Ο παλαιάς εποχής, παλαιού τύπου, συνήθως σε απομίμηση.

Επίσης ο παλιομοδίτικος, ο πασέ.

Λέγεται για τρόπους, εμφάνιση, εκφράσεις, αντικείμενα, κλπ.

Από το «παλαιικός», υποθέτω.

Τίτλοι άρθρων από το νέτι:

Δωρεάν ετικέτες σε παλιακό στυλ

Με το παλιακό ύφασμα της θείας μου

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αντιαισθητικός νεολογισμός για κάτι που κοστίζει, αντί να πει κανείς «δαπανηρός». Αν και μιμείται λέξεις όπως αιμοβόρος, σαρκοβόρος, αν το καλοσκεφτεί κανείς σημαίνει το ακριβώς αντίθετο από αυτό που εννοείται, γιατί κάτι που είναι κοστοβόρο τρώει το κόστος, και άρα το μειώνει!

Ο ΟΟΣΑ κρίνει ιδιαίτερα κοστοβόρο για την Ελλάδα το πρόγραμμα PSI.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πανηγυριώτικα ή πανηγυρτζίδικα αποκαλούνται απ' «αυτούς που ξέρουν» εκείνα τα λαϊκά άσματα που αποτελούν μίγμα δημοτικού (καγκέλλι κατά προτίμηση), γύφτικου και καθαρού σκυλάδικου.

Οι στίχοι είναι συχνά χειρότεροι και από το σοζέμι, καθώς αποτελούν αληθινά συναξάρια του βίου φορτηγατζήδων, νταβατζήδων, ταξιτζήδων, σουβλατζήδων, σαματατζήδων, αεριτζήδων, μπανιστηρτζήδων κ.ο.κ. Τυπικοί εκπρόσωποι μπορούν να θεωρηθούν καλλιτέχνες όπως οι: Γιωργάκης Τρομάρας, Γιαννάκης Καψάλης, Σοφούλα Βόττα, Τασούλα Βέρρα κ. (άπειροι) ά.

Πήραν την ονομασία τους από το ότι ακούγονται κατά κόρον στα πανηγύρια, όπου αντικατέστησαν τα παραδοσιακά δημοτικά. Ακούγονται επίσης σε σκυλοκαταγώγια της Ομόνοιας, του Μεταξουργείου κ.τ.λ.

Κύρια όργανα: α) σόλο κλαρίνο, β) συνθεζάιζερ κινέζικο για γέμισμα, γ) ηλεκτρική κιθάρα για ρυθμό, αλλά με άθλιο ενισχυτή και άσχετες ρυθμίσεις, δ) ντραμ(ι)ς για φραμπαλά και κέφι, που το χτυπάνε σα γκαζοτενεκέ με κατσαρόλες μαζί.

Κλασικές εταιρείες που εξέδιδαν τέτοια τεχνουργήματα ήταν: ΣΥΜΠΑΝ SOUND, PANIVAR κ.ά.

— Θα 'ρθεις σπίτι τ' απόγε(υ)μα;
— Θα 'ναι κι ο πατέρας σου;
— Ναι, αλλά δεν έχει πρόβλημα.
— Έχω εγώ, όμως! Ακούει όλη μέρα εκείνα τα πανηγυριώτικα και φεύγω με το κεφάλι καζάνι!

Βλέπε και ντηλέυ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα ακαταλαβίστικα, τα «κινέζικα». Μπορεί να χρησιμoποιηθεί είτε για προφορικό είτε για γραπτό λόγο. Επίσης το λέμε όταν δεν εμφανίζονται σωστά τα ελληνικά σε κάποιο κείμενο στον υπολογιστή.

  1. - Ρε Βασίλη έβλεπες τη νύχτα κανένα όνειρο; Θυμάμαι σε μια φάση που σηκώθηκες από το κρεβάτι και έλεγες κάτι αλαμπουρνέζικα.

  2. - Μπήκες στο site που σου έδωσα χθες;
    - Ναι, αλλά δεν μπόρεσα να διαβάσω τι έλεγε η σελίδα. Αντί για ελληνικά, μου έβγαζε αλαμπουρνέζικα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο ποταπός, ο άθλιος, ο ελεεινός.

  2. Κακό πνεύμα. Δαίμονας. Aναφέρεται πολύ στην Κόλαση του Δάντη να καταδιώκουν τον Δάντη και τον Βιργίλιο.

  1. - 'Oλο οι ίδιοι κι οι ίδιοι κυβερνούν τον τόπο πώς να σταματήσει η κατρακύλα με τέτοιους αχρείους στο τιμόνι;

  2. « Aυτοί οι δαίμονες έχουν γελοιοποιηθεί και έχουν υποστεί προσβολή και τον τραυματισμό [...] τώρα οργή ​​προστίθεται στο φυσικό τους σπλήνα και θα κυνηγήσουν τον Βιργίλιο και τον Δάντη κάτω, όπως τα λαγωνικά τον λαγό. »

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified