Κάθομαι κάπου με σκοπό να χαλαρώσω, αράζω.
- Τι στρογγυλοκάθησες στον καναπέ πάλι; Σήκω, μας περιμένει δουλειά!
Κάθομαι κάπου με σκοπό να χαλαρώσω, αράζω.
- Τι στρογγυλοκάθησες στον καναπέ πάλι; Σήκω, μας περιμένει δουλειά!
Got a better definition? Add it!
Το ρήμα «κακαρώνω» χρησιμοποιείται στην αργκό με την έννοια «πεθαίνω ξαφνικά» (συν. άμεσο).
Είναι προελεύσεως αρχαιοελληνικής (αρχ. «κάρος» = αναισθησία, νάρκη, ρ. (κα)καρ-ώνω, πέφτω σε λήθαργο).
Συχνά χρησιμοποιείται με σκωπτική ή ειρωνική διάθεση, όταν αναφερόμαστε στον θάνατο κάποιου ή σε τεχνικό πρόβλημα συσκευής ή μηχανήματος.
Τα κακάρωσε ο Χιθ Λέτζερ...
Δε δούλεψε η μέθοδος της μπαταρίας... Πάει τα κακάρωσε τελείως ο (αν-)εγκέφαλος... Άντε να δούμε ποιο νοσοκομείο (συνεργείο) εφημερεύει σήμερα Σάββατο μπας και μπορέσουν και το δουν.. Τι το ήθελα το VAG-COM ο έρμος...
Αφού τα κακάρωσε ο μπάρμπας που μου τα 'σταζε, θα τα γυρέψω απ' τον πατέρα μου.
4.
Φίλε pan34 η Αμερική μας τελείωσε... και μαζί της και όλοι όσοι συνταχθήκαν(μ)ε με το κεφάλαιό της, φυσικό, συναισθηματικό και ιδεολογικό...
Όπως και η Σοβιετία επίσης τα κακάρωσε πριν μερικά...
Got a better definition? Add it!
Κοψοχολιάζω κάποιον: τρομάζω πολύ κάποιον. Χρησιμοποιείται συνήθως στην παθητική, όταν δηλαδή εμείς είμαστε οι παθόντες, οι αποδέκτες του τρομάγματος (ήτοι: «με κοψοχόλιασες»).
Συναντάται συχνά και ως «μου 'κοψες τη χολή».
Να μη συγχέεται με το «χολιάζω», το οποίο σημαίνει κακιώνω, βγάζω «χολή» (=κακία).
- Τσα!
- Ασταδιάλα ρε, με κοψοχόλιασες...
Got a better definition? Add it!
Λειτουργεί, δουλεύει.
...
-Δηλαδή αν τρίψω αβοκάντο στις μασχάλες μου δεν θα ιδρώνουν;
-Ναι ρε! Το 'χω δοκιμάσει, πιάνει.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Πολυσχιδής και άκρως γαμοσλανγκοπρεπής εκδοχή του επιδέχομαι.
Μερικές πρακτικές εφαρμογές:
Got a better definition? Add it!