Παρασέρνω.

Πάτρα: Πανικός στου Τσολιά- Πήρε μπροσταριά 4 άτομα που βρίσκονταν σε καφετέρια πάνω στο πεζοδρόμιο (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που σημαίνει υπερβολή ή και διαστρέβλωση των γεγονότων, με σκοπό τον αποπροσανατολισμό του συνομιλητή. Πήρε αυτόν τον τίτλο λόγω του ότι ο συγκεκριμένος πρόλογος «πωλείται», δλδ χρησιμοποιείται, κυρίως από κατοίκους της Ξάνθης.

- Σήμερα λέω να την πέσω μέσα, χαλαρά.
- Άσ' τον ξανθιώτικο τον πρόλογο τον μούφα ρε, αφού έμαθα ότι κανόνισες τσίπουρα με κάτι αρχιτεκτόνισσες!
- Καμιά σχέση πασάμ, εγώ τέρμα χαλαρός είμαι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα παίρνω στην κράνα με μαλακία που έχει κάνει άλλος. Ο όρος προέρχεται από ελληνικό σατιρικό κόμικ.

- Ρε συ, ο Μπάμπης βάζει λόγια για σένα στη Νίκη!
- Α το σκουλήκι! Τώρα μπουτζαγκλαντίστηκα για τα καλά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Ο λημματογράφος ουδεμία ευθύνη φέρει για το κείμενο που ακολουθεί. Του εζητήθη ως παραγγελιά από εξέχον, ξενιτεμένο μέλος της σλανγκοκοινότητας. Όπως πληροφόρησε ο διαπρεπής Σλάνγκος τον γράφοντα, το ρήμα συνήθιζε να το χρησιμοποιεί κατά την παιδική του ηλικία μιά γειτόνισσα γιά το τέκνο της το οποίο παρεκτρεπόταν συχνά σε ακραίες συμπεριφορές).

Επί της ουσίας: Το ρήμα κου(ν)τουρντίζω προέρχεται από το τουρκικό kudurmak = λυσσάω (αόρ. kudurdum) και σημαίνει ξεσαλώνω, παραφέρομαι, μαίνομαι, περνάω τα όρια.

Την ίδια έννοια έχει η λέξη και στην γείτονα χώρα, εξ ου και στην καθομιλουμένη τουρκική υφίσταται η παροξύτονη προστακτική kudurma! = ηρέμησε! (κυριολ. μη λυσσάς).

Στα καθ' ημάς, η λέξη χρησιμοποιείται βασικά (και μόνο με την μεταφορική της σημασία) στην Β. Ελλάδα, που έχει γενικώς και τις περισσότερες γλωσσικές επιρροές από τα τούρκικα.

(Ο γράφων προσπάθησε φιλότιμα να είναι κόσμιος, μιάς και, εξ όσων πληροφορείται, μας διαβάζουν και καθώς πρέπει κοπέλες από το εξωτερικό. Αλλά όλα τα πράγματα έχουν ένα όριο...).

(Καταγραφή παιδικών αναμνήσεων του Σλάνγκου. Κατά το δυνατόν ακριβής παράθεση διαλόγων που διημείβοντο τακτικότατα στην διπλανή αυλή).

- Γυναίκα!!! Πού είναι ο προκομμένος μας;;;
- Πού να ξέρω; Κουτούρντισε πάλι σήμερα...Από το σχολείο στείλανε σημείωμα...κι εδώ μάδησε την ουρά του γάτου, ξετύλιξε όλο το χαρτί στον απόπατο, έσπασε έξι αυγά και το βάζο της γιαγιάς, τούμπαρε μέσα στο καπέλο σου το καθίκι του μωρού...Με τη μπουκιά στο στόμα πετάχτηκε έξω και πήρε τους δρόμους. Λούης έγινε, ψάξε βρέστον...
- Καλά, θα τα πούμε ένα χεράκι το βράδυ...Την αριθμητική του τη διάβασε;
- Θεός κι η ψυχή του...τον ρώτησα...«'νταξ' μάνα, τα 'καν' όλα 'φτά. Μη σ' αγχώνει, 'νταξ' να 'ουμ'». Πού να τον καταλάβεις κιόλας, με όλα αυτά τα '''''' που κάνει όταν μιλάει...Ποιός του τάμαθε του παλιόπαιδου;
- Καλά. Στο Μόναχο δίπλα δεν είναι το Νταχάου; Δεμένο θα τονε στείλω στους φρίτσηδες να τονε χώσουνε σε κάνα λαγούμι μέχρι να γίνει άθρωπος. Γιατί αλλιώτικα, αντί να τον καμαρώσεις επιστήμονα, θα τονε δεις σκουπιδιάρη στο σλανγκτζιάρι να συμμαζεύει τις βρομιές του κάθε σκατόστομου αλήτη. Είναι κεί μιά κουμανταδόρισσα ζόρικη, που κυνηγάει τους λουφαδόρους με τον βούρδουλα... Μέχρι προϊστορικά θηρία έχει εκεί μέσα μαθαίνω. Τσογλανόσαυρους, κερατόσαυρους, κουραδόσαυρους...
- Παναγία μου φύλαγε!!! Κάνε ό,τι σε φωτίσει να σώσεις το παιδί μας νοικοκύρη...

(Ναι, ο τύπος «κουτούρντισε» εντοπίζεται και διαδικτυακώς σε τρεις-τέσσερις ιστότοπους. Όμως, μπροστά στη ζωντανή μαρτυρία, τι σημασία έχουν όλαφ τα...).

Got a better definition? Add it!

Published

Κλασικό πατρινό slang που σημαίνει: το φχαριστήθηκα, το καταχάρηκα -συχνά, με την κακεντρεχή έννοια.

  1. Γαμάτο ποστ! Πάγωσα, «πνίγηκα», και χάρηκα μαζί σας. Μόνο σουβλάκια δεν έφαγα!

2.ΕΦΑΓΑ ΣΟΥΒΛΑΚΙΑ! ΜΠΡΑΒΟ ΜΕΓΑΛΕ.....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δηλαδή «τη γάμησα». Tγάμσαμι = «το γαμήσαμε». Άλλη μια έκφραση του ... βουνού και της στάνης, που όμως απαντάται και σε σαλόνια.

Bλ. και ζγκατάψυξ, γκζέντσα.

Αμάν, τγάμσαμι τη μάνα.

(από iwn, 24/11/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κεφαλλονίτικη έκφραση η οποία αναφέρεται στην ισχυρή επιθυμία του ατόμου για να κάνει κάτι.

Αναφέρεται στον Άγιο Γεράσιμο, προστάτη του νησιού.

- Ωπ! Κοίτα το ξανθό! Ανέβαινες;
- ΩΩΩ! Σαν ζουρλός τ' Αγίου! Να με ρωτάς αν κατέβαινα!!!

(από dk636, 23/05/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σαλονικιώτικη κατάσταση η οποία δηλώνει ετοιμότητα, κάτι το οποίο είναι στο τελικό στάδιο προετοιμασίας...

Δυο Σαλονικιοί, ο ένας περιμένει τον άλλον κάτω απ' το σπίτι του να πάνε για φραπέ. Χτυπάει θυροτηλέφωνο :
- Άντε ρε μαλλλλάκα, τελλλλλείωνε και κατέβα, ούτε γκόμενα νά σουνα.
- Ναι ντε, κατεβαίνω ρε καντάση, με τις κολώνιες είμαι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δηλώνει μεγάλη οικειότητα με κάποιον ή αχώριστη παρέα.
Συνώνυμα: είμαστε κώλος και βρακί, έχουμε φάει ψωμί κι αλάτι.
Περιοχή: Μεσσηνία.

- Ρε συ, ο Καπετανέας δεν ήταν σειρά σου στο ΚΕΔΒ;
- Τι μου τον θύμισες τώρα... Μ' αυτόν είχαμε φάει τα σάλια μας, αλλά απολύθηκε νωρίτερα γιατί ήτανε γιωτάμηνο και κατέληξα να κάνω παρέα με κάτι πουστόνεα.

Βλ. τρώμε τα σάλια μας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συκοφαντία. Μη σλανγκική λέξη (κανένα πρόβλημα), σε ευρύτατη χρήση στην Τουρκοκρατούμενη Ελλάδα. Μαρτυρείται και χρήση της τον 20ο αιώνα.

Στο κατά Μπάμπην Ευαγγέλιο ετυμολογείται από το τουρκικό avan < αραβικό awan (ύπουλος, προδότης).

Οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης [...] έχουν δημιουργήσει κοινό ταμείο για να αντιμετωπίζουν τις διάφορες «αβανιές» των Τούρκων και για να καλύπτουν τις άλλες δαπάνες της φυλής τους.

Ως την κατάληψη της Κρήτης από τους Τούρκους κάθε εκκλησία είχε δικαίωμα να χρησιμοποιεί δυό καμπάνες. Ο νέος κατακτητής πρόσταξε να μεταφερθούν όλες οι καμπάνες των χωριών στην πόλη. Πολλοί όμως έκρυβαν τις καμπάνες τους και τις παράδιναν από πατέρα σε γιό. Τώρα ο πασάς, όταν θέλει να εκβιάσει μιά πλούσια οικογένεια για να αποσπάσει χρήματα, την κατηγορεί πως τάχα έχει κάπου θαμμένη καμπάνα. Ύστερα από αυτή την «αβανιά» φυλακίζει τα θύματά του και δεν εννοεί να τα ελευθερώσει πριν καταβλήθούν λύτρα.

(Κυριάκου Σιμόπουλου, «Ξένοι Ταξιδιώτες στην Ελλάδα 1700-1800»).

[...] Είχαν πεζούλες και καθότανε ο κόσμος. Μάλιστα είχε γράψει ένας τότε κι έλεγε

Δεν πάω πιά στο Πισκοπιό να κάτσω στην πεζούλα γιατί μου βγάλαν αβανιά πως αγαπώ μια δούλα.

(Αγγελικής Βέλλου - Κάιλ «Μάρκος Βαμβακάρης, αυτοβιογραφία»).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified