Further tags

Φράση που χρησιμοποιείται κυρίως από ομοφυλόφιλους άνδρες, προκειμένου να προσεγγίσουν άγνωστους, με πρόστυχο αλλά συνάμα συγκαλυμμένο τρόπο.

«Γεια σου. Σε κοιτάζω εδώ και πολύ ώρα. Θέλεις να πάμε στην τουαλέτα να σου παίξω μια μαλακία με τον κώλο μου;»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βάζω δάχτυλα ή άλλα πράγματα στον κώλο μου.

Ρε φίλε, έχω βαρεθεί να παίζω το πουλί μου. Γάμησέ με να πούμε... πω πω... Τον τελευταίο καιρό παίζω τον κώλο μου και την έχω καταβρεί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το «έβαλα τα αρχίδια στο στόμα» αναφέρεται σε κλιματολογική κατάσταση απόλυτης απελπισίας, όπου επικρατεί τέτοιο πολικό ψύχος, ώστε ο μόνος τρόπος αναθέρμανσης των αδένων, να είναι να τα βάλει κάποιος στο στόμα.

Μάλλον προέρχεται και απο την έκφραση του προσώπου κάποιου που κρυώνει πολύ, όπου φουσκώνει τα μάγουλά του, καθώς φυσάει τις παγωμένες του παλάμες. Εκείνη τη στιγμή φαίνεται σα να έχει δυο μπαλάκια μέσα στο στόμα.

Ενδέχεται να προέρχεται και απο την βιομιμική επιστήμη, όπου κάποιοι παραδειγματιζόμενοι απο τα σκυλιά, έχουνε τέτοια ευλυγισία, ώστε να μπορούνε να δαγκάνε ή να γλύφουνε τα ίδια τους τα αρχίδια.

Κάποιος μπαίνει μέσα στη ζέστη.

- Μπρρρ! Ξεπάγιασα!
- Τι έγινε ρε συ, κάνει κρύο έξω;
- Με δουλεύεις ρε συ; ...Εδώ έβαλα τα αρχίδια μου στο στόμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φυσικό τοπίο απομονωμένο, χωρίς υποψία ανθρώπινης παρουσίας όσο φτάνει το μάτι μας, όμορφο και γαλήνιο, που σε καλεί να σχετιστείς μαζί του και να αφήσεις πάνω του ένα κομμάτι του εαυτού σου. Είναι το πιο ταιριαστό περιβάλλον για να σε κυνηγήσει ζαρκάδι, καθ' ότι μέσα στη φύση, προτείνοντάς σου το άγγιγμά της με απαλά χορταράκια, ενώ θα αφήνεις το γραμμάτιο. Αν η γεωμετρία του χώρου το επιτρέπει, αφέσου στην δροσερή αύρα και χέσε ψηλά κι αγνάντευε.

Μεταφορικά 1: Γενικώς η ερημιά, χωρίς την εννοιολογική μυρωδιά πεθανίου.

Μεταφορικά 2: Το αντίθετο της πήχτρας, του σκοτωμού σε ένα μέρος, η απόλυτη ερήμωση από ανθρώπους.

  1. Και ενώ πηγαίνω καρφωτός, με πιάνει ξαφνικά ένα κόψιμο... Βρήκα όπως-όπως μια ερημιά για χέσιμο, παράτησα κινητά, GPS, πόρτες ανοιχτές, έριξα την ψήφο μου και ξαλάφρωσα...

  2. - Την καυλίτσα που την είχες στο μπίρι-μπίρι χθες την έφαγες;
    - Ναι, φορτωτική κανονικά. Μέχρι να μπει ο σύρτης όμως μου ζάλισε τ' αρχίδια.
    - Πρώτα ανοίξαμε και σας περιμένουμε και μετά σου τό' παιζε δύσκολη;
    - ...Και «εδώ περνάει κόσμος» και «πάμε κάπου πιο απόμερα» και κάτι τέτοιες παπαριές. Ε, τα πήρα στο κρανίο κι εγώ, ξαναέβαλα μπρος και την πήγα πάνω στο βουνό, στου διαόλου τη μάνα. Ερημιά για χέσιμο, τέτοια φάση.
    - Πάντως από ρομαντισμό είσαι καλλιτέχνης ρε κολλητέ, Αλμπέρ Γαμύ...

  3. - Τώρα τι κάνουμε;
    - Φεύγουμε σούμπιντοι, όπως ήρθαμε. Εδώ θα κάτσουμε; Εδώ είναι ερημιά για χέσιμο. Παρέα στα γκαρσόνια θα κάνουμε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει πως κάποιος έχει τέτοιες σηκωμάρες, τέτοιες καύλες ασήκωτες και απάλευτες, τόσο η λίμπιντο έχει χτυπήσει κόκκινα, ώστε αρχίζει να παραβλέπει το Λευιτικόν 18:23 και ξαφνικά καλοβλέπει τα καπούλια του γαιδαράκου του κυρ-Μένιου. Δεν πα να μουλαρώσει (καθότι ως γάιδαρος είναι και ξεροκέφαλος), δεν πα να είναι στην ανηφόρα, αυτός θα τον σπρώξει ασάλιωτα, αβάδιστα, αβαβά και αβασάνιστα.

