Αστειατόρικο λολοπαίγνιο με το δεν έχω στον ήλιο μοίρα. Αν θελήσουμε να βρούμε κάποιο νόημα πέρα από τον τιραμισουρεαλισμό της τροπής της πρωτότυπης έκφρασης που αναφέρεται στην μοίρα υπό τον ήλιον, τότε θα λέγαμε ότι η μπίρα και δη η περιπτερόμπιρα είναι ένα από τα πλέον φτηνά ποτά, προτιμώμενο από τους φτωχούς, που δυσκολεύονται να έχουν πρόσβαση σε ακριβά κοκτέλια και καραουισκάκια. Εξ ου και η συναφής τροπή γνωμικού: Όπου φτωχός κι η μπίρα του. Μια μπίρα δε, όχι παγωμένη, ούτε στο ψυγείο ενός σπιτιού, αλλά στον ήλιο μπορεί να διαθέσει στον εαυτό του ακόμη κι ένας άστεγος με τα λίγα ευρώπουλα που θα βγάλει από τη φιλανθρωπία. Ωσεκτουτού, όποιος δεν έχει στον ήλιο μπίρα είναι ζάφτωχος και εντελώς τελείως λούζερ. Νταξ η έκφραση πιο πολύ για το σουρεαλιστικό λολάδι χρησιμοποιείται, από πάσχοντες από σεφερλίτιδα.

  1. Δεν έχουμε στον ήλιο μπύρα! Τι συμβαίνει με τους νέους στην εποχή μας; Τι κρύβεται πίσω από τα πρόσωπα των 20χρονων που είτε σπουδάζουν είτε έχουν ενταχθεί ενεργά στην... εργατιά; (Εδώ).
  2. Δεν έχουν στον ήλιο μπίρα. Το θερμόμετρο στο κέντρο του Καράκας αυτές τις ημέρες δείχνει 29ο C, ωστόσο η υγρασία κάνει την ατμόσφαιρα αποπνικτική... Μία κρύα μπίρα θα ήταν ένα αναζωογονητικό διάλειμμα για τους Βενεζoυελανούς αλλά ακόμη κι αυτή αναμένεται να γίνει είδος πολυτελείας σε λίγο καιρό. (Εδώ).
  3. Δεν έχουμε στον ήλιο μπύρα... Μια φορά κι έναν καιρό σ έναν πλανήτη του Ηλιακού συστήματος υπήρχε ένα υπέροχο κομμάτι γης. Ένα χωράφι φιλέτο. Στα παλιά χρόνια ονομαζόταν Ελλάς, τώρα πια την ονομάζουν GREECE. Στους παλιούς καλούς καιρούς οι κάτοικοι του χωραφιού ήταν λαμπρά μυαλά. Δίδαξαν στον υπόλοιπο πλανήτη τέχνες και επιστήμες, αθλητισμό και αστρονομία. Μέχρι τον αθλητισμό καλά πήγαιναν, με το που ασχολήθηκαν με την αστρονομία το πράγμα στράβωσε. (Η συνέχεια εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο έκδηλης μέθης άνθρωπος ο οποίος σαρώνει τα πάντα στο διάβα του.

- Χτες πήγαμε για μπύρες με τον Τάκη και έγινε τέροριστ. Έπασε 2 stand και την τζαμαρία και δεν κατάλαβε τίποτα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πετάω με αναθυμιάσεις / fly on fumes.

Έκφραση που σηματοδοτεί την έναρξη χρονικής διάρκειας κατά την οποία η ποσότητα του αλκοόλ που βρίσκεται στα ποτήρια ή /και στις κανάτες / μπουκάλια φτάνει σε ενοχλητικά χαμηλά δια τους συνδαιτημόνας επίπεδα.

Δευτερευόντως ανταποκρίνεται και στην φάση του ξενερώματος κατά το μεθύσι κατά την οποία οι εξερχόμενοι από την μέθη αρχίζουν να αντιλαμβάνονται την κάμψη της χαλαρωτικής επίδρασης του αλκοόλ και ζητούν επαναληπτική δόση δια την επάνοδό τους στην πρωτύτερη κατάσταση όποτε είχαν κάνει κεφάλι.

Προέρχεται ιστορικά από την ταίνια ''Die Hard'' (Πολύ Σκληρός για να Πεθάνει) 2, αυτή με τον Μπρούς Γουίλις, κατά την οποία ο πιλότος ενός επιβατηγού αεροσκάφους ομιλεί την παραπάνω φράση '' We're flying on fumes'' σε ασύρματη συνομιλία με τον πύργο ελέγχου.

Εκστομίζεται από πότες ή μπύρωες που έχουν κάνει ήδη κεφάλι από το πιοτό και βλέπουν τα καύσιμά τους να τελειώνουν. Άμεσος σκοπός η παραγγελία νέου ποτού ή το γέμισμα των ποτηριών από ήδη αγορασμένη ποσότητα αλκοολούχου σκευάσματος.

Συνώνυμες φράσεις:
''Άναψε το λαμπάκι του ντεπόζιτου'', ''μένουμε από καύσιμα'', οι οποίες έχουν παρόμοιο νοηματικά, πλην όμως φτωχότερο αργκοτικά, περιεχόμενο.

- Τώρα παράγγειλα άλλα δύο διπλά ουίσκια.
- Σωστόόόόός, πετούσαμε με αναθυμιάσεις εδώ και μισή ώρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που λέγεται σε κάποιον /-α που είναι έρμαιο του πάθους του, του αλκοόλ ή του τσιγάρου.

Ρε ντίρλα, πιες ένα κιλό, όχι τρία κιλά στην καθισιά σου, έλεος ...είπαμε να το πίνεις, όχι να σε πίνει.

drunk (από georgegreek, 28/12/11)Σε έφαγε το αρνί Μιχαλάκη μου... (από Galadriel, 29/12/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν έχω απόλυτη αίσθηση της απόστασης (πχ στο πεζοδρόμιο, σε σκαλοπάτι), εξαιτίας της επίδρασης ξιδιών ή ναρκωτικών.

Χάνω δηλαδή το επίπεδο στο οποίο θα έπρεπε να πατήσω ώστε να μην πέσω.

- Βγες ρε μαλάκα από το αυτοκίνητο! - Δεν μπορώ, έχασα τα επίπεδα...

(από ironick, 19/06/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν η κατανάλωση αλκοόλ ή απαγορευμένων ουσιών μπορεί να σε φτάσει στο σημείο χαλάρωσης που νομίζεις ότι είσαι έτοιμος να χεστείς στα βρακιά σου. Είναι συνήθως συναίσθημα δευτερολέπτων στο οποίο κοιτάς σαν ηλίθιος το κενό και σκέφτεσαι «πόσο σκατά μπορεί να είμαι;»

  1. - Με πήραν τηλέφωνο ο Γιάννης και ο Κώστας.
    - Ε, και;
    - Έρχονται.
    - ΟΚ. Βάλε λίγο ουισκάκι ακόμα.
    - Να ρωτήσω κάτι;
    - Ρίχ' το.
    - Ποιος είναι ο Γιάννης και ο Κώστας;
    - Δεν τα ξέρω τα παλικάρια.
    - Πω πω χέσιμο...

  2. - Χε χε
    - Τι γελάς ρε μαλάκα;
    - Χε χε χε
    - Τι γελάς ρε; 'Έχασα κανένα αστείο; Τι τσιγαράκι είναι αυτό;
    - Χέσιμοοοο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καταναλώνω κάτι υγρό.

Συνήθως αναφέρεται σε αλκοόλ.

  1. Πρώτος μου σταθμός, ήταν το περίπτερο της γειτονιάς μου, φυσικά για να πάρω τσιγάρα και κάτι για να βρέξω το λαρύγγι μου καθώς θα βολτάρω (από εδώ)

  2. Έχοντας επάξια τον τίτλο «ουίσκι κόκα κόλα», δεν θα μπορούσε να μην τον... δικαιολογήσει, όταν μάλιστα τον «έχτιζε» με κόπο και... ξενύχτια για χρόνια ολόκληρα.
    Ναι, για τον Σίντνεϊ Γκοβού γίνεται ο λόγος, μιας και το παιδί θέλησε να βρέξι λίγο το λαρύγγι του. Κάτι η διακοπή του πρωταθλήματος, κάτι τα... ωραία μαγαζιά της Πειραιώς, έκαναν τον Γάλλο άσο του Παναθηναϊκού «να το ρίξει έξω βρε αδελφέ...»
    (από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται στην κατάσταση που έχει περιέλθει κάποιος έπειτα από υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ: συγκεκριμένα στην πολλαπλή αποβολή ασυνήθιστα μεγάλης ποσότητας γαστρικού περιεχομένου εκ του στόματος.

Ο «κώλος» χρησιμοποιείται αυθαίρετα και συνειρμικά, καθώς ο περί ου ο λόγος ντίρλας αποβάλει τα ίδια του τα σωθικά, έχοντας χάσει τον έλεγχο του εαυτού του.

Ρε τα έμαθες για τη Βάλια;Προχθές που βγήκαμε έξω ήπιε όλο το Βόσπορο και μετά ξέρναγε το κώλο της.Αφού τη πήγαμε στο νοσοκομείο και τη βάλανε στον ορό για να συνέλθει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λευκό δέρμα, ωχρό πρόσωπο, μαύροι κύκλοι κάτω από τα μάτια. Ειρωνικό, για τον άνθρωπο που δεν τον βλέπει ο ήλιος επειδή τριγυρνάει σε μέρη σκοτεινά με σκοπό το πιοτί. Παλιομοδίτικος τρόπος ζωής, που έχει όμως ακόμα οπαδούς.

Ασίστ: Ν.Μ., φίλος πότης.

- Πάμε για κανα μπανάκι ρε συ να σε δει λιγάκι ο ήλιος να πάρεις χρώμα.
- Ρε δεν έχω ανάγκη εγώ, έχω το μαύρισμα του πότη.

(από alamo, 21/06/10)Ο Μπουκόφσκι στα 70 του (από Khan, 23/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που χρησιμοποιείται όταν κάποιος έχει τσαλακώσει τόσο πολύ αλκοόλ, που δε τον βαστάνε τα πόδια του.

Βέβαια επειδή η έκφραση αποδίδεται σε βετεράνους που αρρωσταίνουν με νύχτα, οι εν λόγω γονυπετείς συνεχίζουν τον ανήφορο της νύχτας τους μέχρι να πέσουν τελικά σαν τον Απόλλο...

Λέγεται και σκέτο «γόνατα».

  1. - Θα μαζευτούμε σε κάνα σπίτι ρε πριν βγούμε να πιούμε τίποτα;
    - Ναι ρε, μην ανησυχείς, πίνουμε μια κάλα σπίτι μου και μετά σκάμε στα γόνατα ακρωτήρι.
    - Αρρωσταίνεις με νύχτα τελικά!

  2. Περιγράφοντας σ' έναν φίλο το προηγούμενο βράδυ:
    - Πώς περάσατε τελικά χθες;
    - Εγώ δεν ήπια πολύ, αλλά ο Τέο ήπιε το βόσπορο πάλι.
    - Πόσο δηλαδή;
    - Άσ' το ρε, γόνατα σου λέω.

(από notheitis, 11/06/10)

Λέξεις για την υπερβολική μέθη: αλοιφή, γκολ, γόνατα, ζαμπόν, ζάντα, κόκαλο, κομματιανός, κουδούνι, κουνουπίδι, κουρούμπελο, κώλος, λιάρδα, λιώμα, μουνί, ντίρλα, πίτα, πλακάκι, σβερκώνω, σκνίπα, σταφίδα, στειλιάρι, στουπί, στρακόττο, τάπα, τούτζι, τσαλμπουράνι, τύφλα, φέσι, φέτα, φσέκι, χώμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified