Further tags

Ή «καυτερή»: Λέγεται η τζούρα απο ρογά, που πνέει τα λοίσθια.

Επειδή, το τσιγάρο έχει φτάσει στη τζιβάνα, μαζεύεται όλο το λάδι της καννάβεως στο τέλος και η ρουφηξιά είναι αναγκαστικά καυτή και λαδερή, έχει δε οσμή και γεύση ψητού στα κάρβουνα (όταν είναι άλφα ποιότητα), γι’ αυτό και οι τελευταίες τραβηχτικές λέγονται και «μπριζολάτες» και για τον λόγο αυτό, η φούντα λέγεται και «ψητό» ή «ψητούρα».

Οι αμετανόητοι θιασώται της καννάβεως, δεν αποδέχονται να αποχωριστούν το φοσμπά, ούτε καν αφού έχει φτάσει στην τζιβάνα και για να μην καίνε τα δάχτυλά τους (όπως λένε: Τί δάχτυλα είν’ αυτά; Ναυτικός είσαι;) χρησιμοποιούν ειδική προς τούτο τσιμπίδα ή λαβίδα.

Αυτά τουλάχιστον ισχυρίζονταν, κάποιος άγνωστος θαμώνας ενός καφενείου σε κάποιο μακρινό τόπο, που δεν ανήκει πλέον στην ελληνική επικράτεια, που συνάντησε φευγαλέα ο γράφων πριν την Καταστροφή και που μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών, έφυγε για την Αυστραλία, άλλαξε το όνομά του και κάηκε (λέει) πριν καμιά 25αριά χρόνια σε ατύχημα εγκλωβισμένος σε καμπριολέ τζιπ, μαζί με το μοναδικό πρωτότυπο του «Τσελεμεντέ του Μαόρι», θεόσχωρέστον...

Παλιότερα, λόγω της απερίγραπτης φτώχειας, καυτή λεγόταν εν γένει η προ-τελευταία τζούρα του κανονικού τσιγάρου, αφού τα τακίμια την κάπνιζαν «αγκαζέ» (βλ. μπατίρια Φωτόπουλο & Σταυρίδη «Η ωραία των Αθηνών»).

Ο Μίσιος αναφέρεται στην καυτή τζούρα που δεν δέχθηκε να του παραχωρήσει συγκρατούμενός του στο σύρμα και χαρακτηρίζει το (σπάνιο) ολόκληρο τσιγάρο «δοκάρι»...

Ο Λουντέμης, γράφει για τα παλιοκαιρίσια καθηγητάκια των Γυμνασίων, τα οποία οι πιο εύποροι συνάδελφοί τους αποκαλούσαν ειρωνικά «κόπτες», αφού έκοβαν με ξυράφι τα τσιγάρα στη μέση, για να’ χουν και για μετά (όπως λέει κι η Γαλάνη στην «κουτσή κιθάρα»), λόγω της πενιχρής μισθοδοσίας.

Ο Καββαδίας, θυμάται στη «Βάρδια», την εποχή που είχε μείνει ξέμπαρκος σε κάποιο ευρωπαϊκό λιμάνι, όπου έσκιζε τις γόπες από τ’ αποτσίγαρα και γέμιζε με τον εναπομείναντα καπνό τους, το τσιμπούκι του, μιας και το μπατιριλίκι του δεν είχε φράχτη.

Σήμερα, το τσιγάρο (του εμπορίου) φουμέρνεται αγκαζέ, κατά την έκφραση «το παίρνω παρτούζα = μοιράζομαι (βλ. ιταλικό αντίστοιχο fumare della mignotta = καπνίζω αλά πουτανέ), όταν το χαρμανλίκι προκύπτει μάλλον λόγω απρονοησίας (π.χ. ξέχασα να πάρω, είναι αργά-δυσπρόσιτο μέρος, έκλεισε το περίπτερο κ.α. βλ. Αφροδίτη Μάνου «Η νύχτα παίζει και κιθάρα και μένει πάντα από τσιγάρα»)...

- Ρε συ, έμεινε τίποτα;
- Κανα-δυο καυτές!
- Έ, φέρε κι από δω, είπαμε να γυρίζει, μην είσαι Μπόγκαρτ!

Πότε, πότε με είδες να καπνίζω;Aυτό που κρατάω;Του σκηνοθέτη είναι (από GATZMAN, 08/09/09)

Ακόμη: καρκινιάρικη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση δανεισμένη από το Ευαγγέλιο.

Η έκφραση κυριολεκτικά αναφέρεται εις τη αρμονία που επικρατεί στο σύμπαν. Η σλανγκ μετατροπή της, αφορά συνήθως σε αιθέριες υπάρξεις (ελαφρά ενδεδυμένες), που ομορφαίνουν το ανθρώπινο και ειδικότερα το αρσενικό σύμπαν. Για παράδειγμα η παραλία του Ρίο ντε Τζανέϊρο. Ο θρησκόληπτος φυσιοδίφης θα παρατηρήσει μια πολύ ωραία ακτογραμμή. Ο κοινός θνητός θα παρατηρήσει την απουσία γραμμών εις τα σώματα των γύρω ενδημούντων θηλυκών. Και οι δύο θα αναφωνήσουν: Όλα εν σοφία εποίησε!

-Τι ήταν αυτό που πέρασε ρε Φάνη;
-Καινούρια μεταγραφή στη γειτονιά. Μένει απέναντι στον τρίτο. Χωρισμένη, έχει και ένα κοριτσάκι μικρό.
-Και κωλαράκι τούρλα, και βυζά τροφαντά, και προσωπάκι γλυκό, και περπάτημα λυγερό, και ψηλό κομμάτι.
-Ακριβώς, όλα εν σοφία εποίησε!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι γόπες που αφήνουν στο τασάκι ορισμένοι καπνιστές, οι οποίοι δεν καπνίζουν ολόκληρα τα τσιγάρα τους, επειδή:

α. δεν το σηκώνουν κι ας προσπαθούν
β. προσπαθούν να το ελαττώσουν
γ. δεν βρήκαν στο περίπτερο τη μάρκα τους και κάνουν τράκα και δεν τους αρέσει
δ. έτσι είδαν την γιαγιά τους να το κάνει
ε. άλλο

Λέγονται και αυτοκρατορικές. Παρόλο όμως που η έκφραση υπονοεί την σπατάλη χρημάτων και καπνού από τη μεριά του καπνιστή, η πραγματική μας ανάγκη για τσιγάρο πολύ συχνά δεν ξεπερνάει τις τρεις τζούρες, πράγμα που το ήξεραν καλά οι Σοβιετικοί, απόδειξη τα κλασικά ρώσικα τσιγάρα της εργατιάς, η τζιβάνα των οποίων (δεν μιλάμε για φίλτρο, εννοείται) είναι περί τα 5 εκατοστά και ο καπνός ίσα που φτάνει τα 2,5. Δύο τζούρες τρεις, και στη δουλειά πάλι. Αλλά μιλάμε για βαρύ τσιγάρο, όχι αστεία!

- Πέρασε από δω η Λίλιαν;
- Πού το κατάλαβες;
- Είδα στα τασάκια βασιλικές γόπες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Παλιά κλασική αργκό): Σκοπίμως κακοζυγισμένο ζάρι στο μπαρμπούτι.

Οι απατεώνες μπαρμπουτιέρηδες του δρόμου, (διότι στις επώνυμες μπαρμπουτιέρες επικρατούσαν δρακόντεια μέτρα), είτε σκάλιζαν τις γωνίες, είτε έσκαβαν ανεπαίσθητα τα κόκκαλα (ζάρια/πεσσοί) και έχυναν μέσα υδράργυρο, προκειμένου να φέρνουν τον επιθυμητό αριθμό με κατάλληλο πέταγμα και να ξαφρίσουν το κορόιδο, που έψαχνε να ξεχαρμανιάσει το αλκολίκι του σε αλάνες, δρόμους, στρατώνες, τεκέδες, φυλακές κτλ.

Στις πρόχειρες μπαρμπουτιέρες, στρώνανε μια κουβέρτα χάμω και παίζανε. Ο καθένας με την τρέλα του: Άλλος για γούρι έμενε με το σώβρακο, άλλος έπιανε τ' αρχίδια του πρίν να ρίξει, άλλος έφτυνε τρείς φορές κτλ. Οι καβγάδες, δε λείπανε είτε λόγω ανέντιμου παιξίματος είτε λόγω δεισιδαιμονίας (βλ. «Νύχτες στο Χάρλεμ»).

Στις μόνιμες μπαρμπουτιέρες, όπου λεσχιάρχης ήταν συνήθως ένας σερέτης πρώην τσιρίμπασης και δε σήκωνε ματσαράγκες, παίζανε παιχνίδι σπαθί όπως λέγανε προκειμένου για ζάρια και χαρτιά. Τα' χασες; Με γειά σου με χαρά σου. Τα πήρες; Καλοφάγωτα (εδώ θα τα ξαναφέρεις)... Βλ. Εμμονή στην καθαρότητα του παιχνιδιού στο «Casino» με τον Ντενίρο (δηλ. σου λέει: Αφού έχω σταθερό σημείο αναφοράς το μαγαζί που στα τρώω νόμιμα και όπου θα ξανάρθεις και θα μου τ' ακουμπήσεις, γιατί να διακινδυνεύσω να στήσω κομπίνα;).

Μια δόση, μεταπολεμικά, βάλθηκε το ελληνικό Κράτος να κυνηγήσει δήθεν το τζόγο μαζί με τα ναρκωτικά και την πορνεία και συστήθηκε το λεγόμενο «μικτό» (δίωξη ηθών-λεσχών-ναρκωτικών). Το κρυφό παιχνίδι, χωρίς καμία προστασία από το νόμο και δίχως εχέγγυα καθαρότητας, άφησε τους τζογαδόρους στα νύχια των κερδοσκόπων: Ανέβηκαν τα στοιχήματα και οι γκανιότες στα ύψη, λόγω των εγκληματικών «ασφαλίστρων» εκ του κινδύνου συλλήψεως, καθένας έκλεβε τον άλλονε και καταστράφηκαν περιουσίες.

Όλοι οι τζογαδόροι χάνουν πάντα την περιουσία τους στα χαρτιά - ζάρια - ρουλέτα - αλόγατα κ.λπ. και το παράδοξο είναι, ότι κανείς δεν την κερδίζει (!) Έχει ακουστεί ποτέ κανείς να λέει «αυτός κέρδισε μια περιουσία στα χαρτιά»;

Σχετικά ρεμπέτικα:
«...έλα βρέ Μανωλάκη να τα λιμάρουμε, να στρώσουμε κουβέρτα, να τους τα πάρουμε...» (Παλιό Σμυρναίικο: Μανώλης), «...ρίξανε γεμάτο ζάρι, δεν τους πήραμε χαμπάρι...» (Γ. Κατσαρός: Χτές το βράδυ στου Καρίπη) κ.α.

Συνώνυμα: (Κωλο)πειραγμένο, λιμαρισμένο, κολλημένο, τσιμπημένο, κούφιο ζάρι, καραγκιοζάκι κ.α. Βλ. σπάσ' τα και ξαναρίχ' τα!

Σημειωτέον ότι στα τούρκικα zar σημαίνει κωλοφαρδία, ενώ η γκέλα (=άσχημο ζάρι) είναι ναπολιτάνικο (iela=γρουσουζιά).

- Φίλε, απ' το σπίτι σου τα' φερες τα ζάρια; Τέταρτη φορά φέρνεις εξάρες, τί θα γίνει;
- Έλαχε...
- Αυτά αλλού! Το ζάρι είναι γεμάτο! Σάλτα φέρε καινούρια ζάρια, γιατί θα στεναχωρεθούμε 'δώ μέσα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Παλιά έκφραση): Το ταμείο και μετωνυμικώς = τα φράγκα.

Πιθανότατα τούρκικης προέλευσης.

Ο Γιώργος Κατσαρός λέει, στο μουρμούρικο «Μέσα στου Μάνθου τον τεκέ», στον τεκετζή ν' ανοίξει το μπεζαχτά και να δώσει με αρχοντιά μπαξίσι στους λιμάρηδες μπάτσους, που δήθεν ήρθανε να κάνουνε έφοδο, για να μην τους ζαλίζουνε τ' αρχίδια...

- Λοιπόν η μικρή που πήρες να σου κρατάει το ταμείο, βάζει χέρι στο μπεζαχτά!
- Μη μου λες!
- Τί μη σου λέω, αφού την είδα με τα ίδια μου τα μάτια. Το νου σου!

(από GATZMAN, 27/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση ζωηρής επιδοκιμασίας, αναφορικά σε ένα προϊόν πρώτης ποιότητας ή μια κατάσταση γενικότερα που τα σπάει και γουστάρουμε.

- Καλώς την κυρα-Περμαθούλα μας! Έχω κάτι κεράσια σήμερα, άλλο πράμα! Να βάλω;

...γύρω στο 1:46... άλλο πράμα! (από Jonas, 22/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εδώ, ούτε πτυχία θα σκίσουμε, ούτε πτυχίο σχετικό με το θέμα συζήτησης (στο οποίο μπορεί να αναφέρουμε τον όρο) μπορεί να έχουμε, ούτε καν πτυχίο μπορεί να έχουμε.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, ως «πτυχία» θεωρούμε κατά βάση τους άυλους «τίτλους», που αντιπροσωπεύουν την αντίληψή μας για το ευρύτερο γνωστικό μας κεφάλαιο.

Πότε θα μπορούσαμε να εκφέρουμε τον όρο;

Όταν αναφερόμαστε σε κάτι που ακούσαμε και μας φαίνεται αδιανόητο, παράλογο, σχετικά απίθανο. Βλ. και λήμματα: θα αυτοκτονήσω από υπόγειο, κρασάρω.

Τι εκφράζουμε όταν εκφέρουμε τον όρο;

- Εδώ το θεωρούμενο σκίσιμο των πτυχίων μας (απαξίωση του γνωστικού μας κεφαλαίου) στο οποίο αναφερόμαστε είναι μουσαντένιο. Εκφράζει την έκπληξη μας για κάτι παράλογο και αδιανόητο που ακούσαμε (π.χ.) αλλά και την αντίληψή μας περί ορθότητας των απόψεών μας. Ορθότητα που αντλείται από τα «πτυχία» μας. (πληθώρα πιστοποιητικών γνώσης που και καλά, μας απένειμε μία εξουσιοδοτημένη αρχή. Λέγοντας τη λέξη «πτυχία», προσδίδουμε και καλά κύρος στο λόγο μας). Για την περίπτωση αυτή βλ. παράδειγμα 1.

- Εδώ το σκίσιμο των πτυχίων μας (απαξίωση του γνωστικού μας κεφαλαίου) εκφράζει την έκπληξη που αισθανόμαστε, για κάτι που θεωρούμε σχετικά απίθανο να ισχύει. (βλ. παράδειγμα 2).

- Εδώ το σκίσιμο των πτυχίων μας (απαξίωση του γνωστικού μας κεφαλαίου) εκφράζει την τεράστια έκπληξή μας όταν διαπιστώνουμε πως ισχύει κάτι που ήταν κόντρα σε όσα γνωρίζαμε και μάλιστα τόσο κόντρα ώστε δεν κωλώνουμε, και καλά να απαξιώσουμε ολόκληρο το γνωστικό μας κεφάλαιο. Λέμε τώρα...(βλ. παράδειγμα 3).

Σημείωση:Η εκφορά του όρου είναι πιθανόν να προκαλέσει την ειρωνεία κάποιου συνομιλητή μας.

  1. Και μη μου πείτε περί κινήτρων (πχ να κάνεις περισσότερα παιδιά για να βγεις στη σύνταξη νωρίτερα) γιατί θα σκίσω τα πτυχία μου.
    Δες

  2. Μην μας πεις ότι είναι και αυτό δημιουργία των μαθητών σου γιατί θα σκίσω τα πτυχία μου.
    Δες.

  3. Καλά, μ' αυτό το απίστευτο που είδα να κάνει ο Δημητράκης... Πάει τέλειωσε... Θα σκίσω τα πτυχία μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που σημαίνει και το αντίθετό της, δηλ. παράδεισος.

Αναφωνούμε μεν «Κόλαση!» όταν θωρούμε πως μια κατάσταση είναι απολύτως χάλια -τόσο χάλια που μόνο με την κόλαση μπορεί να παρομοιαστεί (οπότε μιλάμε για απλή παρομοίωση και όχι σλανγκ όρο), λέμε όμως το ίδιο κι όταν βρισκόμαστε αντιμέτωποι με κάτι το γαμάουα, το θεσπέσιο, το ανεπανάληπτο, το ζόρικο -με την καλή έννοια, που παραπέμπει σε κάτι τόσο απαγορευμένο ώστε μόνο της γης οι κολασμένοι μπορούν να εκτιμήσουν.

