Απάντηση προς αυτούς που γίνονται κουραστικοί ρωτώντας γιατί και γιατί, ξανά και ξανά.
- Γιατί;
- Γιατί κλάνει το γιατί... Χέσε μας πια ρε μαλάκα...
Απάντηση προς αυτούς που γίνονται κουραστικοί ρωτώντας γιατί και γιατί, ξανά και ξανά.
- Γιατί;
- Γιατί κλάνει το γιατί... Χέσε μας πια ρε μαλάκα...
Δικαιολογίες: για τ' αντέτ', για το γαμώτο, για την Ελλάδα ρε γαμώτο, για την καύλα, για τα νεφρά, για το ονόρε, για τον πούτσο του θεού, για το ρόκ, για το φολκλόρ, για τη φουκαριάρα τη μάνα μου / για την ψυχή της μάνας μου, γιατί είμαι ο Χουλκ, γιατί έτσι, γιατί έτσι γουστάρω, γιατί η γάτα έχει ένα αυτί, γιατί κλάνει το γατί, γιατί μπορώ, γούστο και καπέλο μου, πάνω στην τρέλα μου.
Got a better definition? Add it!
Το μπανιστήρι, η ηδονοβλεψία. Λέγεται και «κάνω μάτι».
- Αν την ρίξεις την γκόμενα θα με αφήσεις να πάρω μάτι; - Τι λες ρε ανώμαλε, αντί να βρεις και εσύ καμία μπας και ξελαμπικάρεις, θες να πάρεις μάτι.
Βλ. και μπανιζοκοζαρίζω, μπανιστηροκάμερα, μπανίζω
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Χαιρετισμός, εις το επανιδείν.
Άντε φεύγω γιατί έχω και κάτι δουλειές να κάνω. Τα λέμε.
Got a better definition? Add it!
Στα σίγουρα, χωρίς αμφιβολία.
- Καλά ρε, έπαιξες την Ίντερ διπλό; Αφού είναι χαμένη από χέρι, με τόσους τραυματίες που έχει.
Got a better definition? Add it!
Χιουμοριστική έκφραση που σημαίνει αυτό ακριβώς που λέει. Υπόσχεται εκδίκηση. Ήταν η συνήθης έκφραση του τηλεοπτικού «Χλαπάτσα», ρουφιάνου στην κωμικής σειρά «Της Ελλάδος τα Παιδιά» και από τότε χρησιμοποιείται ευρέως για χιουμοριστικούς λόγους. Χωρίς δηλαδή να αποτελεί πραγματική απειλή.
Ώστε δεν μου μιλάτε, ε; Καλά, θα σας δείξω εγώ, θα δείτε τι θα πάθετε!
Got a better definition? Add it!
Χαμένος από χέρι, χωρίς περίπτωση θετικού αποτελέσματος ή έκβασης.
Καλά ρε, σε αυτό το ψωράλογο έβαλες όλα σου τα λεφτά; Αυτό είναι καμένο χαρτί.
Got a better definition? Add it!
Αφορά την πράξη της μαλακίας ή απλά της αδράνειας.
— Τι θα γίνει θα βγούμε; Ο Νίκος θα έρθει;
— Άσ' τον αυτόν θα κάτσει σπίτι... Ασπρίζει τοίχους...
Δες και βάφει ταβάνι.
Got a better definition? Add it!
Βρέχομαι, γίνομαι λούτσα.
- Καλά, πώς είσαι έτσι βρεγμένος;
- Ερχόμουν σπίτι με τα πόδια και πιάνει μια μπόρα, δεν φαντάζεσαι, παπί έγινα μέχρι να φτάσω.
Got a better definition? Add it!
Κάνω σκληρή οικονομία.
α. (www.eksegersi.gr) ...αυτών που φτύνουν αίμα καθημερινά για ένα κομμάτι ψωμί και κάνουν το σκατό παξιμάδι για να εξαγοράσουν επιβίωση...
β. (www.sonik.gr) ...και αν ρωτήσετε τους Άγγλους τους φαίνεται ακριβό το εισιτήριο για τα φεστιβάλ αλλά κάνουν το σκατό τους παξιμάδι για να πάνε κάθε χρονιά...
Σχετικά: βάζω το χέρι στην τσέπη και πιάνω την κάλτσα, δεν έχω ούτε μαντήλι να κλάψω, δεν έχουμε μαντήλι να κλάψουμε, έμεινα πανί με πανί, έμεινα στον άσσο, ξυπολιάς, ξυπόλυτος, ξυπολυταρία, ζάφτωχος, παξιμάδι, ρέστος, στεγνός, ταπί, φτωχοσυμπέθερος, φτωχός πλην τίμιος, φτωχοπρόδρομος, φτωχομπινές, φτωχομπινεδιάρης.
Got a better definition? Add it!
Χρησιμοποιείται (εκδικητικά) για κάποιον που δεν προσέχει / δεν δίνει σημασία στα λεγόμενα και τις συμβουλές μας.
- Εγώ στα έλεγα, αλλά εσύ πετούσες χαρταετό. Φάτα τώρα στη μάπα.
Got a better definition? Add it!