Ποδοσφαιρικό, εμπνευσμένο από την ξερή. Ο άσχετος αμυντικός.

- Καλό το σέντερ μπακ του Πανακρατηριακού;
- Μπά, δεν κόβει μπάλα ούτε με βαλέ...

Got a better definition? Add it!

Published

Μπατίρισα, χρεοκόπησα, έμεινα ταπί και ρέστος, μου ’φαγες όλα τα δαχτυλίδια.

«Στα ‘δωσα όλα και έμεινα στον άσσο
έτσι θέλησα να σου εκφράσω
πως τη μέρα που θα φύγεις θα καταστραφώ»
(Η γυναίκα του Ντέμη)

Άσσος στα χρέη (από Vrastaman, 11/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα ρέστα είναι το υπόλοιπο. Αυτό που μένει. Ό,τι έχει μείνει και δεν μείνει. Ό,τι έχω και δεν έχω. Από το ιταλικό resto αλλά η λατινογενής ρίζα της λέξης υπάρχει σε πολλές Ευρωπαϊκές γλώσσες.

Η έκφραση δίνω ρέστα είναι άκρως πολυσήμαντη.

  1. Στην μη σλανγκ εκδοχή της, σημαίνει απλά επιστρέφω στον πελάτη τη διαφορά ανάμεσα στα χρήματα που μούδωσε και την αξία αυτού που αγόρασε. (παρ. 1)

  2. Στην γλώσσα της πόκας, δίνω ρέστα σημαίνει ποντάρω τα πάντα, ως και την τελευταία μάρκα. Επίσης λέγεται και λέω τα ρέστα μου, πάω τα ρέστα μου, βάζω τα ρέστα μου, παίζω τα ρέστα μου ή - για όσους έμαθαν πόκα απ'το ίντερνετ - all in. (παρ. 2) Φυσικά, όταν πάω τα ρέστα μου, είμαι, ή θέλω να δείξω ότι είμαι, απόλυτα βέβαιος για το φύλλο μου. Έτσι, από την πόκα η έκφραση έχει περάσει και αλλού για να δείξει την τέλεια σιγουριά. (παρ. 3)

Όταν λέω ρέστα μένω, εννοείται, ταπί - ή, και ταπίν.

  1. Δίνω ρέστα στην τρέχουσα αργκό σημαίνει ενθουσιάζομαι, τρελλαίνομαι με κάτι, κόβω τις φλέβες μου, μ' αρέσει κάτι όσο δεν πάει. (παρ. 4 & 5)

  2. Επίσης στην τρέχουσα αργκό, δίνω ρέστα σημαίνει και κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ, υπερβάλλω τον εαυτό μου, κάνω καταπληκτική εμφάνιση. (παρ. 6 & 7)

  3. Σπανιότερα, δίνω ρέστα μπορεί να σημαίνει το ίδιο από την αρνητική του πλευρά - δηλαδή, κάνω υπερπροσπάθεια, το παρακάνω και, κατά συνέπεια, εξαντλούμαι. Η φράση εδώ χρησιμοποιείται περίπου ως συνώνυμο του τα φτύνω ή τα παίζω. (παρ. 8 & 9)

Πολύ διαφορετική είναι η έκφραση ζητάω (τα) ρέστα - ενώ φταίω για κάτι, προσπαθώ να μεταθέσω την ευθύνη και να βγω κι από πάνω.

  1. Ένας ταξιτζής στην Ελλάδα δεν θα καταφέρει ποτέ να σου χαλάσει το χαρτονόμισμα που του δίνεις. Κι ας είναι υποχρεωμένος από το νόμο να μπορεί να σου χαλάσει ακόμα και 100 ευρώ, σαν κατάστημα ... Θα απαιτήσει να στρογγυλοποιηθεί η τιμή του ταξιμέτρου, και δεν θα σου δώσει ποτέ τα ρέστα σου ακριβώς - μα ποτέ! - κάτι σαν με-το-έτσι-θέλω μπουρμπουάρ! (Από το fug.gr)

  2. Λέω ντούκου και πίνω μια γουλιά καφέ, εκείνος με περιμένει να αφήσω την κούπα κάτω και ανοίγει με 1000. Χτυπάει με φοβερή συνέπεια από την αρχή, δεν μπορεί να κάνει πίσω τώρα (σκέφτομαι). Αν θέλει να με βγάλει θα έβαζε ρέστα, άρα τι θέλει να μου πεί; Έχω μπερδευτεί. Πιθανότατα έχει φουλ, ξέρει ότι είναι δυνατός, αλλά δεν υπολογίζει ότι εγώ είμαι ακόμη πιο δυνατός!! (Από το http://valtanapane.wordpress.com/)

  3. - Εμένα δεν μου το βγάζεις απ' το μυαλό ... πάω ρέστα ότι γαμιέται αβέρτα κουβέρτα κι ας το παίζει παρθενοπιπίτσα ...

  4. Λάτρεψα πολλές ταινίες, αυτή που με σημάδεψε όμως είναι το «Άνθρωπος στο φεγγάρι'' (Μan on the moon) με τον Τζιμ Κάρευ. Δίνω τα ρέστα μου γι' αυτόν τον ηθοποιό ... (Από το www.giapraki.com)

  5. Από τα άλλα μου αρέσει πάρα πολύ η κοτόσουπα, η φασολάδα και οι φακές αλλά δίνω ρέστα για πίτες όλων των ειδών (ποντιακές και βλάχικες) πλην της γαλατόπιτας, αυτή δεν μπορώ να την φάω με τίποτε. (Από το www.neos-forum.com)

  6. Θεϊκό!!!! Έδωσες ρέστα!!! (Σχόλιο σε φόρουμ από το www.lifo.gr)

  7. Κι επειδή την Μαριάντα Πιερίδη δεν αρκεί μόνο να την ακούμε αλλά επιβάλλεται και να την βλέπουμε, το παρόν single περιλαμβάνει και το video clip του τραγουδιού «Θα δώσω ρέστα» που σκηνοθέτησε ο Γιώργος Γκάβαλος! Η νέα Μαριάντα Πιερίδη κυριολεκτικά δίνει ρέστα! Δεν έχετε παρά να το διαπιστώσετε! (Από το air.greekradio.de)

  8. Είμαι ψώνιο γενικά, το παραδέχομαι, εκεί όμως που δίνω τα ρέστα μου είναι στην επιλογή των αεροπορικών εταιριών... εκεί φτάνω στον κολοφώνα του ψώνιου μου... Δόγμα μου είναι «όσο πιο περίεργα, πιο μπερδεμένα, πιο μυστήρια, πιο στραβά τόσο πιο καλά...» (Από το www.travelstories.gr)

  9. Έδωσα ρέστα σήμερα και η μέρα δεν έχει πάει ακόμη για ύπνο. Που σημαίνει ότι μπορεί να το παρακάνω… κι άλλο! (Από το www.blogosfaira.com)

Βάζει τα ρέστα του. Συγκεκριμένα, τα σπρώχνει. (από poniroskylo, 21/12/08)Η Μαριάντα δίνει ρέστα (από poniroskylo, 30/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πιο δυνατό χαρτί στο πόκερ. Λέγεται για τρελές ευκαιρίες, για κάτι πολύ καλό που τυχαίνει σε κάποιον.

- Πω ρε είδες τον Τάσο, πώς την έριξε εκείνη την ξανθιά θεογκόμενα;
- Είδες; Φλος ρουαγιάλ ο Τάσος...

Φλος ρουαγιάλ (από poniroskylo, 09/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αμορτί, κυριολεκτικά, είναι ένα μικρό, αμελητέο κέρδος στο λαχείο. Συγκεκριμένα, αν το τελευταίο νούμερο του λαχείου που κρατάμε συμπίπτει με το τελευταίο νούμερο του πρώτου αριθμού, του αριθμού που κερδίζει το τζάκποτ, τότε κι εμείς κερδίζουμε δυο φορές την αξία του λαχείου μας –την σήμερον ημέρα, ας πούμε, θα πάρουμε 20 ευρώ. Κι αν συμπέσουν τα δυο τελευταία νούμερα, τότε παίρνουμε 40 ευρώ –δες και το μήδι 1. Βγάζουμε, δηλαδή, την επένδυση μας –την αποσβένουμε– και κάτι παραπάνω. Αυτό τα μικρά κέρδη από τα αμορτί είναι που νομιμοποιούν την Διεύθυνση Κρατικών Λαχείων να μας πλασάρει χρόνια τώρα το κατ' εξοχήν παραπλανητικό και μούφα σλόγκαν «Ο Ένας στους Δύο Κερδίζει» –δες το μήδι 2.

Εννοείται ότι αυτοί που παίζουν τακτικά λαχεία τα κέρδη του αμορτί δεν τα παίρνουν ποτέ σε ρευστό αλλά πάντα σε λαχεία για την επόμενη κλήρωση.

Μεταφορικά, την έκφραση αμορτί (το πιάσαμε, το πήραμε ή ήρθε) την χρησιμοποιούμε για να δηλώσουμε ότι:

  • μπορεί να μην ήρθαν τα πράματα όπως ιδανικά θα θέλαμε και να μην κερδίσαμε τον πρώτο αριθμό αλλά δεν φάγαμε και την απόλυτη ήττα και κάπου έχουμε συμβιβαστεί και πάλι καλά είμαστε λέμε –έτσι το μεταχειρίζεται ο Μητροπάνος στο μήδι 3– ή, ότι
  • στο τσακ του τσακός ήτανε να κάνουμε την καλή αλλά –γαμώ την ατυχία μου μέσα– κάτι δεν έκατσε πάλι και πάλι μείναμε στα ψιλολόγια.

    Η τέλεια πανωλεθρία, βεβαίως, συνοψίζεται στην έκφραση ούτε αμορτί. Ρε πστ μου!

Από τη γαλλική λέξη amortir, που σημαίνει ακριβώς κάνω απόσβεση. Είναι η ίδια λέξη από την οποία προκύπτει και το αμορτισέρ (amortisseur) που, στη λόγια γλώσσα, λέγεται αποσβεστήρας κραδασμών.

  1. Νταξναούμ, τα πολλά τα φράγκα η γριά τάφησε στο Σύλλογο Προστασίας Απόρων Κορασίδων «Η Παρθενοπιπίτσα» και ξύσ' τ' αρχίδια σου με τον γκασμά αλλά πιάσαμε κι εμείς το αμορτί... τη γκαρσονιέρα στην Τούμπα την είχε γράψει στη Μαιρούλα...

  2. – Κι έχει πάει 90+1 και κρατάει το 1-0 η Χετάφε μέσα στο Μπερναμπέου και λέω, αγόρι μου, πάμε ταμείο και από το τίποτα γίνεται μια φάση κουλή και... αυτογκόλ...
    – Και πήγε στον κουβά η ιστορία;
    – Όχι ακριβώς... γιατί είχα σμπρώξει και δέκα γιούρια στο Χ... αλλά, τι τα θες, μια ζωή αμορτί... που θα πάει, όμως... θα γυρίσει ο τροχός, θα γαμήσει κι ο φτωχός...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ή «παίρνω αμπάριζα και βγαίνω».

Συχνότατα χρησιμοποιείται και σε παρελθόντα χρόνο, σαν «πήρα αμπάριζα», «πήρε αμπάριζα».

Η λέξη αμπάριζα είναι Αλβανικής προελεύσεως και σημαίνει ή «ορμητήριο» ή «φωτιά», δεν γνωρίζω ακριβώς.

Η δε φράση προέρχεται από την «αμπάριζα», ένα παλιό αγορίστικο παιδικό παιχνίδι ανοιχτού χώρου, που παιζόταν από δύο ομάδες:

Ένας παίκτης της μιας ομάδας έβγαινε από την αμπάριζά του και πλησίαζε την αντίπαλη αμπάριζα προκαλώντας και κοροϊδεύοντας τους παίκτες της. Τότε κάποιος αναλάμβανε να τον κυνηγήσει και ο πρώτος παίκτης υποχωρούσε προς το στρατόπεδό του, ώστε να ακουμπήσει την αμπάριζά του για να ανανεώσει την «φωτιά» και να είναι δυνατότερος από τον καταδιώκοντα. Ή, μπορούσε ένας άλλος παίκτης να «βγει» από την αμπάριζα για να καταδιώξει τον επελαύνοντα αντίπαλο. Όποιος δηλαδή «έβγαινε» τελευταίος από την αμπάριζα, ήταν πιο δυνατός. Και γι' αυτό το φώναζαν: «παίρνω αμπάριζα και βγαίνω». Δηλαδή; δεν υπολογίζω κανέναν και ορμάω μέσα σ' όλα.

Μέχρι φυσικά ν' ακουγόταν ένα νεότερο «παίρνω αμπάριζα και βγαίνω».

-Τί γίνεται, θα τα καταφέρεις με τους χτίστες;
-Βρε παίρνω αμπάριζα και ζήτω που χεστήκανε!

===

-Τα έβγαλε πέρα ο Γιώργος με τους συγγενείς του; -Ρε πήρε αμπάριζα σου λέω και δεν ξέρανε που να κρυφτούνε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλαιά έκφρασις, (μάλλον ακόμα εν ισχύι), που σημαίνει σπαταλώ μανιωδώς (δηλ. μαλακωδώς) το υστέρημά μου στα μηχανάκια (βλ. Μένης Κουμανταρέας) / φλιπεράκια / ούφο (βλ. και «ουφάδικο») / μπιμπλίκια (ηχοποίητον) / φρουτάκια (ενήλικος τηλε-αυνανισμός δίκην τζόγου βλ. γνωστόν σκάνδαλον με πατρινόν πασόκον βουλευτήν) κ.ά.

Το ρήμα «ταΐζω», προκειμένου δια χρηματοδότησιν-θρέψιν της χίμαιρας του τζόγου δεν είναι άγνωστον και εις έτερα τυχηρά παίγνια (π.χ. οι αλογομούρηδες λένε: «Πάμε να ταΐσουμε τ' αλόγατα» βλ. και Κ. Μπουγάς «Το άλογο το φαβορί»), ενώ παλαιά εις το μπαρμπούτι, οι κουμαρτζήδες έλεγον «πάμε να τον χώσουμε» = ν' ακουμπήσουμε / στάξουμε / πέσουμε το παραδάκι).

Εις τα συνοικιακά μπιλιαρδάδικα / φλιπεράδικα και λοιπά κρίμα-κι-άδικα (προ ίντερνετ και πλέι-στέισον), όπου η πάλαι ποτέ μητρική ιαχή «Τάκηηηηηη! Μακριά απ' τον κηπουρόοοοο!», απηχούσεν αλήστου μνήμης εποχάς ανησυχίας περί του ανιούλου απηθυσμένου, δεδομένου ότι οι μετ' εφήβων συγχρωτιζόμενοι επαγγελματίαι (π.χ. ψιλικατζείς, πλανόδιοι πωληταί ερίου γραίας, κηπουροί, καραγκιοζοπαίκται, στραγαλάδαι, επιδιορθωταί ποδηλάτων κλπ), αρέσκοντο εις την λακέρδαν και οι πιτσιρίκοι έβγαιναν με τον κώλο φινιστρίνι, συνηγελάζοντο λαϊκοί νεανίαι, οίτινες σκορπούσανε το πενιχρόν χαρτζηλίκι των στα μηχανήματα του διαόλου, ίνα ξεκαβλώσωσιν, ελλείψει ετέρων ενδιαφερόντων (π.χ. ποιος έγραφε τον γιο του ωδείον; = Τί; Πούστης θα γίνει;) ή γκόμινας (για να γαμήσεις έπρεπε να πας στα μπουρδέλα ή να παντρευτείς)...

Εις τον αυτόν χώρον, ενδημούσεν υπό τα αδιάφορα όμματα των κερδοσκόπων τέως καφετζήδων, κάθε καρυδιάς δικοτυλήδονον: Παπατζήδες, μικροκλέφτες, πρεζάκηδες, χασικλήδες, βαραόντα, όλα τα μαχαιρώνω, λόμπες, άνεργοι, αργόσχολοι, μπανιστηριτζήδες, βαπόρια και άλλαι συμπαθείς κοινωνικαί τάξεις, ώστε άν το μειράκιον εξέμενε από ψιλή και είχεν αποκτήσει την έξιν του παιγνίου, δεν είχε παρά να διαλέξη...

Ούτω πως, μεταξύ άλλων αγορίστικων συγκριτικών διακριτικών ισχύος, προσετέθη (ήδη από της πουτάνας δεκαετίας του '50) και η ικανότης τερματίσεως-μηδενισμού του φλιπερακίου, με τον ολιγώτερον κατά τον δυνατόν οβολόν.

Άλλωστε, η ποικιλία και η εναλλαγή των εικόνων και των άθλων που καλείτο να καταγάγη ο παίκτης εις έκαστον επίπεδον («πίσταν»), εξήπτεν την φαντασίαν των παρισταμένων και συνεπώς, ο δυνατός παίκτης ήτο εκείνος «που τους πήγαινε μακρύτερα»...

Μάλιστα, παλαιά ηδύνατο ο τερματίσας το παίγνιον να ξαναπαίξη αυτομάτως από την αρχήν δίχως αντίτιμον ή προσφυγήν εις τα μεγάλα μέσα: Π.χ. Στράβωμα κέρματος ή Ρίψιν του αυτού νομίσματος δεμένου με πετονιά ώστε να ξανατραβιέται επ' άπειρον ή ακόμα και (από τους τολμηρότερους) αναποδογύρισμα του μηχανήματος προς άγραν ψιλών(!)

Τότε, παρενέβαινε αντίζηλος τις, (ιδίως οσάκις παρίσταντο έκθαμβαι κορασίδες αμφιβόλων ηθικών φραγμών), ίνα μετριάση τον θρίαμβον του ικανού παίκτου και έλεγεν δηλητηριωδώς: «Το 'χεις ταΐσει καλά βλέπω!» ήτοι, έχεις σπαταλήσει μια περιουσίαν, ώστε να δύνασαι να γνωρίζης όλα τα κόλπα του συγκεκριμένου παιγνίου και να φθάνεις αλωβήτως εις το τέλος = Δεν είσαι μάγκας, αλλά τα χώνεις γερά... Δηλαδή, ακόμη και το άψυχον τηλε-παίγνιον είχε κοινωνικόν τινά χαρακτήρα, αφού παρίσταντο κι άλλοι και συμμετείχον παντοιοτρόπως εις αυτό, πλησίον του παίκτου ιστάμενοι, ενώ σήμερον προτιμάται η κατά μόνας αποβλάκωσις ανηλίκων τε και ενηλίκων(!)

Αλλά ήδη το νοσταλγικόν «μάμε» (Multiple Arcade Machine Emulator) σηματοδοτεί ότι η ανωτέρω εποχή μας έχει αφήσει γεια, βγάζοντας την γλώσσαν τρόπον τινά εις τους παλαιοτέρους με το ηχητικόν σήμα των (δωρεάν πλέον) credit, ωσάν να πίπτωσιν αι μετρημέναι δραχμαί μας...

Μαλάκα, μου 'δωσε κανονάκι! Τελευταία πίστα και το μηδενίζω!
— Εμ, αφού κάθε μέρα εδώ είσαι! Το 'χεις ταΐσει το μηχάνημα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο νεοέλληνας, ως γνωστό, έχει γεννηθεί με διδακτορικό στο κωλοβάρεμα. Σε περίπτωση συγκέντρωσης τριών διδακτόρων στον ίδιο χώρο, το κωλοβάρεμα τριπλασιάζεται ως μέγεθος. Θεωρείται δε τόσο φυσιολογική αυτή η κατάσταση που το μόνο που μπορεί να συμβεί για να αλλάξει είναι να εμφανιστεί κάποιος τέταρτος, δρ και αυτός, για να συμπληρωθεί το καρέ που απαιτείται ώστε να παιχτεί η πρέφα (το γνωστό χαρτοπαίγνιον).

Στην αργκό η έκφραση απευθύνεται πάντα στον εμφανιζόμενο τέταρτο από τον γαμάω της τριπλέτας.

- Τι κάνετε εσείς εδώ;
- Τι να κάνουμε αδερφέ μου, περιμένουμε τέταρτο για πρέφα.

Ζητείται τέταρτος... (από Stravon, 08/09/09)όλα κι όλα, το θέλει το διδακτορικό της!!! (από Stravon, 08/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο τάβλι υφίσταται μια εθιμοτυπία. Δεν είναι ούτε μπριτζ ούτε σκάκι, να παίζεται στα μουγκά.
Δεν είναι γνωστό αν ο Θεός παίζει ζάρια, αλλά είναι σίγουρο ότι ο Μακιαβέλι θα ήταν τρανός ταβλομάχος.

Η εν λόγω, είναι μια από τις πολλές ειρωνικές και ψευδο-αφελείς εκφράσεις, που χρησιμοποιούνται όταν η ενδεικνυόμενη κίνηση είναι ηλίου φαεινότερη και η νίκη βέβαιη. Ο έχων το πάνω χέρι χαζο-διερωτάται, πώς να παίξει την οφθαλμοφανώς ευνοϊκή ζαριά, πράγμα που κρύβει σαδισμό, αφού καλείται (δήθεν) ο γαμούμενος αντίπαλος να υποδείξει τον τρόπο με τον οποίον θα πουτσισθή...

Η έκφραση μπορεί να λεχθεί αφού ο παίκτης φέρει την ευνοϊκή ζαριά (π.χ. εξάρες), αλλά και (υποθετικά) πριν ακόμα ρίξει, δηλαδή μόλις τελειώσει το παίξιμό του ο αντίπαλος, που έχει αφήσει ανοικτούς λογαριασμούς στο ενδεχόμενο να φέρει στην συνέχεια ο παίκτης μια συγκεκριμένη ζαριά, με την οποίαν π.χ. θα πλακώσει πούλι του αντιπάλου, θα κάνει εξάπορτο κλπ. Έτσι, λέει ο παίχτης π.χ.: (Αν φέρω) «τα πεντάρια μου, πώς θα τα παίξω;» Πολλές φορές, ο εκνευρισμένος αντίπαλος θα αναγκασθεί να πει: «Βρέ, παίξε εκεί τώρα»...

Σημειωτέον η επικαλούμενη ευνοϊκή ζαριά (π.χ. ντόρτια, έξι-πέντε κλπ αναλόγως), πάντοτε συνοδεύεται από την κτητική αντωνυμία «μου», δηλαδή δικαιωματικά μου ανήκει-αξίζει να φέρω αυτό το συγκεκριμένο ζάρι, γεγονός το οποίον παραπέμπει αφ’ ενός στην δεισιδαιμονία των τζογαδόρων πριν να κάτσει η ζαριά, αφ’ ετέρου αφού κάτσει, επιρρωνύει το ταβλαδόρικο, αυτο-εξιλεωτικό της κωλοφαρδίας θέσφατο: «Ο καλός ο παίκτης έχει και καλό ζάρι-δεν συμβαίνει όμως απαραίτητα και το αντίστροφο».

Αν δεν έρθει η καλή ζαριά, τότε ο αντίπαλος λέει: «Έχει και τέτοια μέσα!» και τραβάει (κρυφά) μια βαθιά αναπνοή...

Στη συνέχεια, ο παίκτης σε περίπτωση που κάθεται η ευνοϊκή (γι’ αυτόν) ζαριά, συνήθως καμώνεται ότι παραπονιέται, π.χ. λέει «πάλι;», «όχι ρε γαμώτο!» κλπ και χτυπά τον αντίπαλο δήθεν δύσθυμος, για να μην διαπράξει ύβρι τρόπον τινά, ενώ ταυτόχρονα σπάει τ’ αρχίδια του αντιπάλου κωλυσιεργώντας, αφού τον γαμεί και τον φουμάρει κι από πάνω.

Αντίθετα, αν ο αντίπαλος αφού τελειώσει το παίξιμό του, μένει εκτεθειμένος σε ενδεχόμενη ψωλιά, είτε ένεκα αβλεψίας, είτε γιατί δε γίνεται αλλιώς (φορσέ), τότε ο παίκτης του δείχνει το έκθετο πούλι και ταυτόχρονα λέει πριν τραβήξει: «Τούτο;» ή «Τούτο νυφούλαμ’;» ή «Τούτο μαρ’ νύφ’;» (Ρούμελη), δηλαδή δήθεν διερωτάται με συμπόνοια τί θ’ απογίνει το έρημο το πούλι σε περίπτωση που το τσακώσει, φέρνοντας ένα συγκεκριμένο συνδυασμό.

Αν όμως ο αντίπαλος έχει στην πραγματικότητα πενταετές πλάνο υπ’ όψη του και αποκοιμίζει τον παίκτη, περί δήθεν μαλακισμένης κινήσεώς του, τότε απαντά απαθώς: «Εγώ θα το παίξω κι αυτό» ή «για πάρτη μου», (το τελευταίο λέγεται και στο μπαρμπούτι).

Παρά ταύτα, όσο στο τάβλι το βάθρο του νικητή θα έχει θέση μόνο για έναν, τόσο η αφελώς εύστοχη ερώτηση του Νάντο (αδελφού της Μαφάλντα) «τότε ο άλλος γιατί παίζει;» θα παραμένει επίκαιρη...

(Πλακωτό):
- Έτσι παίζεις; Μου αφήνεις το πεντάρι ανοιχτό;
- Για δούλευε ζάρι, να βλέπω!
- Και τα εξάρια μου, πώς θα τα παίξω;
- Καλά, φέρ' τα πρώτα και μετά βλέπουμε...
- Εξάρια! Πελάααααατες μουουου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασική έκφραση υποχωρητικότητας, η οποία έχει τις ρίζες της στην χαρτοπαιχτική ορολογία (παραίτηση λόγω πρόβλεψης καλύτερου χαρτιού από τον αντίπαλο, το οποίο συνεπάγεται μικρότερες απώλειες για τον παραιτηθέντα, αγγλ. pass), ήτοι βλέπω το σημείο σου και αναγνωρίζω την ανωτερότητα των επιχειρημάτων σου, οπότε κάνω πίσω δικαιολογημένα.

Πολλές φορές λέγεται και σκέτο «πάσο», χάριν συντομίας.

- ..και δεμελές... Λίτσα ή Σούλα;
- Σούλα χαλαρά! Ω ρε Ισπανία...!
- Πάσο...

Got a better definition? Add it!

Published