Ο κνησμός των γλουτών συνήθως οφείλεται σε φλύκταινες, μυκητίαση, ψώρα, αποικισμό καβουρομουνόψειρων ή απλώς λίγδα. Μια επίσκεψη σε δερματολόγο, ή η αποκατάσταση των διπλωματικών σου σχέσεων με το σαπούνι ενδείκνυνται, και καθάρισες.

Στον Σλανγκείδιο όμως Χώρο, το να σε τρώει ο κώλος σου συνεπάγεται κάτι το εντελώς διαφορετικό: το ότι με την συμπεριφορά σου προκαλείς την τύχη σου και πας φιρί-φιρί να φας ξύλο ή / και τα μούτρα του. Η παλαιάς κοπής αυτή έκφραση που αενάως ανακυκλώνεται από γονέα σε παιδί και διατηρεί ακόμα μια κάποια αίγλη και φρεσκάδα.

Κάθε χρόνο τέτοιες μέρες με τρώει o κώλος μου για φασαρία
Την πορεία του Πολυτεχνείου εννοώ … Από 0 χρονών με κουβαλάγανε στην πορεία του Πολυτεχνείου, πάντα με το μπλοκ του ΚΚΕ…Ήμουν στην τρίτη γυμνάσιου όταν δεν άντεξα άλλο την πολύ ‘νομιμοφροσύνη’, την κοπάνησα και πήγα με τα ‘κωλόπαιδα’ τους ‘αλήτες’ τους ‘γνωστούς-άγνωστους’ τους ‘αναρχοτετοιους..’ (...)
Μέχρι και στη Γένοβα ήθελα να πάω τότε αλλά, φυσικά, δεν μ’ αφήσανε…Έπεσε και μουρμούρα από την οικογένεια αλλά δεν τους έπαιρνε…(...) Πέρυσι και πρόπερσι είχα ‘φρονιμέψει’ και ξαναπήγα με το ΚΚΕ.
(Από εδώ)

(από nick, 13/05/09)(από patsis, 04/06/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Θέλεις κάτι τόσο πολύ, τόσο ώστε να παραβλέπεις τις πιθανές επιπτώσεις ή ρίσκα και να εκτίθεσαι σε κινδύνους.

  1. Εμ, τα θέλει και σένα ο κώλος σου μαναμ'! Φραπέ με το Λίλιαν δεν ήθελες; Μην παραπονιέσαι που έχεις μύκητες στο παπάρι σου τώρα! Με τόσους που έχει φραπεδιάσει αυτή και λίγα παράσημα πήρες!

  2. Ρε, τον μαλάκα ρε! Πήγε και καρφώθηκε στην κολόνα! Τα ήθελε όμως ο κώλος του, αφού κάθε φορά που οδηγάει τον χάρο γαμιέται στα μπαντιλίκια.

no comment! (από BuBis, 11/05/09)(από panos1962, 17/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Του έχει σαλέψει: είναι σαλεμένος, του έστριψε η βίδα, τον έχασε τον νου του, έχει βαρέσει μπιέλα, χάνει λαδάκια, χάνει από την τσιμούχα, είναι τρελός.

M' έχεις μαγέψει μου 'χεις ανάψει τον πυρετό και το μυαλό μου έχει σαλέψει να σε χορτάσω αχ δε μπορώ. Ξανά, ξανά, έλα και φίλα με ξανά...

Γιατί είναι ανόητος ο πόνος μου, και θα πουν οι άλλοι ότι έχω σαλέψει που κλαίω τόσο. Για μιαν αγάπη κλαίω.

Έχει σαλέψει ο άνθρωπος... αυτοί οι ψυχολόγοι, γιατί δε μαζεύουν υπογραφές για να τον κλείσουν κάπου;

Πάνε αγόρι μου να βρεις καμιά γκόμενα να ξεδώσεις γιατί έχεις σαλέψει...

(από ο αυτοκτονημενος, 05/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

τα πρήζω - μου τα πρήζεις - πρήξιμο:
Η τελευταία φράση που ακούγεται ΠΑΝΤΑ μετά από κήρυγμα γονέως, ή πάσης άλλης φύσεως κηδεμόνα.

Πρήξιμο είναι η κατάσταση κατά την οποία έχεις φάει χυλόπιτα, στο καπάκι σου στράβωσε η υπόθεση με άλλη γκόμενα, έρχεσαι κατά τις 1 το πρωί στο σπίτι, και βλέπεις μπαμπαδομαμάδες να σε περιμένουν, και να αρχίζουν με κάτι σαν αυτό:

Ρε αλητάμπουρα. Ρε κοπρόσκυλο της κοινωνίας. Ρε μου 'φαγες τα σ(υ)κώτια (το αντίστοιχο δεν είναι αυτό που νομίζεις των γονέων), που σε μεγάλωσα με 542.378 κόπους και 992.561 στερήσεις (!) για να μου γίνεις αλήτης, να γυρνάς 1 η ώρα στο σπίτι και να μπεκροπίνεις στα μπουζούκια...

(Ο έφηβος, αν δεν έχει κοιμηθεί, μονολογεί):

— Ω ρε πρήξιμο!

μας τα χεις κανει μπαλονια... (από BuBis, 10/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνήθως η έκφραση «τα σκάω» χρησιμοποιείται για να δείξει ότι κάποιος πληρώνει αδρά για κάτι. Η πιο ακραία και σλανγκική χρήση της έκφρασης αυτής είναι ως φαλλοκρατικό συνώνυμο του γαμάω. Πιθανότατα να έχει ρίζες στη πρακτική του μπουκάκι, όπου το ουσιαστικό στο οποίο αναφέρεται το άρθρο «τα» γίνεται αμέσως εμφανές (τα ευκόλως εννοούμενα, παραλείπονται...). Επίσης, ανήκει στην ίδια εκφραστική οικογένεια με το «Πάρ'τα μωρή!»

- Τελικά τι έγινε με την Αφροξυλάνθη χθες; Κάνατε έρωτα ήήή φιλάκια κι έτσι;
- Τι έρωτα και αρχιδιές μου λες ρε κακομοίρη...Της τά'σκασα κανονικά. Της έδωσα να καταλάβει τι εστί Βάγγουρας...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Tον ήπιαμε: Πήραμε τον πούλο καθώς πίναμε φραπέ (μπορεί να συμβεί μόνο σε Έλληνες).

Our secret combination πιπα κώλο εμπλοκή
η γλώσσα μας μεγάλη μα η πούτσα μας μικρή
αντί για την Ευρώπη υποκλιθήκαμε εμείς
στα τέσσερα μας στήσαν, μας ξεσκίσαν εξαρχής

Τον ήπιαμε, μεγάλε! (από panos1962, 28/11/09)

βλ. και τιμημένο, το

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Την πουτσίσαμε: Πήραμε τα παπάρια μας, είμαστε για τον πούτσο, συνώνυμο Εθνική Ελλάδος EURO 2008.

Τον ήπιαμε κι απ΄τους Ισπανούς, άσε φιλαράκι, την πουτσίσαμε φέτος άγρια...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το βουλώνω, τουτέστιν:

  1. σιωπώ
  2. δεν τρώω
  3. δεν πηδιέμαι
  4. κάνω παρθενορραφή
  1. Λοιπόν, ράψ' το τώρα γιατί αρχίζει η ταινία...

  2. Από αύριο δίαιτα. Το ράβω. Ρόκα, περιέ και τέλος.

  3. - Χωρίζετε;! μα γιατί;;
    - Ρε συ Σάκη, τί γιατί; Μ' έχει φάει η μαλακία δεν το καταλαβαίνεις; Ε δεν αντέχω άλλο με τη Στέλλα. Μια η περίοδος, μια η δουλειά, μια είναι άρρωστη, μια είναι στεναχωρεμένη, μια είναι παραφαγωμένη, μια το παιδί, τό 'χει ράψει τελείως.

  4. - Τό' ξερες ότι υπάρχουν ακόμα κοπέλες που, για να μη φανεί ότι είναι «μεταχειρισμένες», πάνε και το ράβουν για να το παίξουν παρθένες;;;
    - Εμ πώς δεν τό' ξερα, αφού το λέει το σλανγκ.γρ ρε συ!

Αυτοί το ράβουν (από Vrastaman, 25/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στενοχωριέμαι, πικραίνομαι, νοιώθω μελαγχολία, είμαι γάμησέ τα κι άφησέ τα.

Συνεκδοχικά πίνω φαρμάκια, ρουφάω τ' αυγό μου, γεύομαι την πικρία, όντας μάρτυρας μιας άσχημης πραγματικότητας που με αφορά, λίγο ως πολύ, ή είμαι «φύση» πεσιμιστής και την πίνω γενικότερα και έχει να κάνει με καταστάσεις από «την ζουζού την αγαπώ μα μ' αρέσει κι η κοκό» μέχρι «πιες παιδί μου την πορτοκαλάδα σου¨- την πίνω μητέρα».

Θα συναντήσουμε τη φράση με ποικίλες άλλες σημασίες - δείγμα του γλωσσικού μας πλούτου.

«Όταν την πίνω την ρακί την πίνω μπαμ και κάτω γιατί βλέπω τα μάθια σου στου ποτηριού τον μπάτο»

(από pavleas, 21/02/09)

Βλ. και τον πίνω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ευρέως διαδεδομένη μεταφορική έκφραση, η οποία σημαίνει απλά, ότι κάτι μου ρίχνει τη διάθεση, με απογοητεύει ή μου δημιουργεί κατάθλιψη. Εύστοχη μεταφορική διάσταση δίνει το ρήμα κίνησης, το οποίο παραπέμπει σε κινούμενο όχημα το οποίο παρασύρει πεζό.
Πιθανή είναι και η προέλευση της έκφρασης από την κλασσική ομογάλακτη «παίρνω την κάτω βόλτα».

  1. - Θα βγούμε αύριο, να κλείσω τραπέζι;
    - Δεν έχω καθόλου όρεξη, με πήρε από κάτω από χθες, όταν τηλεφώνησε η μάνα μου και μου είπε ότι ο αδερφός μου είναι πάλι άρρωστος. Γάμησέ τα...

  2. Διαδικτυακό σχόλιο:

Μάθε να κάνεις quote και edit. Και μη σε παίρνει από κάτω! Θα το παλέψουμε μέχρι τέλους και θα δικαιώθουμε. Και please μην αρχίζετε το κράξιμο για τον Χατζάρα. Είναι ο μόνος διαθέσιμος προπονητής που δίνει προοπτική στην ομάδα. Με αυτά τα λεφτά και αυτούς τους παίκτες έχει κάνει ότι καλύτερο γίνεται. Χατζάρας tο the end.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified