Παλαιάς κοπής, από τότε που το «χαλώ» αναφερόμενο σε ..κόρη, σήμαινε «ξεπαρθενεύω».

Αντανακλά σαφέστατα τα ήθη μιας ολόκληρης εποχής που ευτυχώς θεωρείται πλέον απ’ την συντριπτική πλειοψηφία οριστικά ξεπερασμένη, τουλάχιστον εδώ στη Δύση.

Η σχέση του ωμέγα με τον κώλο είναι γνωστή απ’ στον Dirty Talking στο σάιτ (εδώ) και χρόνια.

Προφανέστατα λοιπόν η φράση ισοδυναμεί με το «ξεπαρθενεύω κι από πίσω κι από μπρος».

Κατά συνέπεια απομένει στο θήτα ο ρόλος του μουνιού και δη του παρθένου τοιούτου. Κι αν το πεζό ωμέγα αναμφισβήτητα αποτελεί ακριβή οπτική αναπαράσταση του κώλου (..κυριολεκτώ), δεν συμβαίνει το ίδιο με το θήτα που, παρότι δεν είναι παρόμοια όλα τα παρθένα μουνιά, αρκεί να το προφέρει κανείς και γίνεται σαφέστατο πως αποτελεί άψογη αναπαράσταση του συνδυασμού χειλιών και γλώσσας.

Όμως το μουνί τα έχει αμφότερα πακέτο αφού και τα μουνόχειλα παίζουν και για το γλωσσίδι του μέχρι κι άσμα έχει γραφεί!!

Τώρα για το συνέβη ..ετυμολογικά…

-Πώς ξετσούπισε έτσι το Ποπάκι, ρε συ!
- Άμα μπει ο διάολος στο βρακί!
- Και ποιος τη χάλασε;
- … … …
- Χέσε με!!
- Στήσου μαλάκα!! Και το θήτα και το ωμέγα.

το εικονιζόμενο τέρμα επάνω δεξιά αδιακόρευτο μουνάκι θητοφέρνει, έστω ιδωμένο υπό γωνία περί γλωσσιδιού

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη που έγινε γνωστή από την ατάκα του Βέγγου ως γκαρσόνι (Θρασύβουλας), που δεν δέχεται να τον καλούν με παλαμάκια, επειδή "είναι το ίρτζι του". (Από την ταινία "Ο ατσίδας" ή "το στρίβειν δια του αρραβώνος").

Θρασύβουλας

Ετυμολογία από το τουρκικό ırz: τιμή, αγνότητα, αξιοπρέπεια από (εδώ) κι από (εδώ)

Οι Τούρκοι ακόμα λένε αρναβούτ καφάς (αρβανίτικα-αγύριστα κεφάλια) τους πείσμονες απο ιμπρέτι/ίρτζι. (Σχόλιο του Χότζα από εδώ).

Ιμπρέτι (τουρκικό ibret) = παράδειγμα, δείγμα από εδώ

Πάντως στα προαναφερόμενα παραδείγματα έχει (και) την έννοια της ιδιορρυθμίας/ιδιοτροπίας και του πείσματος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είμαι άσχετος, δεν ξέρω τι κάνετε εσείς εδώ στην πόλη, ούτε και να με ρωτήσετε, εγώ δεν ξέρω απ' αυτά, και δεν θέλω να ξέρω, γιατί στο χωριό μου δεν τα έχουμε / δεν τα κάνουμε, δεν είμαστε διεφθαρμένοι.

Έκφραση που βαστά από την εποχή που η ελληνική πόλη το έπαιζε αριστοκρατία απέναντι στην επαρχία, και ο μη αστός, ο χωριάτης κυρίως, αφενός κομπλεξαριζόταν, αφετέρου όμως διέκρινε κάποιες αξίες του που δεν τις έβλεπε να διατηρούνται στην πόλη, και ως εκ τούτου αμυνόταν προτάσσοντάς τες.

Τώρα πια το λέμε για να κάνουμε ότι δεν ξέρουμε τίποτα και να τραβήξουμε την ουρά μας απ' έξω.

  1. Είμαι ασυμβίβαστος, ελεύθερος κι αλάνης,
    το νοικοκυριό μου, κεραμιδαρειό,
    τα μπερδεματάκια και τις πλάκες που μου κάνεις,
    τζάμπα μου τα κάνεις, είμαι από χωριό.

«Είμαι από χωριό»
Στίχοι: Άκης Πάνου
Μουσική: Άκης Πάνου
Πρώτη εκτέλεση: Μιχάλης Μενιδιάτης

  1. Εγώ είμαι από χωριό! Δεν είδα, δεν ξέρω! Σύ είπας! (από το νέτι).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα που έχει χάσει την παρθενιά της - που δεν είναι πλέον παρθένα. Χρησιμοποιείται συνήθως από συντηρητικούς πατεράδες για να εκφράσουν την μειονεκτική (κατά την άποψη τους) θέση στην οποία βρίσκεται μια γυναίκα η οποία "έχει επιδοθεί σε άσεμνες πράξεις προτού παντρευτεί", "έχει χάσει την αγνότητά της", "δεν είναι πλέον παρθένα".

-Εγώ πάντως θα προτιμούσα η γυναίκα που θα παντρευτώ να είναι παρθένα...
-Βεβαίως! Τι; Τρυπημένη θα την πάρεις;

-Μπαμπά με της φίλες μου είχα βγει... Ο Τέλης μας βρήκε τυχαία.
-Δεν με ενδιαφέρει τι λες. Τρυπημένη πώς θα σε παντρέψω;

Got a better definition? Add it!

Published