Για να σοβαρευτούμε τώρα και να μιλήσουμε επιστημονικά, είναι προφανές ότι μετά το κατώφλι της πρώτης μοίρας, το μέγεθος της καύλας βρίσκεται σε σχέση ευθείας αναλογίας με τις μοίρες της ανηφόρας.

Πέρα από τα παραπάνω, η έκφραση αυτή χρησιμοποιείται και με ακόμα πιο μεταφορική σημασία για να δείξει ότι κάποιος δεν μασάει το μπούτσο του, ότι είναι ο γαμιάς της γειτονιάς, ο μάο γαμάω.

  1. - Θα κανονίσεις με τίποτα γκόμενες γι' απόψε;
    - Δεν μπορεί καμιά καλή για σήμερα...
    - Μωρέ ό,τι νά 'ναι φέρε! Έχω κάτι καύλες αυτόν τον καιρό, γαμάω γάιδαρο στην ανηφόρα!
    - ΟΚ, θα δω τι μπορώ να κάνω...

  2. (Από εδώ)
    «mages piaste dio dramamines i mpourmpoulithra irthe me rimes pios iligos mori flora egw gamaw gaidouri stin anifora»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Ψαγμένη» παρότρυνση.

Ακούστηκε στο «Εσπέρια», απο ενθουσιώδη τσοντοθεατή, την πάλαι ποτέ καλή εποχή!

... βάλε και χιόνι να βγεί ασπρομάλλης !!! (από spydel, 30/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ορισμός που παρουσιάζει απροσεξία ή καθυστέρηση σε αντίδραση. Μπορούμε να πούμε ότι πιαστήκαμε στον ύπνο.

- Πήγες να δηλώσεις συμμετοχή;
- Ω ρε , το ξέχασα....
- Εμ, χεστήκαμε εκεί που κλάναμε...

Δες και εχεκλάνω, χέκλασα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μία από τις πιο παλιές και πιο powerful εκφράσεις προσβολής, όπου κύριο θέμα είναι το σκατό, κάτι σαν το «να φας σκατά» (ή το αρβανίτικο «χάνα μουν»), αλλά σε πολύ πιο εξελιγμένη μορφή.

Σε γιαπί:
- Πιάσε ρε Κίτσο το σφυρί να 'ουμ.
- Χάνα μουν ρε
- Σκατά να φας, σκατά να πιεις, σκατά να πας να χέσεις, από σκατά να σηκωθείς και σε σκατά να ξαναπέσεις.
- ........!

(από tasurmata, 28/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φυλή χαζοχαρούμενων και εντελώς κενών περιεχομένου όντων, των οποίων το λουσάτο «lifestyle» οφείλεται στον υπερδανεισμό ή / και την υποκατανάλωση των επίσης χαμένων στο διάστημα γονέων τους. Επικοινωνούν με SMS, Twitter και άναρθρες κραυγές. Οι δημοσιοκάφροι τους θέλουν να βρίσκονται σε αντάρτικο πόλεων με τους κατατονικούς emo.

Η Ελληνική ποικιλία αποτελεί κοινωνιολογική καρκινογένεση του Κωστοπούλειου «ΚΛΙΚ», την άλλη δηλαδή πλευρά του ΠΑΣΟΚικού νομίσματος πού έφερε την μουτσούνα του Τσοβόλα και που τόσα κενοτόμα επέφερε στον κοινωνικό ιστό.

Εκ του αγγλικού trendy, του οποίου το έτυμο σημαίνει «σπεύδω ή σκύβω προς κάποια κατεύθυνση».

Γνωστοί και ως τρέντουλα.

Assist: Kitty Darling

- Οι διαμάχες ξεκίνησαν όταν ένας Trendy έκοψε τη φράντζα μιας Emo. Η κοπέλα –μη αντέχοντας την ατίμωση- κλείστηκε στο σπίτι της και δεν έτρωγε το φαΐ της, με αποτέλεσμα να χάσει 15 κιλά, αλλά θα πρέπει να χάσει άλλα 10 ακόμα γιατί ήταν θεόχοντρη.
(από εδώ)

Ας το ακούσουμε μέχρι να απαγορευθεί από το νόμο Καστανίδη. (από Khan, 17/03/11)(από σφυρίζων, 05/03/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτή που τα... καταπίνει όλα!!! Και «στεγνώνει» τον πούτσο τελείως!!!
Αυτή που «μαζεύει» τα χύσια... (Ρουφάει τα πάντα...).

- Τι έγινε ρε συ με την Λόλα τελικά; (που σημειωτέον τα κάνει... ΟΛΑ!!!!)
- Ασε ρε μαλάκα η ψωλοχυσομαζώστρα μιλάμε μου άδειασε τα αρχίδια ... τα ρούφηξε όλα... με πέθανε... Μου στράγγιξε το μεδούλι από την σπονδυλική στήλη... Τα 'παιξα!!! Την καριόλα!!! Δεν μου έχουν ξανακάνει τέτοια πίπα...!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified