Further tags

Εξαντλούμαι, κουράζομαι υπερβολικά, κλατάρω.

Προέλευση:

Η μπιέλα είναι ένα εξάρτημα της μηχανής, συνήθως κυλινδρικό, με το οποίο μεταβιβάζεται η κίνηση από ένα τμήμα της μηχανής σε άλλο (από το «Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής» του Τριανταφυλλίδη).

Όταν η μπιέλα «χτυπήσει», χαλαρώνουν οι σχέσεις στην τοποθέτηση των τμημάτων της κι ακούγεται ένας επαναλαμβανόμενος μεταλλικός θόρυβος απ' τον κινητήρα, που σημαίνει ότι αν δεν πάει για επισκευή θα τον πάρουμε στο χέρι.

- Πού είναι ο Μίμης να τον βάλω στα καλάθια; Κώλωσε;
- Άσε ρε το μαλάκα... πήγε να παίξει προχτές με κάτι πιτσιρικάδες και χτύπησε μπιέλα. Είναι για την ηλικία μας αυτά;

(από leouras, 20/01/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποδηλώνει απρόσκοπτη, αδιάκοπη πορεία (κι όχι απαραιτήτως μεγάλη ταχύτητα). Κάποιες φορές παραλείπεται το ρήμα κινούμαι και αναφέρεται μόνο ο όρος ταινία.

- Καλά, πως ήρθες τόσο γρήγορα;
- Κινήθηκα ταινία! (δεν συνάντησα κίνηση, ή βρήκα όλα τα φανάρια πράσινα)

- Είχε κίνηση;
- Ναι, αλλά ευτυχώς ο ταξιτζής ήξερε κάτι στενά και με πήγε ταινία από την Κατεχάκη μέχρι τον Άλιμο.

- Πώς πας φίλε; Καιρό έχω να σε δω.
- Άσε, με πάει ταινία η δουλειά.

Τον καφέ τον πάει ταινία. (από Galadriel, 12/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published

Υποδηλώνει μεγάλη ταχύτητα. Προέρχεται από τον μοτοσυκλετιστή που μετά από μια γρήγορη διαδρομή χωρίς κράνος, κατεβαίνει από την μηχανή του με ένα μαλλί που θυμίζει περούκα.

  1. - Κατέβηκα την Πειραιώς μαλλί-περούκα.

  2. - Τι λέει το dsl; Πάει καλά;
    - Μαλλί-περούκα!

  3. - Είναι γρήγορη η μηχανή σου φίλε;
    - Μαλλί-περούκα πάει σου λέω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φοβάμαι πάρα πολύ, τρομάζω, νιώθω πάρα πολύ μειονεκτικά.

-Μαλάκα, και εκει που οδηγούσα πετάγεται από το στοπ ένας μαλάκας! Τελευταια στιγμή σταμάτησα. Ρεύτηκα πινέλα, νόμιζα πως θα είχα σκοτωθεί!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εξευτελίζω, γελοιοποιώ, νικώ με διαφορά, γαμώ βίαια / αδυσώπητα.

- Άσε μαλάκα παίζαμε Warhammer με τον μαλάκα τον χοντρό, αλλά τι να κλάσει ο φλώρικος ο στρατός του; Του έδωσα το κωλάντερο στο χέρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκτελώ πεολειχία, παίρνω πίπα, τσιμπουκώνω, παίζω μαλακό κλαρίνο.

- Ρε μαλάκα, μου αρέσει η Νίτσα, αλλά έχω ακούσει ότι είναι πολύ δύσκολη.
- Ε, όχι και δύσκολη... τα 'χει καθαρίσει κι αυτή τα νεφρά της!

Got a better definition? Add it!

Published

Ποτέ, αδύνατον, με τίποτε, αποκλείεται.

Αναφέρεται στο γνωστό συνδυασμό 1-2-Χ (ή τριπλή παραλλαγή) σ' ένα δελτίο ΠΡΟ-ΠΟ, ο οποίος περικλείει όλες τις πιθανές περιπτώσεις και αποκλείει την αποτυχία.

Άλλα συνώνυμα: ούτε με σφαίρες, με καμία κυβέρνηση, με κανένα Θεό, με την καμία, του Αγίου Πούτσου, όταν τα γουρούνια χορέψουν λαμπάντα κ.λπ.

- Μαλάκα σου λέω θα τη φάω την Άρτεμις την αρχιτεκτόνισσα, ο κόσμος να χαλάσει.
- Ονειρεύεσαι αγόρι μου! Ούτε με τριπλή παραλλαγή...

Got a better definition? Add it!

Published

  1. Είμαι υπεραπασχολημένος και αγχωμένος με κάτι, είμαι πολυάσχολος.

  2. Ως μεταβατικό ρήμα

(α) τρέχω κάποιον: κρατώ κάποιον απασχολημένο, αγχώνω κάποιον αναθέτοντάς του καθήκοντα. Συνώνυμα: αγγαρεύω (β) τρέχω ένα πρόγραμμα (ζαργκόν πληροφορικής): εκτελώ το πρόγραμμα (γ) τρέχω μία επιχείρηση: διευθύνω/είμαι υπεύθυνος για την επιχείρηση

  1. Ως απρόσωπο ρήμα τρέχει: συμβαίνει (κάτι απρόοπτο).
  1. - Μη χάνεσαι ρε βλάκα έτσι, πάμε για έναν καφέ στην τελική.
    - Δεν προφταίνω ρε συ, τρέχω ακόμη με την διπλωματική. Αν δεν τελειώσει αυτή η μαλακία, δεν με βλέπω να χαλαρώνω καθόλου.

  2. (α) Διδακτορικό είναι αυτό ή χαμαλίκι ρε πούστη; Ό,τι γραφειοκρατία και να προκύψει, εμένα θα τρέξει ο μαλάκας...
    (β) Διόρθωσα εκείνο το μπαγκ που σού 'λεγα, αλλα πάλι δεν μπορώ να το τρέξω το γαμίδι...
    (γ) Έπαθε ένα ατύχημα ο κυρ-Γιώργης, και το ουζερί για την ώρα το τρέχει ο γιος του.

  3. Τι τρέχει ρε, γιατί τέτοια μούτρα; Συνέβη κάτι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απρόσωπη έκφραση. Όρος που δηλώνει απαξίωση και αδιαφορία μπροστά σε κάτι φαινομενικά σοβαρό. Συνώνυμο του δεν βαριέσαι (βρε αδελφέ).

- Έπρεπε να του τα πεις ένα χεράκι!
- Δε γαμιέται, σιγά μην του έδινα και σημασία του παλιομαλάκα...

Στον υπερθετικό. (από Khan, 18/03/11)(από Khan, 21/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είμαι τόσο αδερφή που, όταν κρατάω τσιγάρο, τσακίζω στο ύψος του ώμου τον καρπό του χεριού που κρατάει το τσιγάρο, για να μιμηθώ την κομψή γυναίκα. Έτσι λοιπόν, καίω τη βάτα του σακακιού μου...

Βλ. και πνίγω το λαγουδάκι, την τρίζει την όπισθεν, κλπ

- Καλά, δεν βλέπει η Μαρίνα πως αυτός που παντρεύτηκε είναι αδερφάρα; - Τι να σου πω, δεν ξέρω... Φαίνεται όμως με τη μία ότι ο τύπος την καίει την βάτα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified