Further tags

Α.Η έκφραση σημαίνει, με δόση αυτοσαρκασμού, ότι είμαι τόσο ταλαιπωρημένος, καταπονημένος και καταβεβλημένος από ασθένειες η κακουχίες, ώστε προβλέπω ότι σύντομα θα αποδημήσω εις Κύριον.

Β. Επίσης από κάποιον που αποχωρεί έπειτα από αρκετό χρόνο παραμονης του σε κάποια θέση.

Γ. Γενικώς σημαίνει κάποια μόνιμη και διαρκή αποχώρηση από κάποια δραστηριότητα που διήρκησε αρκετό χρονικό διάστημα και περιείχε πολλές περιπέτειες και εμπειρίες.

Προέρχεται από την στράτευση. Ο προς απόλυση φαντάρος θα πρέπει να παραδώσει τον εξοπλισμό του, συλλέγοντας υπογραφές, από τους αντίστοιχους αρμόδιους της στρατιωτικής υπηρεσίας, που θα βεβαιώνουν ότι δεν οφείλει κάτι προς επιστροφή από το υλικό, οπλισμό η ιματισμό που χρεώθηκε κατά την διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας. Στη συνέχεια εκδίδεται το φύλλο πορείας της απόλυσής του ώστε να αποχωρήσει και να αποχαιρετήσει τον στρατό.

1-Τι να σου λέω καλέ γειτόνισσα, πριν τρία χρόνια πέρασα μια μεγάλη αρρώστια, ήμουνα πολύ χάλια, "μάζευα υπογραφές".

  1. ΕΡ- Πότε βγαίνεις στη σύνταξη? ΑΠ-Κοντεύω , μαζεύω υπογραφές.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο ατημέλητος στρατιώτης.

Λοιπόν κοιτάξτε να καθαρίσετε τις αρβύλες σας, το λουκάνικο, και τα χιτώνια. Μην εμφανιστείτε μπουρδέλο στην αναφορά γιατί θα πέσουν καμπάνες πάλι.

Got a better definition? Add it!

Published

Ακούστηκε σε στρατόπεδο της Ελληνικής επικράτειας γύρω στο 1996-1997. Επιφώνημα και προσκάλεσμα για χαλαρότητα, λούφα και γενικά καλοπέραση, ίσως ρίχνοντας τα βάρη στους άλλους, μια φιλοσοφία που εστιάζει στη γείωση των όποιων μιλιτέρ προβλημάτων. Ο συνδυασμός ηρεμιστικών χαπιών τα οποία προσφέρουν την προσδοκούμενη ντάγκλα και το κλασικό σνακ των ελληνικών δυνάμεων έχει ως αποτέλεσμα μια κατάσταση ζεν η οποία αντισταθμίζει τη δύσκολη, και καλά, ζωή των στρατιωτών μας.

Και καμπάνα να φάμε δεν πειράζει μάγκες, αρντάν και κρουασάν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σήκω (ή ξύπνα) λεβέντη μου τσολιά: στιχάκι από το εγερτήριο σάλπισμα του Ελληνικoύ Στρατού.

♪♫ Σήκω λεβέντη μου τσολιά κι αρχίζουν οι μάχες στα βουνά ♪♫

Το άκουσμα αυτό κάποτε εμψύχωνε και ελληνοκαύλωνε τον μέσο Έλληνα, τώρα όμως πιάνει μόνο σε περιορισμένους κύκλους. Αλλαξε φεῦ ο καιρός, να βροχές, να κεραυνοί, πάν’ και τα κοτσυφόπουλα. Οι λεβέντες έγιναν λεβέντες, οι λεβέντες-τσολιάδες λεβεντοτσολιάδες, ακόμα και το μουνί έγινε μουνί. Το στιχάκι πλέον δίνει έναυσμα κυρίως για εθνοφαυλιστικές ατάκες και λολοπαίγνια:

  • Την πιο διαδεδομένη την λέγαμε πάθε πρωί στο στρατό, όσοι υπηρετήσαμε: ♪♫ Ξύπνα λεβέντη μου τσολιά, πιάσε την πούτσα απ' τα μαλλιά! ♪♫

Ξύπνα λεβέντη μου τσολιά, πιάσε την πούτσα απ' τα μαλλιά! Παρατηρώντας τη γενναία στάση των ευζώνων μας –που δεν εγκατέλειψαν το μνημείο όταν έσκασε η βόμβα- σκέφτηκα πως μπορεί η γενναιότητα των ευζώνων να οφείλεται στο συμβολισμό που έχει η στολή του τσολιά (εδώ)

  • Και πάρα πολλές άλλες, όπως πιχί:

Ξυπνα λεβεντη μου τσολια, ελα και πιαστο μας γερά (εκεί)

Ξύπνα λεβέντη μου τσολιά και πιάσε τον δάσκαλο από τα μαλλιά! (παραδίπλα)

Χημικές ουρές? Δεν υπάρχουν ? Είναι μουφα? Είναι απλά τα καυσαέρια? Ξύπνα λεβέντη μου τσολιά!! (παραπέρα)

Σήκω, λεβέντη μου, τσολιά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τεχνική ανάκρισης. Ο Ε και ο Φ ανακρίνουν τον Χ· ο Ε υιοθετεί εχθρική στάση απέναντι στον Χ ενώ ο Φ φιλική, με απώτερο στόχο ο Χ να εμπιστευθεί τον Φ αντιδρώντας στην πίεση του Ε. Ευνόητα, ο Φ είναι ο Καλογιάννης και ο Ε ο Κακογιάννης.

Η τεχνική είναι ψιλοπασίγνωστη χάρη στην αστυνομική λογοτεχνία και, κυρίως, φιλμογραφία. Δε γνωρίζω αν η κουβέντα όντως ακούγεται στην πιάτσα, ή αν πρόκειται απλώς για ευφάνταστη επινόηση του Πέτρου Μάρκαρη (βλέπε παράδειγμα)· με μία πρόχειρη αναζήτηση στο διαδίκτυο συμπεραίνουμε μάλλον το δεύτερο, αλλά όποιος ξέρει θετικά ας μας πει. Πρόκειται πάντως για μία εκδοχή του καλός μπάτσος - κακός μπάτσος που ακούγεται ενδεχομένως ομαλότερα στο αφτί ως απόδοση του αντίστοιχου αγγλικού και είπα να το θέσω υπόψιν των υποτιτλιστών ανάμεσά μας.

«[...] δέν κρατούσε λεφτά στα χέρια του. Δέν κρατούσε τίποτα. Τώρα, άν υπήρχαν λεφτά μέσα στο αυτοκίνητο, τί να σας πώ. Μπορεί και να υπήρχαν, αλλα θα τα πήραν οι δικοί σας, της Αντιτρομοκρατικής.»

«Τί λές ρε κάθαρμα;» φωνάζει ο Βλασόπουλος και πετάγεται πάνω. «Λές οτι τα παιδιά της Αντιτρομοκρατικής πήραν τα λεφτά και τα φορτώνουμε τώρα σ' εσένα, για να τους ξελασπώσουμε

«Ήρεμα, Σωτήρη.» Πιάνω τον Βλασόπουλο απο το μπράτσο και τον καθίζω πάλι στη θέση του. «Μήν τον πιέζεις. Θα μας τα πεί με την ησυχία του, το παλικάρι.»

Το παλιό κόλπο των μπάτσων. Ο Καλογιάννης και ο Κακογιάννης.

(Πέτρος Μάρκαρης, «Άμυνα ζώνης», Γαβριηλίδης 2001)

Σε άλλες γλώσσες: good cop/bad cop (αγγλικά)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που τη λένε οι μικροαστοί που δεν κάνουν τίποτα έντονο στη ζωή τους. Το ιδανικό του χωροφύλακα. Τη λένε και άνθρωποι μετά από κάποια ηλικία, που είναι μπαμπάδες, μαμάδες και δεν έχουν και κανένα συνταρακτικό νέο.

- Τι γίνεσαι Γιώργο; Πώς τα πας; - Πώς να τα πάω; Ησυχία, τάξη, ασφάλεια. Δέκα χρόνια παντρεμένος πώς θες να τα πάω;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρχικά φέρεται να είναι φράση των κλεφταρματολών επί Τουρκοκρατίας που είχε την σημασία ευχής να σε βρει θάνατος από βόλι κατά την διάρκεια μάχης ή συμπλοκής και έτσι να πεθάνεις ένδοξα, το οποίο θεωρείτο καλύτερο από το να επιζήσεις και να ατιμαστείς.

Επίσης «καλό μολύβι».

Το ενδιαφέρον είναι, ότι αν ισχύει αυτή η αρχική ετυμολογία, που είναι η κυρίαρχη, όσο μπόρεσα να ψάξω, έχουμε αλλαγή σημασίας. Η σημασία αρχικά ήταν καλώς να σε δεχτεί το βόλι ώστε να έχεις τίμιο θάνατο, ενώ αργότερα εμπεδώθηκε η πιο ενεργητική σημασία του να ρίχνεις εσύ καλά το (όποιο) βόλι. Πρόκειται δηλαδή για κάτι παρόμοιο με την φράση ραντεβού στα γουναράδικα, που ήταν επίσης μια ατάκα δήλωσης ότι ο ήρωας αψηφά τον θάνατο.

Εν συνεχεία, η έκφραση χρησιμοποιήθηκε για την ψήφο στις εκλογές, καθώς οι ψηφοφόροι έριχναν σφαιρίδια σε ξεχωριστές κάλπες για το «ναι» και το «όχι», οπότε το σφαιρίδιο παρέπεμπε περισσότερο σε βόλι, από ό,τι η σημερινή διαδικασία. Το σύστημα αυτό που ίσχυσε μέχρι το 1911, και το οποίο περιγράφεται εδώ, μας έδωσε και τις εκφράσεις δαγκωτό και μαυρίζω.

Σήμερα ο κρεψινισμός αυτός είναι πολύ συνήθης και για την ψήφο στις εκλογές, αλλά και στη σεξοσλάνγκ ως ευχή για «καλό σεξ», και στη χεζοσλάνγκ ως ευχή για καλό χέσιμο / χεζοβόλι.

Γενικώς, είναι μια ευχή που περιμένουμε να μας πούνε όταν πάμε προς τουαλέτα για νούμερο δύο, ή όταν ανακοινώνουμε ότι θα βγούμε ραντεβού με κρεβατάμπλ φίλη.

Επίσης, όπως φαίνεται από τα γουγλικά ευρήματα, είναι η βασική ευχή στο ιδίωμα των μπουρδελιάρηδων. Και, όπως γράφει και ο Γκατσανήρ στον έτερο ορισμό, χρησιμοποιείται με την σημασία «καλή επιτυχία» σε πολλές περιστάσεις, λ.χ. ακόμα και σε εξετάσεις.

Με περισσότερο κυριολεκτική σημασία χρησιμοποιείται επίσης από κυνηγούς και ψαροντουφεκάδες.

Ας ελπίσουμε να μην ξαναζήσουμε πόλεμο, ώστε να το λέμε πάλι εντελώς κυριολεκτικά, και ότι η χρήση θα περιοριστεί στην όποια κάλπη ρίχνει ο καθένας το βόλι του.

  1. Δήλωση Αντώνη Μανιτάκη: «Πριν από δύο ώρες ξεκίνησε κανονικά η εκλογική διαδικασία. Δήμοι, Περιφέρειες και υπάλληλοι του Υπουργείου Εσωτερικών είναι στη θέση τους. Οι δικαστικοί αντιπρόσωποι βρίσκονται στα εκλογικά τμήματα και δέχονται τους εκλογείς. Όλα βαίνουν κανονικά, όπως είχαν προβλεφθεί και προετοιμαστεί.
    Καλό βόλι σε όλους μας!»

2. Μάθε τι σεξ κάνει το κάθε ζώδιο και… καλό βόλι!

  1. καβαλαει τον βαρδαβουλαρη μου οπου δεν αργησα να καταθεσω....προσωπικα για εμενα αξιζε το 50 ευρω που εδωσα.στα συν της οτι δεν βιαζοτανε!!καλο βολι στους επομενους!!!! (Από μπουρδελοσάιτ)

  2. -Γεια σου Μαρία, και καλό βόλι με τις εξετάσεις αύριο!
    - Σ' ευχαριστώ, Πέτρο, να 'σαι καλά! (Από ανάλυση για los Armatoles y los Kleftes).

Ρίξε το το τιμημένο! (από Khan, 09/11/13)Σύγχρονη χρήση της έκφρασης. (από Khan, 09/11/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοιτάω ψηλά, στα πρέκια, συνήθως σε στάση προσοχής.

Χρησιμοποιείται κυρίως στις ένοπλες δυνάμεις, όταν οι στρατεύσιμοι είναι ήδη σε στάση προσοχής.

Κωλόψαρα, προσοχή, στην τέντα όλοι. Στο ένα θα κοιτάτε μόλις με βλέπετε! Μη δω κανέναν να ρίχνει βλέμμα κάτω τη βάψατε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Ναυτικό): Έκφραση που απαντά στην ερώτηση «πώς σε παίζει [η τάδε Υπηρεσία];», προκειμένου ο ερωτών να σχηματίσει άποψη για το ποιόν της θητείας σου και δηλώνει την συχνότητα / αναλογία βαρδιών (δηλ. «ένδον» / μέσα στο στρατόπεδο) ανά έξοδο (δηλ. πούλος), η οποία μετριέται σε νούμερα που αντιστοιχούν σε ημέρες της εβδομάδας.

Όσο μεγαλύτερο το δεύτερο νούμερο, τόσο καλύτερη θεωρείται η θητεία κατά τεκμήριο (γιατί μπορεί και να παίζουν άλλα αθέατα ζόρια π.χ. λίγες βάρδιες αλλά στου διαόλου το ξεσταύρι, δυσανάλογα μεγάλη ευθύνη, μαύρη μονάδα, πολλές κλάρες / καμπάνες κλπ-κλπ ή να είναι τσατσοπαγίδα, π.χ. λίγες βάρδιες ,αλλά εσύ κάνεις τις χειρότερες, αφού όπως λέγεται «το μεγάλο βύσμα τρώει το μικρό», κυριλέ Υπηρεσία όπου οι άλλοι δεν είναι απ’ αυτούς που ξέρουν κάποιον αλλά απ’ αυτούς που τους ξέρουν, οπότε θα τα φας όλα μόνος σου, καθημερινή εξόδου μεν, αλλά είτε σ’ αφήνουν να φύγεις στις εφτά το βράδυ ή ως οδηγός του Αρχιπιστολέρο μεν, αλλά τραβιέσαι κάθε μέρα από το σπίτι σου στις 3:00 το πρωί για να παραλάβεις το όχημα στην κοντινότερη Υπηρεσία στις 4:00, για να είσαι στο σπίτι του Ναυαρχούκου στις 5:00 και να φτάσεις Σαλαμύκονο στις 7:00 και πάλι πίσω το ίδιο όταν τελειώσεις, τον συνοδεύεις στις δεξιώσεις ή στα γκομενικά του, σε στέλνει για ψώνια και δωράκια για την κυρία ή/και το αίσθημα, κάθεσαι μέχρι αργά το βράδυ να τελειώσει με τα επιτελεία του κλπ-κλπ, οπότε δώρον άδωρον) η Υπηρεσία που βρίσκεται ο ναύτης, λόγω περισσοτέρων εξόδων.

