Χρησιμοποιείται ως «αλήθεια;» ή «α, ναι;»
Η σωστή ορθογραφία είναι «odws;», δεδομένου ότι χρησιμοποιείται κυρίως από άτομα φοιτητοηλικίας και κάτω, που για κάποιο λόγο την έχουν δει ότι το ντ στα γκρίκλις γράφεται με d.

(στον προφορικό λόγο)
- Έχει το Όσα Παίρνει ο Άνεμος στην τηλεόραση.
- Όντως;
- Ναι, στο τέσσερα. Βάλε να το δούμε!

(στον γραπτό λόγο)
Maraki18: axaxaxa re m thn peftei o nikolas sto chat!
Lilian19: odws;
Maraki18: re nai!
Maraki18: katse na s deixw ti mou grafei

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνήθως προηγείται ρήμα κίνησης, π.χ. πηγαίνω στα τυφλά, βαδίζω στα τυφλά, ακολουθώ κάποιον στα τυφλά, κτλ.

Κυριολεκτικά σημαίνει ότι κινούμαι σε σκοτεινό χώρο και δεν βλέπω πού πάω, ενώ μεταφορικά ότι κάνω κάτι χωρίς να είμαι σίγουρος ότι το κάνω σωστά ή όπως πρέπει, χωρίς να έχω στοιχεία ή αποδείξεις, στην τύχη, μόνο και μόνο επειδή ακολουθώ το ένστικτό μου ή επειδή δεν έχω άλλη λύση.

  1. Η λάμπα είχε καεί και στο πυκνό σκοτάδι δεν έβλεπα τίποτα. Πήγαινα στα τυφλά, τοίχο τοίχο, μέχρι να βρω την πόρτα για να βγω έξω.

  2. Δεν έχω ξαναπάει στην Τρίπολη και δεν ξέρω τους δρόμους. Αφού δεν έχουμε και χάρτη, πάμε στα τυφλά κι όπου μας βγάλει...

  3. Υποψιάζομαι ότι αυτό το τηλεφώνημα είναι δουλειά του παρανοϊκού εμπρηστή. Αλλά πως να το αποδείξω; Βαδίζω τελείως στα τυφλά! Παναγιά μου, εσύ που είσαι μάνα κι αγαπάς όλες τις μάνες του κόσμου, ρίξε μου ένα σημάδι για να καταλάβω ότι είμαι στο σωστό το δρόμο! (μονόλογος της Ελένης Ράντου στο σήριαλ «Σαββατογεννημένες», δείτε το βίντεο παρακάτω)

Ελένη Ράντου - Σαββατογεννημένες (από elias-jelay, 30/12/09)Τρωκτικό στα τυφλά (από Vrastaman, 30/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Ανδρέας Παπανδρέου το έλεγε με έναν πολύ ιδιαίτερο επιτονισμό, που τον απαθανάτισαν ο Χάρρυ Κλυνν κι ο Γιώργος Μητσικώστας. Έκτοτε, το «πράγματι» είναι ένα επίρρημα που σλανγκίζεται εύκολα σε παρέες, με την ως άνω παπανδρεϊκή προφορά, για να εκφράσει συμφωνία, συναίνεση σε μια παρατήρηση, συγκατάνευση έστω και με μισή καρδιά, αλλά και να καλύψει τον νεκρό χρόνο μεταξύ σημαντικότερων σλανγκισμών. Νομίζω ότι καταλαβαίνετε όλοι για ποιο πράγμα μιλάω...

- Πάντως, το λήμμα σου δεν είναι και πολύ σλανγκ. Μεταξύ μας τό 'λεγε κι ο παππούς μου όταν έκανε καμάκι στην συχωρεμένη την γιαγιά.
- Πράγματι! Άκου τότε το άλλο το καλύτερο: ...

όχι ακριβώς το ίδιο πράγματι, αλλά από το 4.30 κ μετά παίζουν κάμποσα:) (από jesus, 19/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν είναι σλανγκ, δεν είναι ιδίωμα, είναι ελληνικότατο επίρρημα, που σημαίνει ευθύ βλέμμα, χωρίς να ανοιγοκλείσουν τα βλέφαρα, δηλαδή ατενώς. Έλα όμως που χρησιμοποιείται πολλάκις από τον Ανδρέα Εμπειρίκο στον Μεγάλο Ανατολικό και έτσι, ως φόρο τιμής σε αυτόν τον φοβερό λεξιπλάστη, πρέπει να γίνει αναφορά και σε αυτό το λήμμα.

  1. Τον κοίταξε ασκαρδαμυκτί και χωρίς δισταγμό του βρόντηξε το όχι μέσα στην μάπα.
  2. ...... ο καυλωµένος φύλαξ, κοιτάζων ασκαρδαµυκτί την Φλώσσυ εις τά µάτια, µε ευγένειαν και καλωσύνην, ...(η συνέχεια στις σελίδες του Μεγάλου Ανατολικού - μέρες που είναι μην κολλαστούμε κιόλας)

Κλασική χρήση του "ασκαρδαμυκτί" από Χάρρυ Κλυνν στα πρώτα δευτερόλεπτα (από Hank, 11/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίρρημα τροπικό, και μάλιστα κλασσικό, που χρησιμοποιείται αντί του επιθέτου «γυμνός, -η, -ο». Εκφράζει την έννοια «ξεβράκωτος, χωρίς ρούχα».

Η προέλευση είναι άγνωστη, αλλά κατά πάσα πιθανότητα είναι παράγωγο της νηπιακής λέξη «τσιτσί», που σημαίνει κρέας. Το τσιτσί, με τη σειρά του, προέρχεται από τα ιταλικά [ιταλ., cicci. βυζιά/μαστοί].

Ως επίθετο συναντάται με τη μορφή «τσίτσιδος, -η, -ο».

  1. - Σκάμε μύτη που λες στην Ηρακλειά, βρίσκουμε το κάμπινγκ, και με το που πλησιάζουμε στη σκηνή, εμφανίζονται οι μουνίτσες τσιτσίδι, με κάτι θανατηφόρα κορμιά. Και φυσικά, εμείς μένουμε μαλάκες....

  2. - Αυτή η κατάσταση πρέπει να σταματήσει. Δεν μπορεί το Φαληράκι να γίνει άντρο των Βρετανών τουριστών, που γυρίζουν τσίτσιδοι και μαστουρωμένοι, χωρίς καμία αιδώ!

Τσίτσιδοι (από krepsinis, 14/02/09)Τσιτσίδι ποιότητα (από krepsinis, 14/02/09)(από patsis, 06/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανακατεμένα, χωρίς καμιά απολύτως τάξη, αχταρμάς. Και οι δύο λέξεις είναι αρχαία επιρρήματα που έχουν την κατάληξη –δην, την οποία συναντούμε και σε πολύ γνωστά επιρρήματα.

Το φύρδην παράγεται από το ρήμα φύρω, συμφύρω πιο συχνά, που σημαίνει ανακατεύω. Το μίγδην παράγεται από το ρήμα «μείγνυμι», δηλ. ανακατεύω. Πρόκειται για λέξεις συνώνυμες και όταν χρησιμοποιούνται μαζί σημαίνουν πολύ ανακατεμένα, χωρίς καμιά απολύτως τάξη: π.χ. Είναι όλα φύρδην μίγδην, καρέκλες, βιβλία, βάζα, πιάτα, τρόφιμα.

- Ρε, τι θα γίνει τελικά με την ασφάλισή σου, μίλησες με τον εργοδότη σου;
- Μίλησα, αλλά δεν βγάζεις άκρη, φύργδην μίγδην, άρτσι μπούρτσι και λουλάς. Άλλα του λέω, άλλα μου απαντάει. Γάμησέ τα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο που κατείχε μία πλέον απολεσμένη ιδιότητα, πρώην. Η λέξη, απολειφάδι παλαιοελληνικών, χρησιμοποιείται είτε στα τυπικά ελληνικά (όπου πολλά απολειφάδια των παλαιοελληνικών κρατάν ακόμα γερά), είτε στην καθομιλουμένη, με μεγάλη δόση ειρωνείας.

Τυπικά παραδείγματα είναι τα εξής: (α) σε ερωτικά συμφραζόμενα, το τέως έτερον ήμισυ (β) σε πολιτικά συμφραζόμενα, ο Κωνσταντίνος Γλίξμπουργκ, ο τέως βασιλεύς της ελλάδος, (γ) σε γλωσσολογικά συμφραζόμενα, ο Γεώργιος Μπαμπινιώτης, ο τέως πρύτανης του Αθήνησι Εθνικού τε και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου.

[i]Προσοχή[/i]: σε τυπικά ελληνικά δέ θα πείς τέως το πρώην άλλο σου μισό, όπως ούτε Κώστα Γλίξμπουργκ τον πρώην βασιλιά, ούτε και Γιώργο Μπαμπινιώτη τον πρώην πρύτανη!... (Ασυνεπής χρήση παλαιοελληνικών, θα τιμωρείται με επίπληξη από τον εντεταλμένο μας συγχρήστη, κύριο κύριο Γιώργο Ζάκκη.)

  1. Σκέφτομαι εδώ και μέρες το ιστολόγιο non private life [...]. Το non private life διηγείται επιλεγμένα περιστατικά μιας καταστροφικής ερωτικής σχέσης, τα οποία διανθίζει με βρισιές και κατάρες για το τέως έτερον ήμισυ. (από το ιστολόγιο τὰ τέως μοῦτρα τοῦ George Le Nonce)

  2. Η διάκριση αυτή -πρώην /τέως- όπως είπα και πριν, χρησιμοποιείται κυρίως για αξιώματα (άντε το πολύ για την ιδιότητα του συζύγου). Αυτό σημαίνει επιπροσθέτως ότι χρήση του επιρρήματος «τέως» συνηθίζεται περισσότερο σε επίσημο λόγο. Γι' αυτό και τα παραδείγματα με τον «γκόμενο» που αναφέρθηκαν προηγουμένως ηχούν τουλάχιστον αστεία. Δεν νομίζω ότι θα έλεγε ποτέ κανείς σοβαρά «ο τέως γκόμενος» παρά μόνο ειρωνικά ή χιουμοριστικά. (από φόρουμ, σε συζήτηση με θέμα Διαφορά «τέως» - «πρώην»)

  3. Ρε τι κόλλημα είναι αυτό με τον τέως; Καλός η κακός, αυτός ήταν βασιλιάς της Ελλάδας, όπως και ο Σαρτζετάκης πρόεδρος της δημοκρατίας και ο γκομενο-Ανδρέας πρωθυπουργός, τι να κάνουμε τώρα; (από το διαδίκτυο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τυχαία, "με το μάτι", χωρίς να υπολογίζω (την ποσότητα, το χρόνο κτλ, για να φτιάξω κάτι).

- Για πόση ώρα ανακατεύω το μίγμα...
- Ε, στα κουτουρού.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified