Ο αγύριστος. Χρησιμοποιείται όταν θέλουμε να εκ-διώξουμε κάποιον/-α.

- Άμα δε σ΄αρέσει ο τρόπος μου, πάρε την άγουσα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην ποικιλία της Κεφαλονιάς είναι αυτός που έχει μαύρους κύκλους γύρω από τα μάτια του λόγω εξάντλησης.

Τον βαθουλοκαρυκιασμένο πήγε και παντρεύτηκε!

Got a better definition? Add it!

Published

Ο enhanced γυμνασμένος μπόντι-μπίλντερ. (Δες).

Από όταν έμεινε μπάκουρος, αποφάσισε να γίνει βελτιωμένος για να ρίξει κάνα γκομενάκι. Τελικά, δεν του σηκώνεται από τα αναβολικά.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο γυμνασμένος, ο μπόντι-μπίλντερ, αυτός που έχει σφιχτό σώμα.

Άρχισε το γυμναστήριο έγκαιρα και βγήκε δεμένος στην παραλία.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο μιλημένος, αυτός που είναι στο κόλπο.

Υπάρχει ένας διαβασμένος στην ομάδα τους.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο γυμνασμένος μπόντι-μπίλντερ που αποτελεί ενισχυμένη εκδοχή τούμπανου.

Έσκασε μύτη με δυο ενισχυμένους.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο παχύς άνθρωπος.

Στις Τζιτζιφιές, σ’ έναν παράλληλο δρομίσκο της Θησέως λίγο πριν φθάσουμε στη θάλασσα, έχει αράξει ο Πατούχας. Όχι αυτός του Κονδυλάκη, αλλά ο Μανόλης ο Πατούχας. Ασπρομάλλης, μουστακαλής, κρεατωμένος, θυμόσοφος, χωρατατζής, μαντιναδολόγος. Αλλά και πτυχιούχος του Μετσόβιου, κορυφαίος γνώστης του κρέατος και της τσικουδιάς, του κόκκινου κρασιού και του άγριου χόρτου. Κουβαρντάς, γλεντζές, δοτικός, αρχοντικός, στέρεος κρητικός. Κυβερνά το βασίλειο του τριγυρισμένος από γυναίκα, κόρες, γαμπρούς, εγγόνια και για προσωπικό μια ντουζίνα παλικάρια απ’ το νησί. Ο Μανόλης, όπως περνά ανάμεσα στα τραπέζια, μοιάζει να γνωρίζει προσωπικά όλους ανεξαιρέτως τους πελάτες που διαβαίνουν στα σύνορα του. (Δημήτρης Καμπουράκης εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Πρόκειται για παρήχηση της μετοχής «λήξασα», κατά το ίδιο πρότυπο που το «ελάχιστος» γίνεται «ελάστιχος».

Το «λήξασα» είναι μετοχή παθητικής φωνής του ρήματος «λήγω» και σημαίνει ότι μια διαδικασία έχει περατωθεί, κυρίως από πλευράς χρόνου.

Αντίθετα, η λύσσα (υδροφοβία) είναι μια σοβαρή, θανατηφόρος, αλλά σπάνια ευτυχώς νευροεκφυλιστική ζωοανθρωπονόσος, που οφείλεται στον ομώνυμο ιό και μεταδίδεται στον άνθρωπο από δήγμα μολυσμένου ζώου.

Η συνεδρίαση θεωρείται λύσσαξα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τοξικομανής.

Μαστουρωμένος ήρθα να σου πω. (Δεςεδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Στην ποικιλία της Γορτυνίας είναι αυτός που έχει απομείνει.

Το βράδυ δε θα μαγειρέψω. Θα φάμε απ’ τα μεινεμένα. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published