Έτσι, π.χ. Με παίζει τρεις/μία = τρεις ημέρες μέσα / μία έξω, ενώ, μία/τρεις σημαίνει το αντίστροφο.

Βασικά οι κληρωτοί ναύτες (καθώς και όλοι οι στρατιώτες), παρουσιάζουν μια σταθερή ροπή να θέλουν να είναι όσο το δυνατόν έξω απ’ το στρατόπεδο. Σ’ αυτό ταυτίζονται με τους βαθμοφόρους, με την διαφορά ότι των τελευταίων είναι η δουλειά τους.

Γι’ αυτό, πάντοτε συμπληρώνεται η έκφραση από διευκρίνιση ως προς το (ιερό) Σαββατοκύριακο (Σού-Κού), π.χ. λες δύο/μια και Σου/Κου οφφ (δηλ. ελεύθερος) ή δύο/μια σκέτο, που σημαίνει ότι το Σαββατοκύριακό σου θα τεμαχιστεί αναλόγως στο πώς θα κάτσουν οι μέρες (γι’ αυτό είναι πολύ σημαντικό πότε θα οριστεί η πρώτη σου βάρδια και εννοείται ότι το οπλονομόπαιδο θα εξασφαλίσει στον εαυτό του και στους κολλητούς του τις βάρδιες που έχουν το Σου-Κου οφφ και θα αλλάξει το βαρδιολόγιο, όταν έρθει η σειρά σου). Ο βαθμοφόρος οπλονόμος, θα περιοριστεί να πει «μην τσακώνεστε» ή «βρείτε τα μόνοι σας παιδιά»...

Ειδικότερη ορολογία υφίσταται για την συνηθέστερη αναλογία του ναυτικού (είτε σε υπηρεσία ξηράς είτε όταν το πλοίο είναι «εν όρμω») μία/μία, η οποία διευκρινίζεται ως:
α) Με παίζει μια/μια σκέτη (δηλ. π.χ. Δευτέρα μέσα, Τρίτη έξω, Τετάρτη μέσα, Πέμπτη έξω, Παρασκευή μέσα και Σου-Κου όφφ).
β) Με παίζει μια/μια καραβίσια (δηλ. π.χ. Δευτέρα μέσα, Τρίτη έξω, Τετάρτη μέσα, Πέμπτη έξω, Παρασκευή μέσα, Σάββατο έξω και Κυριακή πάλι μέσα – και δε σε χάλασε καθόλου.

Η μία/μία είναι μαλακία (και ιδιαίτερα η καραβίσια που σου γαμεί το Σαββατοκύριακο – και την διάθεση), γιατί ουσιαστικά έχεις μισή μέρα ελεύθερη (μετά τις 15:00) για κάθε δύο μέσα, χώρια που πηγαινοέρχεσαι συνέχεια στη μονάδα και ταλαιπωρείσαι (κάνεις ωτοστόπ ή παίρνεις 3-4 μέσα συγκοινωνίας ή πληρώνεις βενζίνες, διόδια, ταξί κλπ).

Έτσι, υπάρχουν και ναύτες που είτε δεν έχουν πού να πάνε (είναι από άλλο μέρος) είτε βαριούνται το πήγαιν-έλα και προτιμούν να μένουν μέσα στην έξοδό τους.


Σημείωση: Το σύστημα βαρδιών / εξόδων-αδειών του Ναυτικού, γίνεται ελάχιστα κατανοητό ή αποδεκτό από όσους υπηρετούν σε άλλα Όπλα, θεωρώντας το «βυσματικό» λόγω των λιγότερα σκληρών συνθηκών (ευγενέστεροι βαθμοφόροι και συστρατιώτες, λιγότερες ασκήσεις και φυλακές, καθόλου σκηνάκια, χαλαρότερη πειθαρχία, καλύτερες συνθήκες και μεταθέσεις, πιο φλου εμφάνιση κλπ) και περισσότερων εξόδων και αδειών (π.χ. στον Στρατό Ξηράς μπορεί να κάνεις και 30-60 μέρες χωρίς καν έξοδο, πόσο μάλλον διανυκτέρευση και «όφφ»).

