Selected tags

Further tags

Οι ρουμάνικης κατασκευής ηλεκτροντίζελ λοκομοτίβες Electroputere Craiova A550 του ΟΣΕ.

Το 1982 ο ΟΣΕ έκανε ειδική παραγγελία στη ρουμανική Electroputere 10 μηχανών ειδικού τύπου. Είχαν κινητήρες απόδοσης 4000 ίππων της ρουμανικής Resita σε σχέδια της αμερικάνικης ALCO. Παρόμοιες λοκομοτίβες της Electroputere προμηθεύτηκαν οι ρουμανικοί και οι ιρανικοί σιδηρόδρομοι. Αν και πανίσχυρες με δυνατότητα έλξης πολλών βαγονιών (οι δυνατότερες ντίζελ που αγοραστήκαν ποτέ από τον ΟΣΕ) είχαν κάποια προβλήματα αξιοπιστίας. Κυκλοφόρησαν με αρίθμηση A551-A560. Αποσύρθηκαν υπερβολικά πρόωρα από τη κυκλοφορία το 1998, μόλις 16 χρόνια μετά την αγορά τους (πραγματικό ρεκόρ βραχύβιας χρήσης). Μία ακόμα περίπτωση κακής διαχείρισης και σπατάλης πόρων του ΟΣΕ. Οι κινητήρες τους αξιοποιήθηκαν στην ανακατασκευή των παλιών MLW Α500. Αντικαταστάθηκαν από τις Marlboro.

- Δυνατό εργαλείο η ρουμάνα ρε φίλε...

Electroputere Craiova A550 Electroputere Craiova A550

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Σκωπτικός χαρακτηρισμός για παλιό ή κατεστραμμένο αυτοκίνητο (δηλαδή όπως κατάντησε το ολοκαίνουριο αμάξι του Αλεξανδράκη η φίλη της Βουγιούκλως στη «Σοφερίνα» 1964), αλλά ήδη εν γένει άχρηστο μεταλλικό αντικείμενο και
    ευρύτερα οτιδήποτε μεγάλης ηλικίας (πράγμα ή και πρόσωπο) π.χ. ηλεκτρική συσκευή, πουράκλα κλπ.

  2. Παλιά έκφραση για το μακρύ ξίφος που έσερναν μαζί τους οι αξιωματικοί των σωμάτων ασφαλείας προ αιώνος και

  3. Μετωνυμικώς, περιπαιχτικό σχόλιο για τους ίδιους τους αξιωματικούς (παλιο-σακαράκας=καραβανάς).

Ιταλικής προελεύσεως (αλλά δεν θυμάμαι από πού), που υπέστη σημασιολογική φθορά με την πάροδο των χρόνων, όπως άλλωστε και η παλιοκαιρίσια λέξη γαζέτα (εφημερίδα <ιταλ. gazetta σήμερα giornale/quotidiano-a, που κληρονομήσαμε όμως από τους Τούρκους που ακόμα λεν τον δημοσιογράφο/ρεπόρτερ gazeteci=γαζετατζή ή haberci=χαμπερτζή), της οποίας η παλαιότερη χρήση αναφέρονταν σε μεγάλο στρατσόχαρτο<ιταλ. straccia carta (σεντόνι) και ιδίως τεράστιο χαρτονόμισμα μηδαμινής αξίας, (συνήθως ένεκα υποτιμήσεως της μονέδας).

Συνώνυμα: Κάρο, καρούλι, ψαροκασέλα (βλ. «Ο Ταξιτζής» με τον Χατζηχρήστο 1964), παντόφλα, καφεκούτι, σαράβαλο, μπα(γ)κατέλα, σαπάκι, κωλοκοτρωνέικο (π.χ. σουγιάς) κ.α.

- Πάμε Σαλονίκη το σουκού;
- Ναι αμέ! Με τί θα πάμε;
- Με το τουτού!
- Ποιό μωρέ; Με τί; Με τη δική σου τη σακαράκα;
- Γιατί δε σ’ αρέσει;
- Μωρέ μ’ αρέσει, αλλά μας βλέπω να τρώμε σουβλάκια στον Πασιάκο περιμένοντας την ΕΛΠΑ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σέλα η σελού είναι η κυρία (χαμηλών ηθών κυρίως) η οποία επιλέγει τον ερωτικό της σύντροφο από τον τύπο και τον κυβισμό της μηχανής του ή έχει ως απαραίτητη προυπόθεση ο ούντροφος της να έχει οποιοδήποτε δίτροχο. Είναι η κυρία που κυριολεκτικά μισόγυμνη προτάσσει επιδεικτικά τον πισινό της στο πίσω βοηθητικό μαξιλαράκι μιας μεγάλης busa και όλη η "παραλάικα" είναι έτοιμη να τρακάρει για χάρη της. Συνήθως σέλες μπορούμε να βρούμε στην μαύρη, στην βούτα ή στο Ribas κάποια Τετάρτη βράδυ και για να κάνουμε παιχνίδι πρέπει να έχουμε πολλά κυβικά!!

  1. Πωωωω ρε μαλάκα μια σέλα που έχει ο τύπος απο πίσω του...Αποκλείεται αυτή η κωλάρα να είναι αληθινή λέμεεεεε.
  2. -Ο Γιάννης πήρε το καινούργιο Duke -Απο λεφτά είναι ρέστος πλέον άλλα θα κρατήσει την Μαρία τουλάχιστον. Μεγάλη σέλα η γκόμενα. Όπου δει μηχανή από πίσω!

Σελούδες

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν, κατά το σκούπισμα με ηλεκτρική σκούπα, περνάω ένα κομμάτι χνούδι ή κλωστούλα τουλάχιστον δέκα φορές με τη σκούπα, αλλά δεν το ρουφάει, οπότε τελικά σκύβω και το πιάνω, το εξετάζω και μετά το ξαναρίχνω χάμω για να δώσω μια ευκαιρία στη σκούπα να το πιάσει.

Πηγή: Λύο Καλοβυρνάς.

- Πέντε σκουπευκαιρίες της έδωσα της Μίλε, καιρός να το πετάξω στον σκουπιδοτενεκέ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τεμπέλης λέγεται ο άξονας των φορτηγών, ο οποίος κατ' επιλογή μπορεί να σηκωθεί όταν δε μεταφέρεται φορτίο, ή να κατέβει όταν μεταφέρεται φορτίο.

Όταν φορτωθεί το φορτηγό, θα κατεβάσει τον τεμπέλη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μηχανή που σου παίζει τον πούτσο σου άμα τον βάλεις μέσα. Αλλά και η κοπέλα που κάνει πίπα με αυτόματο μηχανικό τρόπο και καλό ρυθμό.

Τσιμπουκιέρα τσιμπουκιέρα μοιάζεις με την φοντανιερα,
Το ψωμακι σαν βουτισεις κωλαρακι θα δωρισεις
Βουτα όλη την σαλτσουλα αυτό δεν σε κάνει τσούλα
Το τυράκι αν τσιμπισεις ισως να τον κολατσισεις
Τι και αν γύρισα τον κόσμο το αιδίο μυρίζει διόσμο
Κωλαράκι άμα δωσεις την βραδιά ισως να σώσεις.
http://juanitopoet.blogspot.gr/2009/12/blog-post_30.html

Παραλλαγή του γνωστού και μη εξαιρετέου φραπεδάιζερ (από Khan, 30/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηριστική αμερικάνικη γυμνή μοτοσικλέτα με χαμηλωμένο σκελετό, μακρυά πιρούνια και μαϊμουδιάρικο τιμόνι (ape hanger). Στα αγγλικά chopper το οποίο προέρχεται από το αγγλικό chop που σημαίνει κόβω.

Για την ιστορία, μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο υπήρχαν στην Αμερική πολλές, στρατιωτικού τύπου, βαριές μηχανές τις οποίες ξεκινώντας από την δεκαετία του 60΄ άρχισαν να μοντάρουν, κόβοντας όλα τα περιττά μέρη, ώστε να τις κάνουν πιο ελαφριές και γρήγορες. Αυτές οι μηχανές ονομάζονταν Bobbers. Στη συνέχεια άρχιζαν να πειραματίζονται περισσότερο κόβοντας και ξανά-κολλώντας τους σκελετούς σε διάφορες θέσεις, κόβοντας τα φτερά, προσθέτοντας μακρυά πιρούνια και περίτεχνα τιμόνια, γουρούνια πίσω λάστιχα, σέλες και "sissy bars" για να αράζει ο τσοπεράς και η σκύλα του. Έτσι γεννήθηκαν οι μηχανές τσόπερ και μέχρι το 70΄ πολλοί πρώην Αμερικανοί στρατιώτες και άλλοι επέκτειναν την σημασία της λέξης σε έναν χίππικο αλλά και σκληροτράχηλο τρόπο ζωής δημιουργώντας συμμορίες μηχανόβιων. Τις δεκαετίες του 80΄ και του 90΄ τα τσοπέρια ήταν πλέον στύλ και τότε η φάση ξεμπουρδελεύτηκε και εντάχθηκε κανονικά στο καπιταλιστικό μοντελό με φουλ αερογραφίες, νίκελα, πίσω λάστιχα πιο φαρδιά κι από το κώλο της μάνας σου και λοιπές μαϊμουδιές. Παρ΄ όλα αυτά υπάρχει ακόμα αρκετό μεράκι και τσοπεράδες που το ζούνε και δουλεύουν τις μηχανές τους.

-Βγήκες πουθενά χτές;
-Πήγα alligator για μια μπύρα, είχε σκάσει ένα τσοπέρι bonnie αρουραίικο, μούνα ρε.

Easy Rider 1969

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified