Φλερτ.
- Μια ώρα την έχω στο πίτσι-πίτσι, αλλά τζίφος.
Φλερτ.
- Μια ώρα την έχω στο πίτσι-πίτσι, αλλά τζίφος.
Got a better definition? Add it!
Τι τσουλάρα η Φιφή ρε σύ... Την παίρναμε επί τρεις ώρες χθες με τον Φίφη ώσπου κλατάραμε, και μετά ήθελε κι' άλλο!
Άσε, δεν γουστάρω πάλι τάβλι. Έχω να σου πάρω παιχνίδι από του αγίου πούτσου.
Φούλα, άσ' τις γκρίνιες και κάτσε φρόνιμα μην τα πάρω καμιά ώρα!
— Σε κοζάρει άσχημα, μαλάκα. Γιατί δεν της τα ρίχνεις;
— Δεν με παίρνει ρε... Δεν βλέπεις που την περιτριγυρίζουν οι σωματοφύλακες;
Δες και δε με παίρνει, όσο με παίρνει.
Got a better definition? Add it!
Μεταβατικό: (α) φλερτάρω (επιθετικά). Συνώνυμα: τα ρίχνω Παράγωγα: πέσιμο, πέφτουλας. (β) επιτίθεμαι, αιφνιδιάζω. Συνώνυμα: κάνω ντου.
– Τι θα γίνει ρε μαλάκα με την Φούλα; Θα κάνεις καμιά κίνηση επιτέλους;
– Άραξε ρε συ, έχει ο καθένας τους ρυθμούς του.
– Ποιους ρυθμούς ρε; Μέχρι ν' αποφασίσεις να της την πέσεις θά 'χει πάρει όλη την πόλη να πούμε.
Γυρνούσα σπίτι κατά τις τρεις και μου την έπεσαν δυο μπάτσοι για εξακρίβωση και μαλακίες.
Αμετάβατο: ξεκουράζομαι, ξαπλώνω. Συνώνυμα: (την) αράζω
Πάμε λίγο σπίτι να την πέσουμε καμιά ωρίτσα πριν να βγούμε;
Βλέπε και ρίχνω, τρώω, πέφτω, τα ρίχνω.
Got a better definition? Add it!
Δες επίσης: x/m, στ' αρχίδια μας κι εμάς, Κωστής Παλαμάς, X/ΜΟΥ
Got a better definition? Add it!
Χρησιμοποιείται σε πλάγιο λόγο για λεχθέντα (ή και ενέργειες) των διηγούμενων που (α) δεν έχουν σημασία, (β) είναι σεξουαλικού ή συνωμοτικού περιεχομένου, (γ) (σε περίπτωση ομιλίας) ο αφηγητής δέν άκουγε. Συνώνυμα: μπούρου μπούρου.
Στη φράση σούξου μούξου μανταλάκια: χρησιμοποιείται απαξιωτικά (συνήθως για κάτι που έχει ειπωθεί). Συνώνυμα: μαλακίες, παπαριές, μπούρου μπούρου μαλακίες.
- Ρε κούκλα μου, χίλιες φορές στό'χω πει, όταν είμαι στη σκηνή και παίζω, δεν γουστάρω ν' αρχίζεις τα σούξου μούξου με τις φιλενάδες σου. Μα όλα τότε θα τα πείτε;
- Ξέρεις ρε τι μου είπε ο Σούλης; Οτι την επόμενη εξεταστική θά'χει πάρει πτυχίο. Καλά, πόσα τού 'χουν μείνει;
- Έλα ρε τώρα, κάθεσαι κι ακούς τον Σούλη... «Θά'χει πάρει πτυχίο» και σούξου μούξου μανταλάκια τώρα να πούμε...
Βλ. και σχετικό λήμμα στην πλήρως ανεπτυγμένη του μορφή σούξου μούξου μανταλάκια και τα ρέστα καραμέλες. Ακόμη: κουκουρούκου μανταλάκια.
Got a better definition? Add it!
Όταν κάποιος μας εκνευρίζει. Η έκφραση εννοεί «γαμώ το μουνί της Εύας που σε γέννησε».
Επίσης:
Γαμώ τον Χριστό σου
Γαμώ το σπίτι σου
Γαμώ το σόι σου
Γαμώ την τύχη σου
Γαμώ το κέρατό σου
Και για μας:
Γαμώ την πουτάνα μου
Γαμώ την τύχη μου
Γαμώ την πανακόλα μου
Γαμώ την τρέλα μου
Γαμώ το μουνί μου
Γαμώ το κέρατό μου
Γαμώ το σπίτι μου
Ουδέν σχόλιον...
Δες και γαμώ + αντικείμενο.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Χρησιμοποιείται πάντοτε μετά το ρήμα της πρότασης και είναι συνώνυμο του καθόλου.
Δεν την παλεύω μία σήμερα... Έπιασε άνοιξη κι έχω χαζομουνέψειτελείως!
Δεν τον πάω μία αυτόν τον ψωλοβρόντη!
Δες και δεν ... μία.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Τον πούλο, τζους, ξεφορτώσου μας.
- Ρε φίλε έχεις ένα κατοστάρικο;
- Άντε σπάσε ρε πρεζόνι και παράτα μας!
Βαρέθηκα στον υπολογιστή. Δεν σπάμε απο δω να πάμε καμιά τσάρκα να ξελαμπικάρουμε;
Got a better definition? Add it!
Υπάρχει, γίνεται.
Δεν παίζει: δεν υπάρχει, δεν γίνεται.
Έρχεσαι αύριο σπίτι μου να δούμε τον αγώνα; Θα παίζει και μπύρα.
Μη βγούμε ρε Εξάρχεια σήμερα, έμαθα ότι παίζουν φασαρίες.
- 2 ευρώ.
- Δεν παίζει ψιλά. Να σου δώσω δεκάευρo;
- Έμαθες κι εσύ οτι η Ρένα κερατώνει τον Νίκο.
- Αποκλείεται δεν παίζει. Την ξέρω τη Ρένα.
Βλέπε παίζω.
Got a better definition? Add it!
Ο άμπακος, το πολύ φαΐ, το ντερλίκωμα.
Χτες μας έβγαλε ο Κώστας σε ταβέρνα για τα γενέθλιά του και φάγαμε τον αγλέορα.
Got a better definition? Add it!