αναφορά σε μυθικό πρόσωπο συνδικαλιστή ΕΑΑΚ στη σχολη Μεταλλειολόγων του ΕΜΠ (ΑΧΜΜΕΤ) γνωστό για την ικανότητά του να μιλάει 40 λεπτά χωρίς να λεει τίποτα συγκεκριμένο.

-Τελειώνει η Γενική Συνέλευση? -Όχι, μόλις ξεκίνησε να μιλάει ο Αλεμάο,έχεις χρόνο να πας και για καφέ

Got a better definition? Add it!

Published

Στα καλιαρντά σημαίνει μιλάω ξένη γλώσσα ή τζινάβω μυημένη διάλεκτο σε τζιναβωτούς. Προφάνουσλυ από τη βιβλική ιστορία με τον πύργο Βαβέλ που αρχίσανε για πρώτη φορά οι άνθρωποι να μιλάνε ξένες γλώσσες σύμφωνα με τη Βίβλο κι έγινε μια κατάσταση Βαβέλ.

Βαβέλιασα βαθιά λατινικά και ετρούσκα για να γροικάει η τζασλή να κάμει σολοφλόκιασμα. (Απ' το Μπουντουσουμού).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που χρησιμοποιείται για να δείξουμε την δυσαρέσκειά μας στον συνομιλητή μας, ο οποίος μάλλον πουλάει μούσια-κοινώς είναι φιδεμπορούλης ή απλώς το συμβάν για το οποίο μας μιλάει δεν ακούγεται και τόσο αληθινό.

Συνώνυμα: «και μετά ξύπνησες», «μη φας, έχουμε γλάρο / γλαρόσουπα», «ναι, ναι ό,τι πεις», «παραμύθια της Χαλιμάς», «μήπως είναι ξάδερφος σου ο Μινχάουζεν;».

- Και γυρνάω το γκομενάκι που λες και τσακ! της τον φερμάρω από μπρος...
- Χέσε μας ρε μαλάκα Τάκη! Καλό το παραμυθάκι, αλλά δεν έχει δράκο! Εσύ δεν έχεις τρακάρεις γκόμενα σε 30 χρόνια...

(από Koridikax, 18/08/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο καλικάντζαρος

βάλε στην πόρτα σου σπαραγκιά μη μπουν οι καλικατζάροι

Got a better definition? Add it!

Published

Καλιαρντή λέξη, δηλώνει το τεκνό που είναι της απολύτου εμπιστοσύνης αυτού που το έχει για τεκνό. Προφανώς από τον μυθολογικό σκύλο Κέρβερο, που φύλαγε τις πύλες του Άδη.

Σκέφτομαι να στήσω χρυσελεφάντινο ανδριάντα στο με σικ γιάνκη. Είχε όλες τις προϋποθέσεις να μου ήταν συμπαθής. Έσιαξε το μπερντέ του εις την αλλοδαπή και διακατέχεται από μια προτεσταντική ηθική, σε αντίθεση με τους βλαχοκαρνιώτες μικρομέγαλους ιθαγενείς μετόχους και τις δημοσιογραφικές βουβουζέλες τους που μου προκαλούν μια α πριόρι αποστροφή. Από εκεί και πέρα όμως ...Δεν γνωρίζω αν μπενάβει την τσεκουράτη γλώσσα της αλήθειας του Νότη, τη γλώσσα των ψεμμάτων των αλητών-κλεφτών-πολιτικών, τη λογοτιμήτικη των Μελ Μελ & Μελ ή την απροσδιόριστη του πρίκηψ; Δεν ξέρω γιατί μας τίμησε με τη παρουσία του, όσες φορές ήταν εντός ελληνικού πλάνου. 'Ηρθε να προσκυνήσει το δέλτα της Κυριάκου; Να προμηθευτεί με Καλαματιανά σοκολοτάκια ή να βρει κάνα τιβουπί θήλυ να κρεμαστεί; Τον μόνο που μπάνισα ουκ ολίγες φορές ήταν το κερβερότεκνό του, ένα αγνώστου ταυτότητας αντικείμενο, ο οποίος είχε πιάσει στασίδι εντός του κοινοβουλίου και προσέθετε την τελευταία πινελιά γραφικότητας . Κοινώς είχε κουλάρει την παρουσία μας σε τέτοιο βαθμό, που είχαμε καταντήσει πλατινένιοι χορηγοί του αχόρταγου. (Πολιτικό καλιάρντεμα αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Κθούλου είναι μια μυθική υπερτεράστια και ακατανίκητη θεότητα, δημιούργημα της αχαλίνωτης φαντασίας του αμερικανού συγγραφέα φανταστικής λογοτεχνίας τρόμου και επιστημονικής φαντασίας Χάουαρντ Λάβκραφτ.

Ο Λάβκραφτ, όπως διαφαίνεται μέσα από το έργο του, ήταν ρατσίστας, μοχθηρός, μισαλλόδοξος, μισογύνης, ψυχωσικός, παρανοϊκός, ζάκι, μπήξε, δείξε, μισάνθρωπος, μισός άνθρωπος μισός τό 'να, τ' άλλο, ξέρω 'γω, τί να λέμε τώρα, για τα οποία ίσως να ευθύνεται και το βεβαρημένο οικογενειακό του ιστορικό.

Χαρακτηριστικοί τίτλοι έργων του είναι:«Τα Βουνά της Τρέλας και άλλα μυθιστορήματα», «Ποντίκια μέσα στους Τοίχους», όπου κάνει πλήθος ρατσιστικών αναφορών για τους Οβραίους, Ιταλούς, Πολωνούς και λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις, «Ονειρική Αναζήτηση της Άγνωστης Καντάθ» και πλήθος από τέτοια τρομολαγνικά.

Οι πιο σκοτεινές πτυχές του αχαρακτήριστου χαρακτήρα του συγγραφέα μας, ενσαρκώθηκαν με την δημιουργία αυτού που σήμερα ονομάζεται Μυθολογία Κθούλου. Ένα πάνθεον, δηλαδή, από εξωγήινες, εξωδιαστατικές θεότητες και φρικιαστικά όντα που αποζητούν να κάνουν την ανθρωπότητα θήραμά τους και η ύπαρξη των οποίων υπονοείται σε πανάρχαιους μύθους και θρύλους.

Ο περί ου ο λόγος θεός-λήμμα μας, κανείς δεν ξέρει από που προήλθε πραγματικά, μάλλον ούτε ο ίδιος ο Λάβκραφτ, αλλά υπάρχει μια πεποίθηση ότι πριν γεννηθεί το σύμπαν, ο Κθούλου δημιούργησε τον εαυτό του μόνο με την σκέψη του.

Όπως μας πληροφορεί η Φρικιπήντια, ο Κθούλου ήρθε σε τιτανοκολοσσιαίων διαστάσεων αναμέτρηση με τους συνασπισμένους εχθρούς του, τους Σακλαμένγκα, Ναχσχδαβάζζ, και Στρατοβάριους. Μετά από μακρόχρονους πόλεμους, οι δυο παρατάξεις με τα τρίλιονς των στρατών τους αποσύρθηκαν στον Σείριο όπου συνεχίζουν να παλεύουν μεταξύ τους. Ο Κθούλου αναμετρήθηκε όμως και με την άλλη μυθική θεότητα του Κακού, τον Ουίτζι σε μια μάχη τριών εκατομμυρίων αιώνων όπου τελικά επικράτησε ο Όπτιμους Πράιμ. Από τότε ο Κθούλου δεν χρειάστηκε να πολεμήσει ξανά, από την μια μεριά γιατί δεν εμφανίστηκε άλλος άξιος αντίπαλος και από την άλλη γιατί βαριόταν τον κάθε αρχιμαλάκα.

Στα καθ΄ημάς, επικαλούμαστε τον Κθούλου όταν θέλουμε να κάνουμε σουρρεαλιστική αναφορά/επίκληση σε ένα υπερτεράστιο, παντοδύναμο, ανώτερο ον που μπορεί κατά περίπτωση να κάνει τα αδύνατα δυνατά, να μας λυτρώσει από τα δεινά μας, να μας βγάλει από μπελάδες, να επιβάλλει τη θέλησή μας κ.ο.κ., όλα κομμένα και ραμμένα στα μέτρα μας.

  1. Μα καλά, δεν βλέπουν οι αγρότες ότι δεν υπάρχουν λεφτά ούτε για σάλιο; Από τον θεό Κθούλου περιμένουν να τα πάρουν;

  2. Ο Βρασίδας είναι κολλημένος με το στοίχημα. Και ο θεός Κθούλου να κατεβεί και να του πει να το κόψει, αυτός δεν το σταματά με τίποτε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο βρικόλακας στην ποικιλία της Σαλαμίνας και μεταφορικά ο άνθρωπος που δεν κοιμάται το βράδυ.

Σαν τον λουγκάτη απόψε δεν κοιμήθηκα καθόλου.

Got a better definition? Add it!

Published

Είναι μυθικό πλάσμα, με κεφαλή όρνεου, που το ελκύουν ως γνωστόν τα κουφάρια ζώων, με ράμφος κοφτερό-μυτερό και σώμα λύκου, καθώς και την όρεξή του.

Ο όρος χρησιμοποιείται ως:

  • επιθετικός προσδιορισμός για άτομο, ύπουλο, άπληστο, ικανό να αρπάξει και από εκκλησία, με κακόβουλη διάθεση και το μυαλό του πάντα στο πονηρό και την αρπαγή,
  • στη μορφή λυκόρνι, κατά συγκοπή της κατάληξης, ως προσφώνηση μεταξύ κολλητών,
  • την μορφή «ο αρχιλύκορνας», υποδηλώνει τον υπερθετικό βαθμό του απλού λυκόρνεου, το υπέρτατο λυκόρνιο!

    Η περιοχή του Ωρωπού (αρχαίας Γραίας) και οι παρατηρητικοί κάτοικοί της (Γραικοί, μετέπειτα Ωρωπιώτες), φαίνεται από τις ευρεθείσες μαρμάρινες πλάκες με εγχάρακτες επιγραφές σε Γραμμική Ωρωπιώτικη γάμα (Λύκορν εξ Ωρωπού), ότι υπήρξαν οι πρώτοι που χρησιμοποίησαν τον όρο αυτό.

  1. - Ρε συ Διογένη, αυτός ο δικολάβος, πολύ συμφεροντολόγος μου φάνηκε και άπληστος, σκέτη ύαινα...
    - Τι ύαινα ρε συ Κιούρτο, σκέτο λυκόρνιο είναι ο τύπος...

  2. - Πού χάθηκες ρε συ παλιολυκόρνι;
    - Να μωρέ, εδώ, γύρους κάνω.....

  3. - Πολύ λυκόρνεο αυτός ο φίλος σου Ιωσήφ…
    - Αυτός δεν είναι τίποτα Δαυίδ, να γνωρίσεις τον γιό του, τον τοκογλύφτη, να δεις τι αρχιλύκορνα τον έχει κάνει...

Κι ο γρυπας καλος είναι! (από perkins, 24/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

*Κάτι που - στην πραγματικότητα - δεν είμαι (ή είναι κάποιος), ή *Κάτι που δεν πρόκειται να γίνει, κάτι που δεν πρόκειται να συμβεί.

  1. -Ωραία κοτσίδα! Αφήνεις μαλλί;
    -Ναι, ναι Μακλάουντ και καλά...

  2. -Θα έρθει ο Αντώνης τελικά για Καφέ;
    -Ναι, ναι Μακλάουντ και καλά... αφού μας έχει φτύσει τελευταία.

Επίσης χωρίς τα «ναι» - Μακλάουντ και καλά. Βλ. και και καλά, καικαλούας/-ού, ντεμέκ, καικαλάς

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα κόπρανα του αιθέριου και μυθικού όντος της νεράιδας, σπάνια μεν, αλλά ανάλογα δε με τον κατά τόπο πληθυσμό των, χαρακτηριστικό εχόντων την φοβερή μεταστροφή της διαθέσεως του ακουσίως πατήσαντος αυτά. Ως γνωστόν η επαφή και θέα της νεράιδος προκαλεί πληθώρα έντονων και παράλογων εκδηλώσεων στους ανυποψίαστους κοινούς θνητούς («του κόπηκε η μιλιά», «του πήρε τα μυαλά» και άλλα πολλά). Δεν θα μπορούσε να μην συμβαίνει το ίδιο με τα περιττώματά της, τα οποία -μην παύοντας να είναι σκατά- έχουν έναν λόγο παραπάνω να προκαλούν αφόρητο εκνευρισμό.

- Ξέρεις, δεν θα ρθω τελικά. Δεν γουστάρω να δω κανέναν.
- Καλά τι έπαθες; Εσύ δεν μου λεγες το μεσημέρι καλή φάση να βρεθούμε όλοι μαζί...; Νεραϊδόσκατα πάτησες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified