Συντομογραφία για το αγγλικό «For The Penis» και σημαίνει για τον πούτσο literally!!
Ftp είστε όλοι ρε. Για να κουνιόμαστε λίγο να τελειώνουμε καμιά φορά..
Συντομογραφία για το αγγλικό «For The Penis» και σημαίνει για τον πούτσο literally!!
Ftp είστε όλοι ρε. Για να κουνιόμαστε λίγο να τελειώνουμε καμιά φορά..
Got a better definition? Add it!
Ένας αμερικλάνικος τρόπος να πεις «σούπερ», «γουστάρω», «τέλεια», «άψογα», «καύλα». Ακούγεται όλο και περισσότερο στην Ελλάδα.
Είδα την τελευταία ταινία του Κλούνι και ήταν σούπερ ντούπερ!
Got a better definition? Add it!
'Ακλιτος επιθετικός προσδιορισμός με διττή σημασία:
1) Ανυπέρβλητος, ακαταμάχητος, ασυναγώνιστος, ασύγκριτος, αυτός που υπερέχει τόσο πολύ των άλλων που ταράζει τις ισορροπίες.
2) Θαυμάσιος, καταπληκτικός, θεσπέσιος.
Εννοιολογικές παρατηρήσεις: Η αρχική σημασία του «ίμπα» ήταν η αναγραφόμενη στην περίπτωση 1, όμως σταδιακά το στοιχείο της συγκρίσεως εκφυλίστηκε με αποτέλεσμα να χρησιμοποιείται και με την έννοια 2.
Προέλευση/ετυμολογία: Προέρχεται από το αγγλικό «imbalanced».
- Καλά αυτό το αμάξι είναι εντελώς ίμπα. Ένα τέτοιο θέλω να πάρω κι εγώ.
- Συγνώμη, πας καλά; Θα τα βάλεις μ' αυτόν; Ο τύπος είναι ίμπα, δεν έχεις καμία ελπίδα.
- Άντε μωρέ κωλόνουμπε, έχεις τον ίμπα χαρακτήρα και μιλάς!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αρχική σημασία: Εκ του τουρκικού çapraz που σημαίνει σταυρός, σταυρωτός, σταυρωτά, αλλά και γυρτά, έως και (συνεκδοχικά) ανάποδα.
Παράγωγα: τσαπράζωμα, τσαπράζης.
Τρέχουσες σημασίες (ακουσμένες στην κεντροδυτική Μακεδονία):
Το γυναικείο κόσμημα που φοριέται στον λαιμό, και ιδιαίτερα αυτό με το κοντό περιλαίμιο (βλ. μαύρη ζώνη στο τσιμπούκι κι ένα νταν).
Το περιλαίμιο του σκύλου. Εξ αυτού και το τσαπράζωμα, το ζέψιμο δηλαδή του σκύλου.
Το τσαπράζωμα χρησιμοποιείται μεταφορικά και για να πούμε ότι περάσαμε σε κάποιον κολάρο, τον ελέγχουμε ή, αν πρόκειται για γυναίκα-σκυλί, για έμπειρη παρθένα, για δαγκανόμουνο, για να δηλώσουμε περιπαικτικά, ως προτροπή, ότι δαγκώνει και πρέπει να τεθεί υπό έλεγχο.
Τσαπράζης είναι ο ανάποδος άνθρωπος, ο σπασαρχίδας, ο ενοχλητικός.
Για ιδιαίτερες σημασίες στην Αγιάσο Λέσβου, δείτε εδώ.
- Για δε ρε, για δε... Άτσα η Βασούλα! Μούνεψε και μου βγήκε με τα μίνια έξω;
- Έχει όμως πολλά να μάθει ακόμα... Το τσαπράζ στο λαιμό που είναι σαν πόμολο δεν το βλέπεις;
- Τι ακούγεται ρε Λιάνα, πού είσαι;
- Έξω μωρό, στο πάρκο στα Εξάρχεια που σου έλεγα. Είμαστε μεγάλη παρέα, παίζει μια μπάντα και πίνουμε μπύρες στα παγκάκια. Φρηστάιλ φάση.
- Καλά εσύ δεν θα έμενες μέσα για να διαβάσεις;
- Εντάξει ρε μωρό, ήρθαν και με πήρανε, να μη βγω κι εγώ;
- Ήρθαν και σε πήρανε; Ε ρε τσαπράζωμα που σου χρειάζεται.
- Τι είναι αυτό μακεδονίτικο;
- Δεν θα κατέβω; Θα σε πω εγώ...
- Σιγά με τα ροδάκινα! ΣΙΓΑ! Τα καφάσια! ΤΑ ΚΑΦΑΣΙΑ! Πάρ' τα πόδια σου!
- Τώρα ρε αφεντικό με συγχωρείς, έτσι θα πάμε; Τέσσερα καλοκαίρια μαζεύω στα δέντρα σου, κάθε χρονιά τα ίδια;
- Ναι ρε! Εσύ θα πας να τα παραδώσεις; Εγώ θα πάω! Δέκα χτυπημένα να δουν, μου ρίχνουν την τιμή, για πέταμα τά 'χω;
- Πολύ τσαπράζης είσαι ρε μάστορα...
Got a better definition? Add it!
Εκ του αγγλικού «cheat»: εξαπατώ, απατώ, παραβαίνω τους κανόνες παιχνιδιού, απατεώνας.
Ανάλογα με την περίσταση λοιπόν, μπορεί να σημαίνει:
Πως κάτι (ή κάποιος) τα σπάει, είναι σούπερ γουάου!!, γαμάτο, και γαμώ, άπαιχτο, αμαρτία σκέτη.
Το κλου μιας ιστορίας, το χάιλαϊτ ενός θεάματος.
(Στο σύμπαν των γκέιμερ) Το σπαστήρι, το κρακ, το προγραμματάκι που χρησιμοποιεί κάποιος για να πάρει λέβελ ή να νικήσει τους αντίπαλους ιντερνετικούς συμπαίχτες ξεγελώντας το παιχνίδι με το να αποκτήσει κάποιο πλεονέκτημα που θα κάνει τη διαφορά (περισσότερα εφόδια, όπλα, ζωές κλπ).
Συντάσσεται συχνά με τα «κάνω», «μπαίνει», «βάζω».
Σ’ αυτό το σύμπαν, χρησιμοποιείται και σαν πρώτο συνθετικό σε σχεδόν οτιδήποτε μπορεί να εκτελέσει την απατεωνιά.
Σε διαλέκτους (π.χ. Ποντιακά, Πλωμαριανά), χρησιμοποιείται με την ίδια ακριβώς έννοια με το καταγεγραμμένο «τσίτι»: το βαμβακερό ύφασμα με τυπωμένα εμπριμέ σχέδια (αυτό εκ του τούρκικου «çit» με περσική καταγωγή) σαν μέρος συνήθως της γυναικείας φορεσιάς.
Τα τσιτ-μιλ / τσιτ-μηλ (εκ του αγγλικού «cheat meal»), παίζουν πολύ μεταξύ όσων κάνουν δίαιτα ή, όπως π.χ. στα μποντιμπλιντεράδικα σινάφια, διατροφή.
Σημαίνουν το προβλεπόμενο εκείνο γεύμα, που λαμβάνει χώρα μια στις τόσες και όπου ο εν διαίτη την καταστρατηγεί προκειμένου να μην κρασάρει ψυχολογικά και την εγκαταλείψει, τρώγοντας ό,τι απαγορευμένο ποθεί κολασμένα, σε ελεγχόμενη ποσότητα βεβαίως-βεβαίως.
Kι εγώ στο save μου το 2015 είμαι, αλλά ρε φίλε ο Κυριάκος Παπαδόπουλος πολύ ΤΣΙΤ!!
- Γιατί ρεε;;;; Εμένα o fierro με έχει κάνει πολύ δουλειά.
- Κι εμένα ο Sanogo!!!!!!! Σεντερφοράρα!!!!!!!!
- Εννοείται για αυτό έγραψα ότι είναι τσιτ.
…Tο λεγόμενο τσιτοσούτ, που να δεις τα knuckle εν κινήσει που είναι επίσημα δεν είναι τσιτ, τις ακυρωμένες ντρίπλες που και αυτό θέλει να είσαι γρήγορος και να έχεις βάλει αυτόματη άμυνα, αλλά και το απίστευτο το τσιτοφουλ που η μπάλα λόγω glitch είχε προωθηθεί (στο online δεν γίνεται και στο offline θέλει άπειρη προσπάθεια) ...ρε σου λέω ξέρω τι παίζω γι αυτό είχα ξενερώσει το καλοκαίρι με το προ και το έβριζα, απλά δεν μπορώ να μου βρίζουν το προ και να λέμε το φίφα ότι δεν έχει προβλήματα ...εκεί σπάζομαι φέτος το φίφα πέρα από τα αρνητικά που γράφω (κυρίως για να τα προσέξετε οι fan) εμένα μου άρεσε αρκετά δλδ αν δεν ήταν τόσο φτιαγμένο το προ, φίφα θα έπαιρνα χαλαρά.
…..
ΥΓ3. Το τσιτοσούτ το 'ξέραν όλοι οι έλληνες. Οι ξένοι επειδή έπαιζα online μένανε βλάκες.
Οι πλούσιοι και οι άρχοντες φορούσαν ακόμα ποτούρ από σαγιάκι (αμπάν) και τσόχα από το ίδιο ύφασμα, σκέπαζαν δε το κεφάλι τους με κουκούλα από δέρμα αρνιού και αργότερα φέσι, που το περιτύλιγαν με μαύρο τσίτι.
Πολύ απλή ήταν και η φορεσιά των γυναικών αποτελείτο από ζουπούναν, τσόχαν , σπαλέρ και τσιτ.
- Κατερίνα έχουν πει οι κοπέλες πως η σφολιάτα ανεξαρτήτως υλικών έχει 1 μονάδα τα 3 κομμάτια.
- Με ποια λογική; Δεν κοιτάμε τα συστατικά για να μετρήσουμε μονάδες; Εγώ αυτές τις συνταγές με σφολιάτα τις βρίσκω κοροϊδία. Καλυτέρα φάε ένα κανονικό γλυκό και πες ότι έκανες ένα τσιτ μιλ, όχι να θεωρείς ότι είναι σωστό κομμάτι υγιεινής διατροφής. Γνώμη μου.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Από το γαλλικό très comme il faut, που σημαίνει «πολύ καθώς πρέπει», είναι η επιτομή του ιδανικού των καλοβλαμμένων μικροαστών.
Χρησιμοποιείται για σλανγκοπλάκα από μαγκίτες που έχουν αναθραφεί με γαλλικά και πιάνο, ιδίως (πολύ) παλιότερα, που η γαλλική ήταν η γλώσσα της αστικής τάξης.
Στην εποχή μας σλανγκίζεται επίσης για να δηλώσει το πολύ καθώς πρέπει milf.
Βγήκε η Μενεγάκη στον αέρα μ' ένα αβυσσαλέο ντεκολτέ τρε κομιλφό!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Υπερθετικός του μπόμπα. Σημαίνει άριστα, τέλεια, απίθανα. Προφανώς αποτελεί συμφυρμό τής μπόμπας με τον Πομπιντού (Ζορζ Πομπιντού: πρόεδρος της Γαλλίας από το 1969 μέχρι το 1974, οπότε και αποδήμησε).
Πήγαμε Βελούχι για τριήμερο και περάσαμε μπομπιντού! Δε σου λέω τίποτα!
Πήραμε καινούριο server και σύνδεση 100Mb μέσω οπτικής ίνας. Μιλάμε, μπομπιντού! Όλα σφεντόνα!
Got a better definition? Add it!
Από το hardcore (σκληροπηρυνικό). Έκφραση για δύσκολες καταστάσεις και σκληρούς προγραμματιστές με μεγάλα @@. Κυκλοφορεί ως έκφραση στην ελληνική demoscene community.
Πώπω ο τύπος έγραψε ολόκληρο τον κώδικα 100% σε assembly. Μιλάμε για πολύ κορίλα!!!
Got a better definition? Add it!
Κιτσαρία από την εποχή του παλαιού καλού Ελληνικού κινηματόγραφου που περιγράφει κάτι το ανύπαρκτο, κάτι το ζαγοραίο, κάτι που τα τα σπάει ρε αδερφέ.