Βέβαια, αυτό δεν είναι απόλυτο, διότι υφίστανται και υπηρεσίες των άλλων Όπλων βυσματικές (π.χ. υπηρεσίες Υλικού Πολέμου για τραγουδιάρηδες και κλωτσομπάληδες, κουφές ειδικότητες –π.χ. «σιτιστής ωδικών πτηνών» ή «χειριστής φωτοαντιγραφικού» στην Αεροπορία, δουλειές γραφείου κλπ), ενώ και στο Ναυτικό μπορεί να βρεθείς π.χ. σε μεικτή υπηρεσία (και να’ χεις από πάνω σου καναν καραβανά τέθωρα και να στενάξεις) ή σε ΝΑΤΟϊκή βάση (και να κάνεις στην ουσία θητεία αμερικάνων πεζοναυτών υπό τις έμμεσες διαταγές τους) ή σε υπηρεσία που έχει πάρε-δώσε με τα ΟΥΚ (και να κάνεις την καρπαζά προσφάι) ή οδηγός ασθενοφόρου (και να μαζεύεις διαμελισμένα πτώματα από ατυχήματα) κλπ-κλπ. [Όλα αυτά έχουν γίνει].

Κάπου λοιπόν έχουν δίκιο και κάπου έχουν άδικο. Ωστόσο, υπάρχουν ιστορικές και δομικές διαφορές του Ναυτικού και των άλλων Όπλων:

i. Το Ναυτικό έγινε «βυσματικό» μόλις πρόσφατα (πριν καμιά δεκαριά χρόνια), όταν καταργήθηκε η θητεία σε πολεμικά πλοία και εξισώθηκε ο χρόνος της με τα άλλα Όπλα (παλιότερα ήταν 4-6 μήνες μεγαλύτερη από την ελάχιστη διάρκεια, δηλαδή 21-24 μήνες, κάποτε έφτασε και τους 38 !) και τούτο διότι η ναυσιπλοΐα και τα οπλικά συστήματα έχουν πλέον ηλεκτρονικές λειτουργίες και ο μοντέρνος πόλεμος γίνεται περισσότερο από ειδικευμένους χειριστές (επαγγελματίες με γνώσεις ναυτοσύνης και απαραίτητα Η/Υ) παρά από ναφτόπουλα, που ψευτο-εκπαιδεύονται 2-3 μήνες και που ούτε η δουλειά τους είναι αυτή, ούτε και θέλουν να την κάνουν. Δηλαδή είναι cost ineffective να κρατάς ειδικά ναύτες κληρωτούς, παρά μόνο για αγγαρείες συντήρησης / καθαρισμού κι ο μόνος λόγος που συνεχίζουν να υπάρχουν, είναι ότι «δεν υπάρχουν χρήματα» για να δοθούν οι δουλειές αυτές έξω (περί ων κατωτέρω).

ii. Μέχρι τότε όμως, η θητεία σε πολεμικό καράβι από πολλές απόψεις ήταν εξ ίσου άσχημη (αν όχι χειρότερη) με τις ειδικές δυνάμεις (συνέχεια γυμνάσια και ασκήσεις, μακριά ταξίδια διάρκειας μέχρι και 6 μηνών το καθένα – πόρτο μια φορά το μήνα και σε άθλια μέρη που δεν τολμούσες καν να βγεις για βόλτα, κακοκαιρίες, ατελείωτες εργασίες, δεδομένου ότι το πλοίο θέλει συνέχεια συντήρηση, συχνά ασθένειες και ατυχήματα, μηχανικοί θόρυβοι παντού, στενάχωρα ενδιαιτήματα – ξεσπούσαν καβγάδες με ακροσωλήνια για το παραμικρό, άθλιο φαγητό, σπάνη πόσιμου νερού, απουσία υγιεινής – κατσαρίδες και αρουραίοι παντού και καθαριότητας – μέσα στη μουτζούρα και στα λάδια, καμπάνες βροχή, πειθαρχία άτεγκτη κλπ-κλπ) και όλα αυτά σε καιρό ειρήνης (και δεν χρειάζεται να αναφερθούμε σε ακόμα παλιότερες εποχές όπου οι ναύτες έπιναν τα ούρα τους ελλείψει νερού, γαμούσαν ο ένας τον άλλο σε βαρέλια – βλ. ιταλ. αργκό uomo di botte, ναυαγούσαν και καννιβάλιζαν, μπεκρούλιαζαν ολημερίς, μαχαιρώνονταν και τους μαστίγωναν για ψύλλου πήδημα – βλ. αγγλ. έκφραση rum sodomy and the lash, τους κρεμούσαν απ’ τα κατάρτια, τους λείπαν μέλη από ατυχήματα, καβγάδες και ρεσάλτα και ψοφολογούσαν απ’ τις αρρώστιες). Σε καιρό πολέμου το πλοίο είναι το πιο εκτεθειμένο όπλο: βάλλεται από τον καιρό, από ξηρά, από αέρα, από επιφάνεια και από βυθό θάλασσας και δεν έχεις από πουθενά διαφυγή, δηλαδή είναι το σπίτι και ο τάφος του ναύτη (!)

iii. Έτσι, η ειρωνική έκφραση των άλλων Όπλων ότι δήθεν «Η Αεροπορία βομβαρδίζει, ο Στρατός καταλαμβάνει τα εδάφη και το Ναυτικό οργανώνει την επινίκια δεξίωση» [πράγμα που αναφέρει εμμέσως και ο Jack Nicholson ως σκληροτράχηλος πεζοναύτης Colonel Jessup στην ταινία A Few Good Men με απαξίωση προς το νεαρό αξιωματικό του Ναυτικού Tom Cruise «No, I like all you Navy boys. Every time we 've gotta go someplace to fight, you fellas always give us a ride...», προφανώς αναφερόμενος στα αποβατικά ή αρματαγωγά ως «ταξί» που μεταφέρουν αμφίβιες δυνάμεις], είναι εντελώς λάθος. Σ’ έναν πόλεμο (γιατί η θητεία για τέτοιο πράγμα προετοιμάζει), ο καθένας έχει τον ρόλο του (και το ζόρι του), oπότε ας μην παραπονιούνται οι φαντάροι κι οι σμηνίτες. Worse things happen at sea…

iv. Η πειθαρχία (και η εμπιστοσύνη) στον Κυβερνήτη και τον Ύπαρχο ήταν και είναι δεδομένη (βέβαια, για μικροπαραπτώματα, οι καμπάνες πέφτουν αβέρτα από το μαντρόσκυλο, τον οπλονόμο). Δεν χρειάζεται επίδειξη δύναμης κάθε τόσο, γιατί έχουν μια πραγματική δουλειά στα χέρια τους οι άνθρωποι. Οι δε υποβρυχιάδες δεν φορούν καν στολάρες, οχτάρες και ταρατατζούμ, παρά μόνο φόρμα ντόκ. Αν παραιτηθούν ή αποταχθούν, ξέρουν τι να κάνουν. Αυτό δεν συμβαίνει με τους αξιωματικούς των άλλων Όπλων (με εξαίρεση τους μηχανικούς και τους ιπτάμενους πιλότους). Είναι ναυτικοί και είναι οι μόνοι που ξέρουν πού, πώς και γιατί θα σε πάνε όπου σε πάνε και η σωτηρία σου είναι αποκλειστικά στα χέρια τους, δεδομένου ότι ούτε γνώσεις ναυσιπλοΐας έχεις ούτε και έχεις διαφυγή από πουθενά. Η μόνη εξαίρεση είναι όταν οι συνθήκες γίνουν αφόρητες (π.χ. κούραση + παράσιτα + κυρίως χάλια φαγητό = στάση) και γι’ αυτό το λόγο το Βασιλικό Βρεταννικό Ναυτικό έχει ένα μότο ότι «The Royal Navy Sails on its Stomach» (!)

v. Κάθε πολεμικό πλοίο είναι μια Μονάδα, στην οποίαν ο Κυβερνήτης απολαμβάνει μιαν ιδιαίτερα ευρεία αυτονομία (εν πλω). Είναι έξω στην θάλασσα, στ’ ανοιχτά και φιλτράρει τις κεντρικές διαταγές, κατά το δοκούν.

vi. Είναι παραδοσιακά το «δημοκρατικότερο» Όπλο των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων (βλ. Α/Τ Βέλος κλπ), οι δε σκληρές συνθήκες διαβίωσης στο στενάχωρο πλοίο σφυρηλατούν ιδιαίτερα στενούς δεσμούς (innuendo unintended) μεταξύ του προσωπικού αλλά και καθενός με το πλοίο «του».

vii. Οι μάχιμοι αξιωματικοί κατάγονται συνήθως από αστικές οικογένειες με ναυτική παράδοση και εκπαιδεύονται στην Σχολή τους με ένα ιδιότυπο αριστοκρατικό σύστημα (εγγλέζικης προέλευσης), το οποίο τους απωθεί να ασχοληθούν με το αν ο τάδε ή δείνα ναύτης φοράει σωστά τη μπελαμάνα του ή αν καπνίζει εν ώρα υπηρεσίας. Το θεωρούν μπανάλ, όπως και τους κατώτερους αξιωματικούς (καραβόσκυλα – συνήθως Πειραιώτες ή Μπακαούκες), οπότε δεν σκαλώνουν σε μαλακίες.

viii. Τα πιλάφια κατάγονται κατά συντριπτική πλειοψηφία από ή διαμένουν στην Αττική, διότι η έδρα του Ναυτικού είναι (κατά 80 % των υπηρεσιών) στην Αττική, με ό,τι μπορεί να συνεπάγεται αυτό (από τη μία δεν έχεις τις μαλακίες της Επαρχίας, από την άλλη σχεδόν όλες οι μεταθέσεις είναι σε ακτίνα το πολύ 20 χλμ από το σπίτι τους και γνωρίζονται όλοι – κλίκα, κουτσομπολιά, ξενοπηδήματα ο ένας τη γυναίκα τ’ αλλουνού, διαφθορά, ρεμούλες, συγκαλύψεις κλπ). Η λεγόμενη «Μεγάλη Ναυτική Οικογένεια» έχει και σκατένιες πτυχές (σκατόπτυχη)...

ix. Οι ναύτες κατά συντριπτική πλειοψηφία, κατάγονται / επιλέγονται (;) από την Αθήνα (30 % τοπικά λόγω πληθυσμού και 10 % κοινωνικά λόγω βύσματος) και τον Πειραιά (40 % συνήθως λόγω ειδικοτήτων) και ό,τι περισσεύει (20 %) από τα μεγάλα λιμάνια της Ελλάδας (π.χ. Πάτρα και Θεσσαλονίκη, που έχουν δικές τους διοικήσεις και διάφορα νησιά π.χ. Κρήτη που έχει ναύσταθμο και βάση, Χίος, Κέρκυρα κ.α.) κι έτσι δεν συναντά κανείς ούτε σοβαρά προβλήματα μεταθέσεων, ούτε σημαντικές πληθυσμιακές αναμοχλεύσεις, ούτε και μεγάλες αποκλίσεις στην συμπεριφορά του προσωπικού.

x. Ο ναύτης δεν είναι στρατιώτης, είναι εργάτης (εξ ου και η στολή αγγαρείας του, που είναι σαν αυτή που φορούν στα συνεργεία). Συνεπώς, πιο πολύ επαφή έχει με στουπιά και μηχανές, παρά με κουμπούρια. Η ίδια η φύση της ναυτικής εργασίας παρουσιάζει σοβαρές διαφορές με την κοινή εργασία στην ξηρά ακόμα και στο ιδιωτικό δίκαιο.

xi. Το καράβι γεννάει δουλειές αφ’ εαυτού ως ζων οργανισμός κι έτσι δεν είναι ανάγκη ντε και σώνει να σε χώσουν να κάνεις κάτι που δεν χρειάζεται, μόνο και μόνο για να πήξεις. Αυτό το καταλαβαίνεις και μόνος σου ότι είναι δουλειά που πρέπει να γίνει (πρώτα-πρώτα μένεις εκεί μέσα και ανησυχείς για την ασφάλειά σου).

Αντιθέτως, στα άλλα Όπλα, η βασική αρχή είναι να βάζουν οι βαθμοφόροι τον στρατιώτη να τρέχει έστω και χωρίς λόγο, προκειμένου να μην χαλαρώνει το ηθικό και η ετοιμότητά του, διαφορετικά καταλήγει σε νοοτροπία χαρακωμάτων του ΒΒ Ι (και τι θέλουμε εμείς εδώ σ’ έναν ιμπεριαλιστικό πόλεμο, και δώστου ψιλοκουβεντούλες και γκρίνιες για το φαγητό και τους αρουραίους και άντε ποίηση και αναπολήσεις και όταν με το καλό τελειώσει η μάχη του Ύπρ, θα παντρευτώ την Γκγουέντολιν στο Τραλή και τι έχουν να χωρίσουνε Τόμμυ και Μπόςς εργάτες κλπ-κλπ), η οποία [για πόλεμο], δεν ενδείκνυται.

Είναι λογικό λοιπόν να διαφέρει τόσο σε νοοτροπία όσο και σε ποιότητα θητείας από τα άλλα Όπλα.

Όμως, πολλά προνόμια ή παραδόσεις του Ναυτικού (π.χ. δικαιολογείται να μην ξυρίζεσαι λόγω έλλειψης νερού ή να αφήνεις μακριά μαλλιά για να σε βουτήξουν από ’κεί αν πέσεις στη θάλασσα ή να είναι σε μαύρο χάλι η στολή σου λόγω συνεχών αγγαρειών σε μηχανήματα, ειδική περίθαλψη «Οίκος Ναύτου» ή «Κατ’ Οίκον Νοσηλεία»«οίκο νοσηλείας» όπως τον λένε, που δεν γράφεται στο αδειολόγιο λόγω συχνών ασθενειών-ατυχημάτων, κούτες με γάλα κονσέρβα εβαπορέ για να μην πάθουν τα κόκαλα από την θάλασσα και την λαμαρίνα, άγραφες άδειες άκοπα «από τον Κυβερνήτη» χωρίς έλεγχο στα φυλάκια, χαλαρά πειθαρχικά μέτρα, βελτιωμένο -πλέον- φαγητό κλπ-κλπ), που προέρχονται (έχοντας κερδηθεί) από την σκληρή θητεία στα πλοία, πλέον έχουν κατοχυρωθεί και στις υπηρεσίες ξηράς, μάλλον αδικαιολόγητα, αρχής γενομένης βέβαια από τα ίδια τα πιλάφια του ντόκου, που βυσματώνονται για να φύγουν απ’ τα πλοία για να κοπροσκυλιάζουν όλη μέρα στα γραφεία και μετά επιδιώκουν να λάβουν επιδόματα, αποζημιώσεις και άδειες των πλευσίμων και τσακώνονται ποιος θα πρωτοπάρει τις καλύτερες ημέρες άδειας και τις περισσότερες κούτες γάλα (που δικαιούνται οι πλεύσιμοι και λύσσαξαν να εξισωθούν και οι άστολοι), για να τα πουλήσουν μετά έξω...

Σήμερα, το Ναυτικό είναι μια μετέωρη κατάσταση. Ενώ στην πραγματικότητα ο κύριος ρόλος του είναι στα πολεμικά πλοία, από τη μία δεν χρειάζεται κληρωτούς ναύτες για καράβια, από την άλλη (λέει ότι) δεν έχει λεφτά για ιδιωτικές υπηρεσίες καθαρισμού, συντήρησης, φύλαξης, σίτισης κλπ. Είναι καθαρά θέμα πολιτικού προγραμματισμού. Κάθε τόσο εξαγγέλλεται ότι θα καταργηθεί η θητεία στο Ναυτικό (και στην Αεροπορία), λόγω της ολοένα και περισσότερο τεχνικής φύσης των Όπλων αυτών και κάθε τόσο παίρνει και από μια «τελευταία» ΕΣΣΟ, άλλοτε μεγάλη άλλοτε μικρή.

Αποτέλεσμα: Η «τελευταία» μικρή ΕΣΣΟ ξεκωλιάζεται στις αγγαρείες, διότι δεν στέλνουν καινούρια ενώ (τελικά αποδεικνύεται ότι) χρειάζεται (π.χ. απρόβλεπτες ανάγκες, δεν πέρασαν εξετάσεις ή δεν προσήλθαν ή παραιτήθηκαν αρκετοί επαγγελματίες ή δεν υπάρχουν λεφτά για πρόσληψη άλλων ή η επόμενη προκήρυξη είναι σ’ ένα χρόνο κλπ) και μετά όταν αυτό γίνει αντιληπτό, στέλνουν σωρηδόν 2-3 μεγάλες ΕΣΣΟ (από 1.000 άτομα η καθεμία), να ξεμπουκώσει το σύστημα και μετά δεν φτάνουν τα ενδιαιτήματα (ή και η σίτιση και ο ιματισμός) για όλους, πληρώνει το Κράτος ένα σκασμό λεφτά για την συντήρησή τους (ίσως και παραπάνω απ’ όσα «δεν είχε» για να προσλάβει επαγγελματίες), δεν ξέρει τι να τους κάνει και πού να τους βάλει και δίνει αβέρτα άδειες και εξόδους...

Έτσι, με την κατάργηση της θητείας σε πολεμικά πλοία και την εξίσωση του χρόνου διαρκείας της με τα άλλα Όπλα, ο ναύτης πλέον απολαμβάνει μόνο τα προνόμια και όχι τα ζόρια του ναυτικού, στη σαπίλα του ντόκου (μαζί με χοντροκώληδες κι αργόμισθους πιλάφες) και για ούτε μέρα παραπάνω απ’ όσο τραβιούνται τα φαντάρια στα άλλα Όπλα που έχουν πραγματική χρεία εργατικών χεριών, με καμπάνες, καψόνια, ασκήσεις και μαλακίες (και χωρίς αυτές) και πολλές φορές υπεράριθμος ως προς τις πραγματικές ανάγκες του Ναυτικού (που τον ταΐζει και τον ποτίζει χωρίς να τον χρειάζεται και χωρίς να κάνει και πολλά-πολλά και τον πληρώνει ο μαλάκας ο φορολογούμενος), οπότε παίρνει συχνές και μεγάλες άδειες και εξόδους.

Είναι λογικό λοιπόν, το Ναυτικό να τραβάει τα πιο εξέχοντα μέλη της κοινωνίας...

- Εσένα πού σε στείλανε;
- ΝΑΣΣΚΥ (Ναυτικός Σταθμός Σκύρου) σε φυλάκιο μόνος μου.
- Ε, ρε φίλο πακέτο...
- Εσένα;
- Σαλαμύκονο ΔΚ (Διεύθυνση Καυσίμων)
- Πώς σε παίζει;
- 1/1 καραβίσια, γάματα! Εσένα;
- 15 μέσα/15 όφφ, πώς σου φάνηκε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προσδιορισμός καταναγκαστικής εργασίας κατά την οποία η πίπα που τρως και το «πήδημα»...είναι άξια επαίνου. Συνήθως απαντάται στα χρόνια της θητείας, κατά τα οποία αυτά που τραβάει ο νέωψ μοιάζουν να τον κάνουν μογγόλο.

Παπαδόπουλε τράβα καλλιόπη. Θέλω ο κώλος μου να αγαπήσει την χέστρα, νέοπαααα. -Παπαδόπουλεεεεε πίπα κώλο, γερμανικοοοοοοό....και μετά νέοπα λοβε μπόουτ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified