ότι δεν είναι καλός κυρίαρχος. Ή ότι το μπρατίδι έχει κακοπέσει σε έναν κυρίαρχο, που δεν είναι ο σωστός κυρίαρχος, ο κυρίαρχος που πρώτα απ' όλους το μπρατίδι χρειάζεται για να ισιώσει. Γιατί εντέλει ο κυρίαρχος την έχει μεγάλη. Την ευθύνη. Το μπρατίδι απλώς συμπεριφέρεται με τον κακομαθημένο τρόπο που ξέρει να συμπεριφέρεται. Ο κυρίαρχος είναι αυτός που καλείται να βρει τα κουμπιά του και να το δαμάσει, πρώτα απ' όλα του ίδιου του μπρατιδίου.
Δίνω εδώ τον λόγο στους ειδικούς για τον πολυπλευρέστερο ορισμό του μπρατιδίου:
Για μένα είναι το κακομαθημένο ανώριμο πλάσμα που για τους λόγους του θέλησε -καύλα του και μαγκιά του- να δοκιμάσει η να συνεχίσει να ζει το BDSM. Κουραστικό, ανυπόφορα δύστροπο και τελικά για κλωτσιές -ή καλύτερα για αδιαφορία και περιφρόνηση- και στο σπιτάκι του σαν άτομο, τα ίδια και σαν BDSMερ. Απλά κουβαλάει την ραδιενέργεια του και στην ασυμμετρία του και καταλήγει με μαθηματική ακρίβεια στην αποτυχία. Δεν ξέρω αν ένα τέτοιο κουκλάκι αρέσει σε κάποιους -ή ένα ατομάκι που να υποδύεται το ρόλο-, εγώ όποτε το πέτυχα στο διαβά μου, έφυγα σύντομα τρέχοντας αφού κάποιες φορές πέρασα και από το φαρμακείο για ηρεμιστικά. [...] Όχι ειναι πολύ έξω από παιχνίδι. Αφορά πολύ και τον βανίλια κόσμο, πάρα πολύ. Πολύ κουραστικό πλάσμα το Brat. Συνήθως οι πολύ όμορφες ή πολύ έξυπνες είναι έτσι, ή αυτές που παίζουν τους βανίλλα στα δάκτυλα. Είναι πρόκληση για οποιονδήποτε Κυρίαρχο που του αρέσουν γενικώς τα ρίσκα. Αν ο διάλογος δεν λειτουργεί, θα χρειαστεί να κάνει την καρδιά του πέτρα αρκετές φορές και να αφαιρέσει αυτονόητες ελευθερίες. Για να υποχρεωθεί στο λογικό το μπρατίδι, θα πρέπει να εξαναγκαστεί στο παράλογο. Μετά θα λειτουργήσει ο φόβος και κάπου κάπου το καλοπιάσιμο. Πλεονέκτημα αν το έχεις σπίτι σου, όπου μπορείς να το ελέγχεις πολύ καλύτερα. Τωρα γιατί να μπλέξει ο Κυρίαρχος με ένα τέτοιο άτομο; Ας απαντήσει ο καθένας Κυριαρχος για τον εαυτό του. Πρόκληση το μπρατίδι. Και πιο δυναμικό από τον συνεσταλμένο υ, κατά την γνώμη μου. [...] Για μένα πρόκληση είναι κάτι που με βελτιώνει, που μου επιστρέφει κάτι. Να ισιώσω ένα μαλακιστήρι αφού έχω αφήσει τα νεύρα και την ψυχική μου υγεία στο πορτ μπαγκάζ, δεν με ενδιαφέρει καθόλου. Προτιμώ να σαπίσω να τον παίζω και σαν πρόκληση μαθαίνω τα σουμεριακά με μέθοδο linguaphone που αγόρασα από site στη Μαδαγασκάρη.
Μερικές ακόμη διαστάσεις:
Αυτό σημαίνει ότι, πάλι δαρβινικά ομιλώντας, τα μπρατίδια είναι οι ανθεκτικές σουμπίτσες. Για να συνεχίζεις να είσαι μπρατίδι από κάποιο σημείο και πέρα σημαίνει ότι αντέχεις να είσαι μπρατίδι.
Got a better definition? Add it!
Μικρή ποσότητα ή δόση πρέζας ή κόκας, αρκετή για να σε σιάξει. Εναλλακτικά ψάκι, ποδανιστί, ξαφίκι.
Εκ του αγγλικανικού fix.
- Σε διαθεσιμότητα για δύο φιξάκια ο Αστυφύλακας ... της Αμέσου Δράσεως, να κατέχει μικροποσότητα ναρκωτικών ουσιών
(εδώ)
- Ναι, η ζωή χρειάζεται αναισθητικά... Ας αποποινικοποιήσουμε και τα φιξάκια της ηρωίνης και τις μυτιές της κοκαΐνης... Τουλάχιστον αυτά δεν είναι επικίνδυνα για την υγεία όσων δε τα χρησιμοποιούν...
(εκεί)
- Από χθες ψάχνονται οι σωφρονιστικοί υπάλληλοι πως βρέθηκε ένα φιξάκι ηρωίνης πεταμένο στη μέση του διαδρόμου του σωφρονιστικού καταστήματος ...
(παραπέρα)
Got a better definition? Add it!
Λέξη επιστημονικής φαντασίας που εκφράζει κάτι ιδεατό. Αποδίδεται σε σημείο στο στοίχημα που υποτίθεται ότι είναι άχαστο και χωρίζει το σύνολο της ανθρωπότητας σε δύο εντελώς άνισα μέρη: Στους μαλάκες που δεν θα εκμεταλλευτούν την ευκαιρία για εύκολο κέρδος και στους αίλουρους που θα πλουτίσουν. Στην ουσία αποτελεί λέξη-ιδέα για κάτι που ίσως υπάρξει. Γνωρίζουμε τις ιδιότητές του, γνωρίζουμε το «σχήμα» του, γνωρίζουμε και τη χρησιμότητά του, αλλά απλά δεν υφίσταται. Ακριβώς όπως και το φωτόσπαθο, η μηχανή του χρόνου, τα ιπτάμενα αυτοκίνητα και τα γένια του φίλου μου του Χρήστου που γνωρίζουμε πώς θα είναι όταν δημιουργηθούν.
Λέξη-κράχτης γνωστών «παραγωγών» του ραδιοφώνου, το καλύτερο δόλωμα για τη μαρίδα του στοιχήματος, ο χειρότερος διώχτης για τους «γκουρού» και γενικά μία φράση που πολύ χρησιμοποιείται από τους κύκλους του αθλητικού τζόγου.
(Από γνωστή εκπομπή «μεγαλοπαραγωγού» ραδιοφώνου της Σαλονίκης)
- Έλα Παρ, λέω να παίξω στο στανταράκι το 238 τετραψήφιο ποσό. Ο μεγάλος άσος της Ίντερ έρχεται και πληρώνει. Καταλαβαίνω ότι όποιος δεν έχει φράγκα χάνει μεγάλη ευκαιρία αλλά, έτσι είναι η ζωή... άδικη.
- Δικέ μου λυπάμαι που είναι μέση του μήνα και είμαι στεγνός. Τα φράγκα θα πέσουν όπως και ο Καραγκούνης!
(Θα έγραφα για τον Άρη στον τελικό κυπέλλου που πάνω κάτω είπε τα ίδια αλλά 1ον: Με αυτό το παράδειγμα φαίνεται καλύτερα η ειρωνία, και 2ον: Πονάει ακόμα ρε γαμώτο...)
Συνώνυμο: σιγουράκι.
Got a better definition? Add it!
Κατηγορία ομοιόμορφων trendy νέων ηλικίας 13-18, συνήθως από Β. Π., που λιώνουν στα Starbucks της γειτονιάς τους με τις ώρες (συν. έχουν μαλλί κουνουπίδι).
Αυτά τα starbuckάκια είναι τόσο ίδια μεταξύ τους, που δεν ξεχωρίζεις το ένα από τ' άλλο.
Got a better definition? Add it!