Η αρχική μορφή ήτο έξτρα πρίμα γκουτ, αλλά οι γερμανοί έχασαν τον πόλεμο, nein;
Ασίστ: BuBis
- (Στο) καθιερωμένο πλέον βιβλιοφιλικό του παζάρι (...) στην Πλάκα (μπορείς να βρεις) βιβλία και περιοδικά του 19ου και του 20ού αιώνα, παλιές εφημερίδες, παιχνίδια (μούρλια), φωτογραφίες και καρτ ποστάλ, αφίσσες, ακόμα και παλιά ραδιόφωνα σε τιμές έξτρα πρίμα γκουντ... (από εδώ)
- Διαπιστώνω ότι το προγραμματάκι της Apple σου επιτρέπει να περάσεις σχετικά γρήγορα και οργανωμένα στο δίσκο σου τα μουσικά CD, έξτρα πρίμα γκουντ... (από εδώ)
Got a better definition? Add it!
Όταν εμφανίστηκαν στην τέχνη οι μεγάλες τομές του 20ού αιώνα, δηλαδή η ματιά πάνω στην τρέλα, τον εφιάλτη και την απόγνωση της υπαρξιστικής μοναξιάς, η τέχνη στράφηκε ακόμα περισσότερο προς τον άνθρωπο και, παρόλο που τον «είδε» καλύτερα από ποτέ, έπαθε το εξής: έγινε -για πρώτη φορά σε τέτοιο βαθμό- ακατανόητη για το ευρύ κοινό.
Δαιμονοποιήθηκε, παρέμεινε μη κατανοητή* (και ως εκ τούτου ενίοτε υπεραξιολογημένη), έγινε εύκολα καπηλεύσιμη. Έγινε must (πού να ζωγραφίσεις παραστατικά..., πού να συνθέσεις τονικά..., σε αφόρισε ο καλλιτεχνικός κόσμος, αυτό ήταν το μέγα δράμα των εξήνταζ ας πούμε), έγινε και ταμπού: ακόμα και τώρα, δεν τολμάς να πεις ότι κάτι που φαντάζει αφηρημένο (εικόνα) ή ατονάλ (μουσική) δεν είναι σπουδαίο.
Έτσι χάθηκε λοιπόν το μέτρο και το σταθμό, χάθηκαν τα κριτήρια αξιολόγησης, και για να επιβιώσει καλλιτεχνικά, κοινωνικά και συναισθηματικά ο καλλιτέχνης (αλλά και ο απλός κόσμος), τό' ριξε στο καλλιτεχνικό Δήθεν.
Ως εκ τούτου, όταν θέλουμε να κοροϊδέψουμε κάτι το πολύ δήθεν, ακαθόριστο, φλου, άποψη, που βασίζεται δηλαδή στον εντυπωσιασμό αλλά έχει συνάμα μια εσάνς καλλιτεχνική, το αποκαλούμε «φλου αρτιστίκ». Το «αρτιστίκ» προκύπτει από το γαλλικό artistique = καλλιτεχνικός, παραπέμπει δε στο Παρίσι κατευθείαν, καθότι αυτό ξέρει ο μέσος κόσμος ως κέντρο και επίκεντρο της τέχνης γενικά. Η έκφραση μάς φέρνει στο νου κυρίως ζωγράφους και πίνακες, και όχι τόσο γλυπτά, αρχιτεκτονήματα ή μουσικές. Πιθανόν γιατί η ζωγραφική είναι πιο κραυγαλέα και πανταχού παρούσα απ' ό,τι οι άλλες τέχνες.
«Φλου αρτιστίκ», βέβαια, είναι και η παπαρολογία επί παντός επιστητού. Είναι και ο άνθρωπος που τα κάνει ή τα λέει όλ' αυτά.
Την έκφραση την προφέρουμε όσο πιο αδερφίστικα γίνεται.
- Και τελικά; Δεν έμαθες τι συνέβη;
- Πού να καταλάβω ρε Μανόλη μου, τον ρώτησα και μου άρχισε κάτι μισόλογα και κάτι φλου αρτιστίκ, ε, κατάλαβα ότι δεν θέλει να μου πει και τελείωσε η ιστορία.
«Κάθε πικραμένος» λέγεται στις διαφημιστικές εταιρίες ο μέσος καταναλωτής, αυτός που δεν έχει τον χρόνο ή την διάθεση ή την καλλιέργεια να κατανοήσει τις φλου αρτιστίκ (ή όχι και τόσο φλου αρτιστίκ) ιδέες μερικών από τους δημιουργικούς της διαφήμισης.
Got a better definition? Add it!