Δεν είναι ελεύθερα τα χέρια μου να κάνω αυτό που θέλω, γιατί βαστάω ή κουβαλάω κάτι.
Μου ανοίγεις την πόρτα γιατί δεν έχω χέρια;
Δεν είναι ελεύθερα τα χέρια μου να κάνω αυτό που θέλω, γιατί βαστάω ή κουβαλάω κάτι.
Μου ανοίγεις την πόρτα γιατί δεν έχω χέρια;
Got a better definition? Add it!
Παίρνω μίζα.
Από τα προσφιλέστερα συνθηματικά μεταξύ αυτών που δίνουν και παίρνουν τη μίζα. Βέβαια το είδος και το μέγεθος του καφέ εξαρτάται από το είδος και το μέγεθος της εξυπηρέτησης.
Ξεκίνησε να χρησιμοποιείται σαν ορολογία για τις low level μίζες τύπου χαρτζηλίκι «για ένα καφεδάκι»τη δεκαετία του 80, και μετά την ένταξη μας στην ευροζώνη ταυτίστηκε με τη μίζα των 50 ευρώ, και αφού το χαρτονόμισμα των 50 είναι καφέ χρώματος ταίριαξε απόλυτα. Βέβαια η χρήση δεν περιορίζεται στα 50 ευρώ μόνο, αλλά σίγουρα δεν θα πρέπει να υπερβαίνει το χιλιάρικο. Από εκεί και πάνω μιλάμε για τσουβάλι καφέ, καφετέρια ολόκληρη, μια καραβιά καφέ, ή στην περίπτωση των πολιτικών μας, φυτείες ολόκληρες με καφέ στη Βραζιλία...
(Παράγοντας που κλείνει αυτοκίνητο σε αντιπροσωπεία)
- Και που'σαι παιδί, θέλω κανα εύκολο νούμερο στην πινακίδα.
- Εύκολο νούμερο;
- Ναί μωρέ, ξέρεις τώρα, 4 ίδια ή κάτι τέτοιο.
- Βεβαίως κύριε, τα καρέ και οι χιλιάδες κοστίζουν 400 ευρώ, ενώ τα ζεύγη 200.
- 400 ευρώ;;;;;
- Ε να μην πιουν ένα καφεδάκι τα παιδιά στο μηχανολογικό;
(Σε δημόσιο νοσοκομείο)
- Θα ήθελα να κλείσω ραντεβού για στεφανιογραφία.
- Μάλιστα. Για να δω λίγο.... μμμ σε 6 μήνες μπορώ να σας κλείσω.
- (Ακουμπώντας το 200ευρο κίτρινο-κίτρινο στο τραπέζι) Αυτά για να πιεις ένα καφέ.
- (Εξαφανίζει το 200άρι) Πηγαίντε να κάνετε εισαγωγή, παρουσιάστηκε ένα κενό σήμερα στις 6 το απόγευμα.
Got a better definition? Add it!
Πολύ ψηλά, στα ύψη. Καθ' υπερβολή μέχρι ψηλά στον ουρανό, εκεί που τοποθετείται στερεοτυπικά ο Θεός.
Got a better definition? Add it!
του μιλάει του + αντικείμενο δεξιοτεχνίας
Έχω μεγάλη δεξιοτεχνία σε κάτι, το χειρίζομαι πολύ αποτελεσματικά.
Μάλλον ποδοσφαιρικής προέλευσης: της μιλάει της μπάλας. Πιθανώς εννοείται ότι μιλάει στην μπάλα και της δίνει εντολές που αυτή «ακούει», δηλαδή ακολουθεί.
Βλ. και της μιλάει της ψωλής.
Τι εννοείς δεν γίνεται; Ότι είναι ενάντια στους νόμους της ποδοσφαιρικής λογικής; Αν ο παίκτης της μιλάει της μπάλας -όπως ο Ματαμόρος- καταφέρνει ακόμα και με σκαφτό… τακουνάκι να τη στείλει μέσα!
Πώς να μην δίνει πάλι πρόκριση με νικητήριο πέναλτι ο παιχταράς;
Της μιλάει της μπάλας, διάβολε. Κι αυτή του λέει ναι.
Τόσα χρόνια βλέπω μπάρτσα κι έλεγα ότι της μιλάνε, τώρα πια έχουμε και αποδείξεις.
Της μιλάει της… τσίχλας, ο Οζίλ. Ο Γερμανός μέσος της Άρσεναλ έφτυσε την τσίχλα του, την κλώτσησε και αυτή κατέληξε πάλι στο στόμα του.
-Έλα μωρέ με τους πουθενάδες. Ο Νίτσες είναι φιλοσοφούρα .Είναι δύο Καντιδες και 62 Ντεριντάδες είναι και ταχύς. Ρε της μιλάει της διαλεκτικής και έχει αποδόμηση διαβήτη (που θα έλεγε και ο Αλέφαντος).
Got a better definition? Add it!
Φράση που τη λένε οι μικροαστοί που δεν κάνουν τίποτα έντονο στη ζωή τους. Το ιδανικό του χωροφύλακα. Τη λένε και άνθρωποι μετά από κάποια ηλικία, που είναι μπαμπάδες, μαμάδες και δεν έχουν και κανένα συνταρακτικό νέο.
- Τι γίνεσαι Γιώργο; Πώς τα πας; - Πώς να τα πάω; Ησυχία, τάξη, ασφάλεια. Δέκα χρόνια παντρεμένος πώς θες να τα πάω;
Got a better definition? Add it!
Πολύ συνηθισμένη κλασική ερώτηση που ακούς στα χωριά και σε άλλες κλειστές κοινωνίες, όπου δεν διανοείται κανείς ότι μπορεί κάποιος να έχει δική του προσωπικότητα και αξία και να μην καθορίζεται από το σόι του.
Λέγεται σήμερα και στο τουίτερ και σε φόρουμ όταν πετάγεται κάποιος νιούμπης που δεν ξέρουμε πούθε κρατάει η σκούφια του.
Ποιανού είσαι εσύ και πετάγεσαι σαν την πορδή σε κάθε θρεντ;
- Ποιανού είσαι εσύ;
- Του Γκουντ.
- Ποιανού Γκουντ;
- Του Μπιτρού.
Got a better definition? Add it!
Κλασική λολαδερή ανταπόκριση σε πορδικό ή μουνοκλάνι.
Πέον να καταγραφεί ότι συχνά εκφέρεται κι από μπαγαποντοκλάστες.
1.
Ποιος δεν γελούσε μικρός στο άκουσμα ενός... πριτς! Στο κάτω κάτω, στον απόπατο καταθέτουμε καθημερινώς τον... εσωτερικό μας κόσμο!!! Με τις υγείες μας...
2.
Δυστυχώς ο θεός με έπλασε με αυτές τις προδιαγραφές. Να κλάνω συχνά και πολλές φορές δυνατά αν και πάντα με τρομερή δυσωδία. Στο σπίτι η γυναίκα μου η Σωσώ με έχει μάθει και όταν κλάνω πάντα μου λέει : «Με τις υγείες σου».
με τις υγείες του...
(Τζίζας, στο λήμμαν κομπολογάτη)
μου είπαν ότι στην Νότιο Αφρική υπάρχει η τυπική χαιρετούρα
- kani klani;
- Mouni klani!
δεν έχω ιδέα αν ευσταθεί, αλλά το καταθέτω. σημαινει «τι κάνεις; καλά» ή κάτι τέτοιο.
(ironick, εδώ - νταξ, δεν έχει σχέση με το λήμμαν, αλλά έκλασα στο γέλιο)
Got a better definition? Add it!
Γιαγιαδισμός, το λέμε όταν θέλουμε να αποφύγουμε να αναφέρουμε το όνομα κάποιου, αλλά γνωρίζουμε πολύ καλά όλοι περί τίνος πρόκειται και τον φωτογραφίζουμε με την περιγραφή μας. Παλιότερα απλώς δεν θα ανέφερες το χωριό προέλευσης του περί ου ο λόγος. Σήμερα κάνεις αμένσιοτο.
Πάσα (Δ.Π.): allivegp
Got a better definition? Add it!
Καταλαβαίνεις τι θέλω να πω, με κατανοάς, το πιάνεις το υπονοούμενο; Όταν δεν είμαστε σίγουροι αν ο άλλος είναι τόσο έξυπνος όσο εμείς, που μπορεί να πούμε και κάτι πολύ έξυπνο ή βαθύ ή με υπαινιγμό ή σε άλλη γλώσσα, ρωτάμε στο τέλος για να βεβαιωθούμε ότι ο άλλος έπιασε το νόημα. Πιο πολύ το λέμε όμως για να φανεί η εξυπνάδα μας.
1.Έλα μωρέ που είναι άσχημη, επειδή έχει λίγα κιλά παραπάνω, σχετικά είναι όλα, beauty is in the eye of the beholder, με πιάνεις;
Got a better definition? Add it!
Πίνω μπάφο αραχτός. Το αραχτός εννοείται λόγω μαστουρίασης. Δηλαδή αράζω=πίνω μπάφο.
Αλλά: στην προστακτική, κατά το άραξε την πέτσα σου, το ''άραξε'' σημαίνει είτε ''βολέψου, κάτσε κάπου βολικά'' είτε ''χαλάρωσε, όλα θα πάνε καλά'', είτε ''μη μου το παίζεις μάγκας, κόψε λίγο'', είτε ''ποιος νομίζεις ότι είσαι, χαμήλωσε λίγο ντεσιμπέλ και υφάκι''.
Ναι, χρησιμοποιείται πολύ, χρησιμοποιείται συχνά, και με διάφορους τρόπους, κάθε στιγμή που μιλάμε, μία καινούργια σημασία του ''άραξε'' χρησιμοποιείται κάπου ανά την Ελλάδα.
*Οι χρήστες του ''άραξε'' συντέμνονται σε τρεις κατηγορίες:
α) Αυτοί που αράζουν μπαφοπίνοντας -οπότε και έχουν ένα ρήμα εύκαιρο για όλα
β) Αυτοί που θέλουν να είναι εκείνοι που θα πουν ''άραξε'' στον άλλον, ώστε ο άλλος να αράξει εξαιτίας τους και να νιώσουν βαθιά ικανοποίηση
γ) Και τα δύο σε ένα (άραξε ρε)
τηλ:
- Έλα ρε τι λέει
- Εδώ ρε λος, αράζω σπίτι
- Παίζει τίποτα;
- Έχω ένα δεκό, πάρε και το Μάκη κι ελάτε απ' το σπίτι ν' αράξουμε ξέρω 'γω
(ήρθαν)
- Αράχτε όπου θέλετε ρε
- Έχεις το παλτό πάνω στον καναπέ, μην κάτσω πάνω του
- Άραξε ρε, δεν παθαίνει τίποτα
(άραξαν)
- Σου τελειώνουν τα χαρτάκια ρε.
- Άραξε ρε μαλάκα, σαν πόσα θες δηλαδή, τετράφυλλο θα στρίψω για την πάρτη σου;
(άραξε)
(αράζουν ακούγοντας ΖΝ -ναι, έχουν ακόμα κοινό-)
(αράζουν βλέποντας Ράδιο Αρβύλα στο γιουτούμπ-ναι, στο γιουτουμπ, θες κάτι;)
(αράζουν σκαλωμένοι στην αρχική φεησμπουκοσελίδα του οικοδεσπότη)
- Μαλάκα τι μουνί είναι αυτό στη φωτογραφία; Ποια είναι αυτή;
- Άραξε ΚηΜά, το γκομενάκι το χω σταμπάρει εγώ. μη γαμήσω τώρα.
- Καλά ρε φίλε, άραξε, δεν είπαμε και τίποτα!
(αράζουν)
Got a better definition? Add it!