  1. Κατέβηκα σήμερα στην Αθήνα για κάτι δουλειές σε δημόσιες υπερεσίες και τά 'φτυσα... Τρομερή ζέστη, κίνηση, οι κωλοδημόσιοι την ξύνανε κανονικά, τσακώθηκα και μ' έναν μαλάκα που με τράκαρε, κόλαση, σου λέω, κό-λα-ση!

  2. - Μαλάκα, τι γαμώ τα μέρη είναι αυτό που μας έφερες;
    - Γουστάρζ;
    - Αν γουστάρω λέει! Κόλαση!

  3. - Ωραίο το παγωτό;
    - Κόλαση!

(από GATZMAN, 25/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Κλασική σλανγκιά. Για το slangissimum έτσι βλ. το αντίστοιχο λήμμα και το έτσι-γιουβέτσι. Το αλλιώτικο ήταν αυτό που τώρα το λέμε αλτέρνι, λατέρνατιβ. Και το Πασαλιμάνι ήταν ο χώρος της κλασικής μαγκιάς, των μαγκιτών του λιμανιού. Με λίγα λόγια, πρόκειται για κάποιον που είναι έτσι, είναι κάπως, είναι διαφορετικός, με λίγα λόγια κάτι παρόμοιο με τον έτσι-γιουβέτσι.

(Άσμα: Παραπάει το πράμα. Χάρρυ Κλυνν.)

Παραπάει το πράμα
Παραπάει το πράμα
με την κουλτούρα, με τη λιγούρα
με τη μαστούρα, την αγιαστούρα

Με το μαλέα, το χαλέα, το μαντραχαλέα, τον Ασέα
το χάλια, το σάλια,
το Χάρη, τον Άρη, τον Πάρη τον παπάρη...
Τον μπίξε, τον δείξε, τον έτσι, τον αλλιώτικο
τον Πασαλιμανιώτικο

τη Φρόσω, την πόσο,
τη Μαρίκα, το ΙΚΑ, τα σύκα
τα Marlboro, το σκύλο, τον αράπη, το black
το Μάρτη, το γδάρτη, τον παλουκοκάφτη

το φίτσουλα, το μήτσουλα, το χλιμίτζουρα
τη Γιώτα, τη Βιόλα
την καθεμίααααα κααα...ρακαηδόνα
που μας δουλεύει κανονικά!!!

(Από το sxeseis.gr:)

Παιδιά βοηθήστε με λίγο ακόμα. Αντάλλαξα μερικά μηνύματα κ δεν μας έβγαλε πουθενά. Συγκεκριμένα ήθελε να μάθει γιατί συμπεριφέρομαι έτσι κ αναφερόταν στο περιστατικό με τα σχόλια που έκανε μπροστά μου για τον κούκλο-τον-έτσι-τον -αλλιώς-τον-αλλιώτικο-τον-πασαλιμανιώτικο στο λεωφορείο όπου της είπα ότι με πειράζουν αυτά τα σχόλια με νορμάλ ύφος. Δεν της έκανα σκηνή.

Από avsite.gr:
Πέστα ρε Βασίλη πέστα γιατί μας εχουν φλομώσει με τον ασχημο τον Τσουκαλά, τον γυφτο τον μαλιά, τον έτσι τον αλλιώτικο τον πασαλιμανιώτικο!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πέρα από την ενδελεχή ανάλυση του Κνάσου, σημαίνει και τον πάρα πολύ κακό, αυτόν που έχει μια οποιαδήποτε αρνητική ιδιότητα σε τόσο ακραίο βαθμό, ώστε να θέλουμε να τον / την / το βρίσουμε τόσο άγρια, που θα έπρεπε να κατεβούν πολλά καντήλια από τις χριστοπαναγίες και τα μπινελίκια. Έτσι τελικά λέμε μόνο «ο / η / το θεμουσχώρα με» (οπωσδήποτε με άρθρο και μονολεκτικώς), εννοώντας τις βρισιές που θα εκστομίζαμε και που αποτελούν άρρητα λήμματα. Χρησιμοποιείται και για καταστάσεις ακραίας ξεφτίλας.

  1. Τι μαλακία έκανε πάλι ο θεμουσχώρα με...

  2. Εντάξει, να πάμε με το δικό σου αυτοκίνητο, κι όχι με το δικό μου στην εκδρομή, αλλά είναι και λίγο θεμουσχώρα με!... Θα μας βγάλει μέχρι την Κόρινθο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified