Συντομογραφία για το αγγλικό «For The Penis» και σημαίνει για τον πούτσο literally!!
Ftp είστε όλοι ρε. Για να κουνιόμαστε λίγο να τελειώνουμε καμιά φορά..
Συντομογραφία για το αγγλικό «For The Penis» και σημαίνει για τον πούτσο literally!!
Ftp είστε όλοι ρε. Για να κουνιόμαστε λίγο να τελειώνουμε καμιά φορά..
Got a better definition? Add it!
Πασπαρτού (passe partout):
Αναφέρεται ως το κλειδί που ταιριάζει και ανοίγει κάθε κλειδαριά.
Στη μεταφορική χρήση του όρου, μπορούν να ενσωματωθούν οι παραπάνω ιδιότητές του.
Έτσι, ως πασπαρτού θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε τον άνθρωπο ή την κατάσταση που μπορεί να αποτελέσει το κλειδί για πρόσβαση σε μη προσβάσιμους χώρους. Θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε δηλαδή τον κατάλληλο άνθρωπο ή την κατάλληλη κατάσταση που χρειάζεται για να ανοιχτούν πόρτες που παραμένουν ερμητικά κλειστές για το ευρύ κοινό.
- Θέλω να αναλάβω ρε γαμώτο μια υπεύθυνη θέση στην εταιρεία μου, αλλά μου λείπει ο άνθρωπος πασπαρτού.
- Ο γάμος του με την κόρη του Δημητρόπουλου του εφοπλιστή αποτέλεσε το πασπαρτού για να γίνει διευθυντής στην επιχείρηση του πεθερού του.
Got a better definition? Add it!
Ένας αμερικλάνικος τρόπος να πεις «σούπερ», «γουστάρω», «τέλεια», «άψογα», «καύλα». Ακούγεται όλο και περισσότερο στην Ελλάδα.
Είδα την τελευταία ταινία του Κλούνι και ήταν σούπερ ντούπερ!
Got a better definition? Add it!
Τα Friskies (προφανώς απ’ το εγγλέζικο frisk: χοροπηδώ παιχνιδιάρικα, frisky: ζωηρός/ πεταχτός) της εταιρείας Purina που αποτελεί παρακλάδι της πολυεθνικής Nestlé, το ξέρουν κι οι κότες, είναι μάρκα ζωοτροφών για σκύλους και γάτες.
Ο όρος όμως χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει υποτιμητικά μεν, πλην περισσότερο χαριτωμένα παρά συγκαλυμμένα:
● μια συγκεκριμένη ράτσα σκύλων – αοιδών (αλλά και των θαυμαστών τους), που σνομπάρουν οι εγχώριες καλλιτεχνικές ελίτ και τα Μέγαρα Μουσικής, αν και τα προϊόντα του ταλέντου τους χαρακτηρίζουν αδιαμφισβήτητα την πολιτιστική ζωή των νεοελλήνων,
● τους χώρους διασκέδασης κοινώς γνωστά ως σκυλάδικα, όπου πραγματοποιούνται διονυσιακά η εκτόνωση αλλά κι η εκδήλωση κάθε νταλκά, παρέα με την επίδειξη του μοναδικού ταπεραμέντου της φυλής στον τομέα δημόσια διασκέδαση και
● τα ομώνυμα άσματα με τους απαράμιλλους σε πρόκληση πλείστων συναισθημάτων στίχους, που αργά ή γρήγορα θα βρουν μια κάποια θέση στη λαογραφία.
Η εκτόξευση λουλουδιών στον τραγουδιστή αποτελεί μια καθόλα ευγενή συνήθεια που όμως στα σκυλάδικα η επιδεικτική κατάχρησή της και στους ενθουσιασμένους χορευτές και δη χορεύτριες, αποτελεί θεσμό εκ των ουκ άνευ.
Εξού κυκλοφορεί η δηλωτική του ποιού του τραγουδιστή αλλά και του γούστου κάποιου ατόμου υποτιμητική έκφραση «του/της πετάνε φρίσκις».
Ιδιαίτερη κατηγορία σκύλου αποτελεί ο πιστός κομματόσκυλος.
Υπονοώντας, πάντα υποτιμητικά και απαξιωτικά, τόσο αυτόν όσο και την ενίοτε γκουρμέ ανταμοιβή του, κυκλοφορεί η έκφραση «τον ταΐζουν φρίσκις».
Παρεμπιπτόντως: ελλείψει άλλων κονσερβών στα ράφια των σουπερμάρκετ και μπροστά στο φάσμα του εξ ασιτίας θανάτου λόγω κάποιας ντεμέκ επικείμενης καταστροφής, προνοητικοί ή πανικόβλητοι Έλληνες καταναλωτές (όπως το δει καθείς) που παίρνουν το ζήτημα επιβίωση πολύ σοβαρά, καβαντζώνουν τις εν λόγω αλλά και ομοειδείς κονσέρβες καλού - κακού.
Λόγω γαστριμαργικού ταμπού, κόντρα στις Αρχές μου, αδυνατώ να επιβεβαιώσω τις φήμες για το απολύτως ανεκτό της γεύσης και τη διατροφική αξία τους.
Το δεύτερο ημιχρόνιο διαδραματίστηκε στο bar estilo ιδέα του Τάσου και όπως καταλαβαίνετε ένα κομβόι από τζιπ κατηφόριζε για να πούμε και ένα τραγουδάκι. Και όπως πολύ καλά μυριστήκατε οι περισσότεροι χάθηκε η μπάλα εκεί (…). Σαμπάνιες, ουίσκι, σφηνάκια, ζεϊμπεκιές, χαρτοπετσέτες, ποτήρια ιπτάμενα που λόγο της βαρύτητας έσκαγαν στο πάτωμα, ένας τύπος με μια άσπρη τούφα εκεί που χόρευε ξαφνικά τον έβλεπες σαν τον Peter Pan να εκτοξεύεται πάνω στο μπαρ και να τραβάει φωτογραφίες, ρεπερτόριο από Καζαντζίδη και Χρηστάκη μέχρι Γονίδη και Τερζή. Δεν περιγράφω άλλο. Και λέμε κατά τις 5, δεν πάμε γιατί τα φρίσκις δεν τα γλυτώνουμε απόψε; Και όλοι με μια φωνή αναφώνησαν ναιιιιιιιιιιιιιι! Έλα όμως που ο Τάσος είχε άλλη άποψη και εγώ είμαι και λίγο επιρρεπής…
- Στο μαγαζί πώς πάνε τα πράγματα από άποψη κίνησης; Κακά τα ψέματα, Βασίλη, είναι ακριβές οι τιμές, γενικά.
- Ο κόσμος έρχεται γιατί για ένα τέτοιο σχήμα δεν είναι ακριβές οι τιμές. Έχουμε ανεβεί 36 άτομα από την Αθήνα, δεν είναι καθόλου ακριβές. Ακριβά είναι τα άλλα, τα φρίσκις, που άλλωστε είναι και χώροι επίδειξης κομπλεξισμού, χλιδής κτλ.
(09/05/10. Ρωτά η Έλσα Σπυριδοπούλου - Απαντά ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου)
Στη δισκογραφία της Πάολας, φρίσκις ό,τι τραγούδι θες.
Ρε άντε από ‘κει ρε λούληδες φλώροι που θα μιλήσετε για τη Μαντώ και το αν είναι διασκευή ή όχι. Στα παπάρια μου κιόλας. Τέτοια φωνή δεν έχει ξαναβγεί στην Ελλάδα. Επειδή δεν έκανε καριέρα με το μουνί της σαν κάτι σκυλούδες μπάολες θα τη βγάλετε και άχρηστη. Μπαγλαμάδες. Αυτή φταίει που δε γεννήθηκε σε καμιά χώρα της προκοπής να κάνει διεθνή καριέρα. Τραβάτε στα σκυλοτροφεία που μεγαλώσατε ν' ακούσετε την παγώνα την Kαραμήτσου και να της πετάτε φρίσκις στην πίστα. Βλαχαδερά, άμουσα υποκείμενα.
… γράφεις ότι όλος ο θόρυβος για υποβρύχια που γέρνουν ήταν για κλάματα. Για ψάξε λίγο το ιστορικό της υπόθεσης, όχι μόνο πασοκικές θεωρίες που σε βολεύουν. Τελικά τα κομματόσκυλα σάς ταΐζουν με φρίσκις; Με αυτά που γράφεις είσαι εσύ για κλάματα.
(Όλα απ’ το δίχτυ)
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
'Ακλιτος επιθετικός προσδιορισμός με διττή σημασία:
1) Ανυπέρβλητος, ακαταμάχητος, ασυναγώνιστος, ασύγκριτος, αυτός που υπερέχει τόσο πολύ των άλλων που ταράζει τις ισορροπίες.
2) Θαυμάσιος, καταπληκτικός, θεσπέσιος.
Εννοιολογικές παρατηρήσεις: Η αρχική σημασία του «ίμπα» ήταν η αναγραφόμενη στην περίπτωση 1, όμως σταδιακά το στοιχείο της συγκρίσεως εκφυλίστηκε με αποτέλεσμα να χρησιμοποιείται και με την έννοια 2.
Προέλευση/ετυμολογία: Προέρχεται από το αγγλικό «imbalanced».
- Καλά αυτό το αμάξι είναι εντελώς ίμπα. Ένα τέτοιο θέλω να πάρω κι εγώ.
- Συγνώμη, πας καλά; Θα τα βάλεις μ' αυτόν; Ο τύπος είναι ίμπα, δεν έχεις καμία ελπίδα.
- Άντε μωρέ κωλόνουμπε, έχεις τον ίμπα χαρακτήρα και μιλάς!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αρχική σημασία: Εκ του τουρκικού çapraz που σημαίνει σταυρός, σταυρωτός, σταυρωτά, αλλά και γυρτά, έως και (συνεκδοχικά) ανάποδα.
Παράγωγα: τσαπράζωμα, τσαπράζης.
Τρέχουσες σημασίες (ακουσμένες στην κεντροδυτική Μακεδονία):
Το γυναικείο κόσμημα που φοριέται στον λαιμό, και ιδιαίτερα αυτό με το κοντό περιλαίμιο (βλ. μαύρη ζώνη στο τσιμπούκι κι ένα νταν).
Το περιλαίμιο του σκύλου. Εξ αυτού και το τσαπράζωμα, το ζέψιμο δηλαδή του σκύλου.
Το τσαπράζωμα χρησιμοποιείται μεταφορικά και για να πούμε ότι περάσαμε σε κάποιον κολάρο, τον ελέγχουμε ή, αν πρόκειται για γυναίκα-σκυλί, για έμπειρη παρθένα, για δαγκανόμουνο, για να δηλώσουμε περιπαικτικά, ως προτροπή, ότι δαγκώνει και πρέπει να τεθεί υπό έλεγχο.
Τσαπράζης είναι ο ανάποδος άνθρωπος, ο σπασαρχίδας, ο ενοχλητικός.
Για ιδιαίτερες σημασίες στην Αγιάσο Λέσβου, δείτε εδώ.
- Για δε ρε, για δε... Άτσα η Βασούλα! Μούνεψε και μου βγήκε με τα μίνια έξω;
- Έχει όμως πολλά να μάθει ακόμα... Το τσαπράζ στο λαιμό που είναι σαν πόμολο δεν το βλέπεις;
- Τι ακούγεται ρε Λιάνα, πού είσαι;
- Έξω μωρό, στο πάρκο στα Εξάρχεια που σου έλεγα. Είμαστε μεγάλη παρέα, παίζει μια μπάντα και πίνουμε μπύρες στα παγκάκια. Φρηστάιλ φάση.
- Καλά εσύ δεν θα έμενες μέσα για να διαβάσεις;
- Εντάξει ρε μωρό, ήρθαν και με πήρανε, να μη βγω κι εγώ;
- Ήρθαν και σε πήρανε; Ε ρε τσαπράζωμα που σου χρειάζεται.
- Τι είναι αυτό μακεδονίτικο;
- Δεν θα κατέβω; Θα σε πω εγώ...
- Σιγά με τα ροδάκινα! ΣΙΓΑ! Τα καφάσια! ΤΑ ΚΑΦΑΣΙΑ! Πάρ' τα πόδια σου!
- Τώρα ρε αφεντικό με συγχωρείς, έτσι θα πάμε; Τέσσερα καλοκαίρια μαζεύω στα δέντρα σου, κάθε χρονιά τα ίδια;
- Ναι ρε! Εσύ θα πας να τα παραδώσεις; Εγώ θα πάω! Δέκα χτυπημένα να δουν, μου ρίχνουν την τιμή, για πέταμα τά 'χω;
- Πολύ τσαπράζης είσαι ρε μάστορα...
Got a better definition? Add it!
Εκ του αγγλικού «cheat»: εξαπατώ, απατώ, παραβαίνω τους κανόνες παιχνιδιού, απατεώνας.
Ανάλογα με την περίσταση λοιπόν, μπορεί να σημαίνει:
Πως κάτι (ή κάποιος) τα σπάει, είναι σούπερ γουάου!!, γαμάτο, και γαμώ, άπαιχτο, αμαρτία σκέτη.
Το κλου μιας ιστορίας, το χάιλαϊτ ενός θεάματος.
(Στο σύμπαν των γκέιμερ) Το σπαστήρι, το κρακ, το προγραμματάκι που χρησιμοποιεί κάποιος για να πάρει λέβελ ή να νικήσει τους αντίπαλους ιντερνετικούς συμπαίχτες ξεγελώντας το παιχνίδι με το να αποκτήσει κάποιο πλεονέκτημα που θα κάνει τη διαφορά (περισσότερα εφόδια, όπλα, ζωές κλπ).
Συντάσσεται συχνά με τα «κάνω», «μπαίνει», «βάζω».
Σ’ αυτό το σύμπαν, χρησιμοποιείται και σαν πρώτο συνθετικό σε σχεδόν οτιδήποτε μπορεί να εκτελέσει την απατεωνιά.
Σε διαλέκτους (π.χ. Ποντιακά, Πλωμαριανά), χρησιμοποιείται με την ίδια ακριβώς έννοια με το καταγεγραμμένο «τσίτι»: το βαμβακερό ύφασμα με τυπωμένα εμπριμέ σχέδια (αυτό εκ του τούρκικου «çit» με περσική καταγωγή) σαν μέρος συνήθως της γυναικείας φορεσιάς.
Τα τσιτ-μιλ / τσιτ-μηλ (εκ του αγγλικού «cheat meal»), παίζουν πολύ μεταξύ όσων κάνουν δίαιτα ή, όπως π.χ. στα μποντιμπλιντεράδικα σινάφια, διατροφή.
Σημαίνουν το προβλεπόμενο εκείνο γεύμα, που λαμβάνει χώρα μια στις τόσες και όπου ο εν διαίτη την καταστρατηγεί προκειμένου να μην κρασάρει ψυχολογικά και την εγκαταλείψει, τρώγοντας ό,τι απαγορευμένο ποθεί κολασμένα, σε ελεγχόμενη ποσότητα βεβαίως-βεβαίως.
Kι εγώ στο save μου το 2015 είμαι, αλλά ρε φίλε ο Κυριάκος Παπαδόπουλος πολύ ΤΣΙΤ!!
- Γιατί ρεε;;;; Εμένα o fierro με έχει κάνει πολύ δουλειά.
- Κι εμένα ο Sanogo!!!!!!! Σεντερφοράρα!!!!!!!!
- Εννοείται για αυτό έγραψα ότι είναι τσιτ.
…Tο λεγόμενο τσιτοσούτ, που να δεις τα knuckle εν κινήσει που είναι επίσημα δεν είναι τσιτ, τις ακυρωμένες ντρίπλες που και αυτό θέλει να είσαι γρήγορος και να έχεις βάλει αυτόματη άμυνα, αλλά και το απίστευτο το τσιτοφουλ που η μπάλα λόγω glitch είχε προωθηθεί (στο online δεν γίνεται και στο offline θέλει άπειρη προσπάθεια) ...ρε σου λέω ξέρω τι παίζω γι αυτό είχα ξενερώσει το καλοκαίρι με το προ και το έβριζα, απλά δεν μπορώ να μου βρίζουν το προ και να λέμε το φίφα ότι δεν έχει προβλήματα ...εκεί σπάζομαι φέτος το φίφα πέρα από τα αρνητικά που γράφω (κυρίως για να τα προσέξετε οι fan) εμένα μου άρεσε αρκετά δλδ αν δεν ήταν τόσο φτιαγμένο το προ, φίφα θα έπαιρνα χαλαρά.
…..
ΥΓ3. Το τσιτοσούτ το 'ξέραν όλοι οι έλληνες. Οι ξένοι επειδή έπαιζα online μένανε βλάκες.
Οι πλούσιοι και οι άρχοντες φορούσαν ακόμα ποτούρ από σαγιάκι (αμπάν) και τσόχα από το ίδιο ύφασμα, σκέπαζαν δε το κεφάλι τους με κουκούλα από δέρμα αρνιού και αργότερα φέσι, που το περιτύλιγαν με μαύρο τσίτι.
Πολύ απλή ήταν και η φορεσιά των γυναικών αποτελείτο από ζουπούναν, τσόχαν , σπαλέρ και τσιτ.
- Κατερίνα έχουν πει οι κοπέλες πως η σφολιάτα ανεξαρτήτως υλικών έχει 1 μονάδα τα 3 κομμάτια.
- Με ποια λογική; Δεν κοιτάμε τα συστατικά για να μετρήσουμε μονάδες; Εγώ αυτές τις συνταγές με σφολιάτα τις βρίσκω κοροϊδία. Καλυτέρα φάε ένα κανονικό γλυκό και πες ότι έκανες ένα τσιτ μιλ, όχι να θεωρείς ότι είναι σωστό κομμάτι υγιεινής διατροφής. Γνώμη μου.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Από το γαλλικό très comme il faut, που σημαίνει «πολύ καθώς πρέπει», είναι η επιτομή του ιδανικού των καλοβλαμμένων μικροαστών.
Χρησιμοποιείται για σλανγκοπλάκα από μαγκίτες που έχουν αναθραφεί με γαλλικά και πιάνο, ιδίως (πολύ) παλιότερα, που η γαλλική ήταν η γλώσσα της αστικής τάξης.
Στην εποχή μας σλανγκίζεται επίσης για να δηλώσει το πολύ καθώς πρέπει milf.
Βγήκε η Μενεγάκη στον αέρα μ' ένα αβυσσαλέο ντεκολτέ τρε κομιλφό!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Από το hardcore (σκληροπηρυνικό). Έκφραση για δύσκολες καταστάσεις και σκληρούς προγραμματιστές με μεγάλα @@. Κυκλοφορεί ως έκφραση στην ελληνική demoscene community.
Πώπω ο τύπος έγραψε ολόκληρο τον κώδικα 100% σε assembly. Μιλάμε για πολύ κορίλα!!!
Got a better definition? Add it!
Συχνά χρησιμοποιείται με την έννοια του γλείφτη, σφουγγοκωλάριου, της βδέλλας που κολλάει και απομυζά, κ.λ.π.
Κολαούζος ωστόσο αντιθέτως σημαίνει οδηγός, μπροστάρης (εκ του Οθωμανικού kilavuz, που σημαίνει οδηγός).
Οι οδηγοί των καραβανιών της βαλκανικής τα έλεγαν τα άλογά τους κολαούζους, δηλ. οδηγούς, διότι ήξεραν το δρόμο (π.χ Γιάννενα – Βουκουρέστι), και έτσι ενώ ο αναβάτης μπορούσε να αποκοιμηθεί στο σαμάρι, αυτά πήγαιναν μόνα τους, χωρίς έλεγχο των χαλινών. Αν κάποιος δεν ήξερε το δρόμο, έπαιρνε ένα κολαούζο (άνθρωπο και άλογο) και έβρισκε το δρόμο του προορισμού του. Εξ ου και το «χωριό που φαίνεται, κολαούζο». Ο πιο γνωστός κολαούζος της ιστορίας των ελληνικών καραβανιών της Βαλκανικής ήταν ο Γιαννιώτης Ρόβας («Ο Ρόβας εξεκίνησε, μεσ’ τη Βλαχιά να πάει, νύχτα σελώνει τ’ άλογο, νύχτα το καλιγώνει..»).
Πηγή: Δημ. Σταθακόπουλος, 24grammata.com
Χωριό που φαίνεται, κολαούζο δε θέλει.
Got a better definition? Add it!