1. Στην θάλασσα καθώς παίζουμε και γελάμε... πιάνουμε κάποιον φίλο μας από το κεφάλι και τον βουτάμε μέσα, καθώς αυτός βουλιάζει έχουμε την ευκαιρία να πατήσουμε και με τα πόδια μας πάνω του ώστε να τον κρατήσουμε πιο πολύ ώρα μέσα στο νερό μπας και πιει λίγο και κλάσουμε στα γέλια.

  2. Τζούρα από μπάφο, όταν αυτός είναι στα τελευταία του.

  1. - Θα κάτσεις να σου κάνω μια πατητή; Δεν είμαι βαρύς..
    - Για μαλάκα ψάχνεις;

  2. Δεν μου σκας καμιά πατητή από αυτόν τον μπάφο; Δεν την έχω ακούσει ρε φίλε.

Στο 8:01. (από vikar, 10/06/11)

βλ. και πατητή μάρκα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αν και το λήμμα παραπέμπει στο γνωστότατο χορό ή στο επίσης γνωστό μαντήλι, εδώ αναφέρεται στο πολύ καλής ποιότητος ελαφρό ναρκωτικό, παράγωγο της ινδικής κάνναβης, που φύεται στην Μεσσηνιακή πρωτεύουσα Καλαμάτα και πέριξ αυτής.

Όπως αναφέρει ο φίλος Azargled στο λήμμα κρητικό (βλ. και παρακάτω), το βασικό ουσιαστικό που είναι το «χασίσι» παραλείπεται, όχι μόνο χάριν συντομίας, αλλά και για την αποφυγή πλήρους κατανόησης της φράσης από πιθανή ανυποψίαστη ομήγυρη.

Συνώνυμα: αφγάνι, γάρο, γελαστό τσιγάρο, γκάντζα, ινδική κάνναβις, κανναβούρι, κρητικό, λεμόνι, Μαίρη Τζέην, μαριχουάνα, μαρουγάνα, μαυράκι, μαύρη, μαύρο, μελαχρινή, μονόφυλλο, μπάφος, νταμίρα, νταφού, πράσινο, σινσεμίλια, σκάνγκ / σκάνκ, σοκολάτα, τούφα, τρίφυλλο, τσιγαριλίκι, φοσμπά, φούντα, χασίς, χασίσι, χόρτο κ.α.. (Κοπί το πίτα και από εδώ).

- Πάρε πάστες κι έλα!
- Τι; είμαστε για επίσκεψη ή παίζει τίποτα καλό;
- Καλαματιανό αγόρι μου! Σου λέει τίποτα;...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνοψίζοντας προκειμένου να μη λείπει αυτό καθαυτό το λήμμα απ’ τη συλλογή.

Α. Το πέος, κι όλα τα σχετικά αυτού, με συναφέστερο όλων την ψωλή (βλ και σχ. του HODJAS).

Εξού και τα:

  1. «Τραβάω μια ξερή», που σημαίνει ό,τι και το «τραβάω μαλακία» κι όλα τα συναφή, (αναφορά, και εδώ).

  2. «Έμεινε/τον άφησε με την ξερή στο χέρι», που σημαίνει πως πήγαινε για γαμήσι, αλλά κάτι πήγε στραβά (μπορεί να έφαγε χυλόπιτα αλλά όχι απαραίτητα) κι ο στόχος δεν επετεύχθη (μπορεί και στο παραπέντε). Και φυσικά, με πιο ευρεία έννοια, σημαίνει τη μεγάλη απροσδόκητη απογοήτευση / ξενέρα για ο,τιδήποτε.

Ακριβώς όμοιο με τα έμεινε με την ψωλή στο χέρι, έμεινε με τον πούτσο/ το πουλί /καυλί στο χέρι. Πολύ κοντά το: «Έμεινε / τον άφησε στα κρύα του λουτρού».

Β. Το γνωστότατο χαρτοπαίγνιο. Αναφορές γίνονται στα: ξερός σχ. panos1962, δεν κόβει ούτε με βαλέ, καμάντσο, χαρτωσιά, το δέκα το καλό σχ. acg, πατινή βλ. σχ.

Α.1. Βρε δενν πα να τραβήξεις μια ξερή να ξεθολώσεις λέω ‘γω, μπας και συγκεντρωθείς να τελειώσουμε καμιά δουλειά; Άντε, γιατί η αγαμία σ’ έχει χτυπήσει στο κεφάλι μου φαίνεται.

Α.2. «Κι εκεί που θα βάζαμε υπογραφές και το ‘χα για τελειωμένο, γκρεμίζεται το γαμημένο το χρηματιστήριο και ‘μείναν όλοι άνευροι κι εγώ με την ξερή στο χέρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified