Further tags

Το συγκεκριμένο λήμμα δεν ασχολείται με τη λεπτομερή εξέταση των οργάνων του ανθρώπινου οργανισμού (συκώτι, στομάχι, πάγκρεας και λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις), θέματα που αποτελούν αντικείμενο μελέτης της ανατομίας. Ας δούμε όμως για τι θέμα συζητάμε.

Μιλάμε για κάποιαν που είναι απ' τα κόκαλα βγαλμένη, για κάποιαν σαρακοστιανό, για κάποιον τσίρο, για κάποιον που 'χει μείνει πετσί και κόκκαλο. Είναι τόσο αδύνατο το άτομο, ώστε μπορούν και καλά να διακρίνονται πεντακάθαρα τόσο τα ζωτικά του όργανα και τα επιμέρους τμήματά τους, τα οστά του, κλπ.

Μ' άλλα λόγια ο τύπος είναι τόσο αδύνατος, ώστε όχι μόνο μπορείς να δεις π.χ να διαγράφονται τα όργανά του, αλλά είσαι και σε θέση να μπορείς να τον χρησιμοποιήσεις ως ζωντανό πρόπλασμα ανατομικής μελέτης... λες και είσαι φοιτητής ιατρικής σε κάποιο πανεπιστήμιο (π.χ: του Πούτσεστερ)... Λέμε τώρα!

- Εχεις δει τη Μαρία τελευταία;
- Μπα όχι. Γιατί το λες;
- Πλακώθηκε σε κάτι δίαιτες και έχασε... τα κιλά. Άσ' τα... Κάνεις ανατομία πάνω της.
- Ωχ! Δεν κάνει καμιά φανουρόπιτα να βρει μερικά;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεθοδολογία κατάταξης επίπεδων πηδηξιμότητας μιας γκόμενας:

Έστω ότι το Λίλιαν βρίσκεται στην κορυφή του επιπέδου Α και η φίλη της η Λάουρα βρίσκεται στην διόλου ευκαταφρόνητη κορυφή Β. Μια επιεικώς γαμήσιμη γκόμενα λιμνάζει στο επίπεδο Γ, αυτό της μετριότητας, εκεί όπου με λίγη καλή πίστη και επιείκεια οι αναστολές πέφτουν και οι γκόμενες καθίστανται οιονεί πηδήξιμες.

Τα παρακάτω επίπεδα Δ (μέτριες προς το κακό) και Ε (φλόμπες) δεν σηκώνουν επιείκειες, παρόλα αυτά κυκλοφορούν εξειδικευμένοι δρακογάμηδες, ήρωες και προικοθήρες που τις περισυλλέγουν.

- Ρε, σου αρέσει καθόλου η αδερφή του Παύλου;
- Τι να σου πω επιεικώς πηδήξιμη θα την έλεγα.
- Ωραία γιατί σε γουστάρει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει ότι ήμαστε πολύ χάλια, τόσο ώστε να μας κλαίνε ακόμη και οι ρέγγες. Τώρα, γιατί οι ρέγγες και όχι κάποιο άλλο ψάρι, ή άλλο ζώο, ή πρόσωπο, είναι απορίας άξιον. Εικάζω ότι η επιλογή της ρέγγας οφείλεται στην εμφάνιση της αποξηραμένης (καπνιστής, λιαστής κ.λπ.) ρέγγας που λέγεται και τσίρος. Ο όρος τσίρος χρησιμοποιείται για τον πολύ αδύνατο άνθρωπο, τον λιπόσαρκο, αυτόν που είναι για λύπηση· επομένως όταν μας κλαίνε οι ρέγγες σημαίνει ότι έχουμε μεγάλο χάλι, πιάσαμε πάτο.

  1. Ρε, κλωτσοσκούφι βλέπουμε! Σέρνονται όλοι, είναι να τους κλαίν' οι ρέγγες.

  2. Έφυγε η Μερόπη με τον Αντώνη και τον παράτησαν μπουκάλα. Είναι να τον κλαίν' οι ρέγγες.

  3. Αν μας φέρουν προϊσταμένη την Ανθούλα είμαστε να μας κλαίν' οι ρέγγες.

Ρέγκες καπνιστές (από panos1962, 08/11/09)(από panos1962, 08/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιά περιπαιχτική έκφραση, έναντι κάποιου που φορεί ρούχα που δεν είναι στο νούμερό του (π.χ. «πλέει» μέσα στο πανωφόρι ή είναι κοντά τα μπατζάκια κλπ).

Ανάγεται στη νεότερη ελληνική ιστορία, όταν οι συμπατριώτες μας φορούσαν τα ρούχα των τεθνεώτων (τους έκαναν-δεν τους έκαναν - πού φράγκα για μεταποίηση τώρα;), ένεκα πενίας.

Στις φυλακές, προ της καταργήσεως της θανατικής ποινής, όταν «έριχναν» (=εκτελούσαν) κάποιον, οι σύντροφοί του εκτελεσθέντος στο κελλί, έβαζαν προς τιμήν του τα ρούχα του πάνω στο ράντζο του για καιρό...

- Ρε σύ, τί είν’ αυτό που φοράς;
- Σ’ αρέσει;
- Καλός ο μακαρίτης, θεοσχωρέστονε!
- Τί, μου είναι μεγάλο;
- Εμ βέβαια βρε όργιο, χωράνε τρείς σαν και σένα εκεί μέσα!
- Ρε γαμώτο, δεν άδειαζε η Μαρίνα και πήγα μόνος μου για ψώνια...
Λές να μου το αλλάξουν;
- Ξέρω ’γώ; Αλλιώς κόφτο και κάν’το κουβέρτα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως γνωστόν μόλις γεννηθεί το τέκνον, σπεύδουσιν συγγενείς και φίλοι να ασημώσωσιν (καλώς!) αλλά και να διαγνώσωσιν (κακώς!) εν είδει επαϊόντων πλήν αυτοκλήτων και ερασιτεχνών ντιενεϊτζήδων, εις ποίον μέλος της οικογενείας ομοιάζει περισσότερον, το βρέφος.

Μετά τον καταιωνισμόν (<αρχ. και στρατοκαβλ. καταιωνιστήρ=ντουζιέρα) πτυέλων επί της μάπας του δυστήνου βρέφους, οι προσφιλείς του ζεύγους αρχινάνε την κολυκυθιά:

  • Μην είν’ τα μάτια του παππού;

  • Μήνα της κουκουβάγιας;

  • Μη το προγούλι είναι της θειάς;

  • Μήπως στης μάνας φέρνει σόι;

  • Μπα κι έχει του μπαμπά το μπόι;

Και λοιπά.

Βεβαίως, όλ’ αυτά αφορούσιν κυρίως ειπείν εις την διαπίστωσιν της εκ πατρός ρίζης ταυτοποιήσεως, δεδομένου οτι mater semper certa est (δηλ. «να κάνει» η μάνα).

Εξ άλλου, όταν το τέκνον μεγαλώση, θα κληθεί πολλάκις να λάβη θέσιν εις την (υφ’ όσων ευρίσκονται ακόμα εν ζωή συγγενών τεθείσα) τραυματικήν ερώτησιν:

Ποιόν αγαπάς πιό πολύ; Τη μαμά ή τον μπαμπά;

Η ορθή και ειλικρινής απάντησις δέον όπως έχη: «Δε γαμιέσαι;»

(Αλλά τα καλά παιδιά δε λένε κακές λέξεις κλπ-κλπ).

Τα σόγια αλληλο-υπονομεύονται (πότε κρυφά-πότε φανερά) και εξαίρουν εαυτούς, οι φίλοι γελούν συγκρατημένα (αποφεύγοντας το ατόπημα να διατυπώσωσιν την γνώμη των) και το ζεύγος καρτερεί την ώραν που θα πάνε άπαντες στα ξεκουμπίδια...

Η έκφρασις χρησιμεύει ως πυροσβεστήρ των εκατέρωθεν αντιδικιών, συνήθως υπό του πατρός (δίκην διαιτητού), όστις λέγει χαριτολογώντας (!) οτι κατά την εποχήν της συλλήψεως του τέκνου, δήθεν (;) χρωστούσαν βερεσέδια εις τον οπωροπώλην ή τον εδωδιμοπώλην ή τον κρεοπώλην ή αλλαχού (αντιστοίχως), οπότε (εννοείται οτι) το τέκνον μάλλον φέρει τα χαρακτηριστικά ενός (;) εξ αυτών, μεθ’ ου επλάγιασεν η νύφη, ίνα πατσίση τα οφειλόμενα...

Άλλωστε τοιούτου είδους in natura συμψηφισμοί χρεών, εγένοντο κατά κόρον εις τας συνοικίας των παρελθόντων ετών (π.χ. γαμούσε ο σπιτονοικοκύρης τη ζουμπουρλή μπαταξού νοικάρισσα, ο πτωχός φοιτητής την θαλερή μπακάλαινα, ο κωλόμπος ποδηλατάς «χάριζε» γύρους κ.ο.κ.) αλλά ακόμη και σήμερα κάποιες τζαμπατζούδες και έκλυτες επιβάτισσες πληρώνουν τον ταρίφα σε ρήτρα Jim Bookie (!)

Φυσικά, τα ανωτέρω ελάμβανον χώραν την παλαιάν εποχήν, διότι τώρα δεν κάνουμε τέτοια αφού είμεθα Εβροπέη (το γράφει και εις τον τηλεφωνικόν κατάλογον) και εφ’ όσον άλλωστε και εν Αλβιόνι εν αντιστοίχοις περιπτώσεσιν, πατήρ απάντων των βρετανόπουλων πάλαι ποτέ εφέρετο ο θρυλικός γαλατάς (the milkman was round)...

(Πεθερά απ’ του αντρός το σόι):
-Πώπω ένα ωραίο μωράκι!
(Πατέρας):
-Είδες;
(Πεθερά απ’ του αντρός το σόι):
-Κοίτα το! Έχει την έκφραση του μπαμπά σου γιόκα μου!
(Μάνα):
-Μα τί λέτε καλέ μητέρα; Της μαμάς μου έχει...
(Πεθερά απ’ του αντρός το σόι):
-Της μαμάς σου ναί, αλλά όχι την έκφραση...
(Πατέρας):
-Εγώ λέω του μανάβη μοιάζει που του χρωστούσαμε κιόλας!
(Μάνα κάτωχρη):
-Ώστε λοιπόν ξέρεις...

(Η συνέχεια σε Βίπερ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από πού προέρχεται ο όρος;

Το τριώδιο είναι ένα εκκλησιαστικό βιβλίο που περιέχει όλους τους ύμνους που ψάλλονται από την Κυριακή του Τελώνου και Φαρισαίου (ξεκίνημα των Αποκριών) ως το Μεγάλο Σάββατο. Το βιβλίο λέγεται τριώδιο γιατί οι περιεχόμενοι ύμνοι έχουν τρεις ωδές (λόγω του ονόματός του, η αναφερόμενη χρονική περίοδος που ψάλλονται οι ύμνοι που λέγαμε, λέγεται επίσης τριώδιο).

Σύμφωνα με τα παραπάνω, μόλις οι ψάλτες «ανοίγουν το τριώδιο» έχουμε και το ξεκίνημα των καρναβαλιών.

Σε ποιες περιπτώσεις θα μπορούσαμε να εκφέρουμε τον όρο;

  • Εκφέροντας τον όρο μιλάμε για καταστάσεις που χαρακτηρίζονται από καγκουριά και καρακιτσάτο στιλ. Μιλάμε για ανάρμοστες και αταίριαστες καταστάσεις που παρατηρούνται εντός ενός συνόλου. Μιλάμε για την... ανορθογραφία, για την... εικαστική παρέμβαση! Οι πρωταγωνιστές των συγκεκριμένων καταστάσεων λογίζονται σαν τη μύγα μέσ' στο γάλα. Τα άτομα είναι αλλού γι' αλλού. Λες κι ήρθαν απ' τον Άρη. Έτσι, πίσω από μια φανταχτερή και γελοία εμφάνιση, ενδεχομένως να βρίσκεται κάποιος ήρωας του Σπαθάρη που έχει βάλει την πινελιά του για να βγει αυτό το καρναβαλιστικό αποτέλεσμα (βλ. παρ. 1, 2).
  • Μιλάμε για μια μη αναμενόμενη κατάσταση που θεωρούμε πως πατάει πάνω σε παράλογες βάσεις. Μια κατάσταση που μπάζει από παντού, μια κατάσταση που αντανακλά την ουτοπία. Στο καρναβάλι, αυτό μπορεί να είναι αποδεκτό. Στην καθημερινότητα όμως τα πράγματα διαφέρουν (βλ. παρ. 3).
  • Μιλάμε για καταστάσεις αμφίβολης αισθητικής, δυσαρμονίας και ανομοιογένειας. Μιλάμε για ένα αλαλούμ αντικρουόμενων θεμάτων που δεν δένουν μεταξύ τους. Σε ένα καρναβαλιστικό σκηνικό, αυτό θα μπορούσε να 'ταν αποδεκτό, εδώ όμως τα πράγματα διαφέρουν. (βλ. παρ. 4).
  • Μιλάμε για άτομο που δεν τηρεί τις άγραφες κοινωνικές συμβάσεις για την πρέπουσα εμφάνιση σε δεδομένο τύπο περίστασης επικοινωνίας (π.χ: γάμος, κηδεία, σύσκεψη κορυφής, σχολική αίθουσα, κλπ), λες κι είναι καρναβαλιστής και το παίζει όπως θέλει. Ωστόσο οι συγκεκριμένες ενδυματολογικές επιλογές του θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν άψογες σε διαφορετική περίσταση (βλ. παρ. 5).

    Ποιες οι ενδεχόμενες αντιδράσεις;

Οι παραπάνω περιπτώσεις γελοιοποιούν υποβιβάζουν και εκθέτουν αυτόν που τις προκαλεί. Μπορούν να προκύψουν περιφρονητικά γέλια, μπόλικο κους κούς καθώς και αίσθημα αποστροφής για αυτόν που τις προκαλεί, αν τα θέματα αυτά δεν έχουν συνέπειες πάνω μας. Αν έχουν (π.χ: βλ. παρ. 4), τότε το πράγμα αγριεύει.

  1. Πλήρης μέθοδος βαφής του εν λόγω προσώπου. Σε στεγνή επιφάνεια επιστρώνεται πρώτα το αστάρι, κατόπιν ρεπουλίνη και ακολουθούν μίνιο για τη σκουριά, βερνίκι για το σαράκι, λούστρο για πλήρες γυάλισμα και μια σειρά έντονων χρωμάτων (μη-οικολογικών) όλων των αποχρώσεων της ίριδας που παραπέμπει στο σχόλιο άνοιξε το τριώδιο; Βλ. λήμμα ποικιλοχρωμουρίαση

  2. Όσο για κόκκινη γόβα δεν το έχω τολμήσει και γενικά δε μου αρέσει το κόκκινο παπούτσι. Έχω στιλιστικές ανησυχίες για να μη βγαίνω στο δρόμο σαν καρνάβαλος! Ξέρεις πόσους και πόσες βλέπω στο δρόμο να κυκλοφορούν, λες κι άνοιξε το τριώδιο; Δες

  3. Για τον ΠΑΟΚ, άνοιξε το τριώδιο εδώ και καιρό και δύσκολα θα κλείσει όταν από τα υπεύθυνα χείλη ακούς πως το μόνο που λείπει είναι θετική ενέργεια από έξω. Από πού έξω; Έξω από εδώ; Έξω από τα σύνορα; Έξω από το ηλιακό σύστημα; Έξω από το Γαλαξία; Μια ζωή η εύκολη λύση του έξω. Οι μέσα δεν φταίνε ποτέ και σε τίποτα. Μόνο πληρώνονται. Πριν δυο βδομάδες, μετά την ήττα από τον Ακράτητο, κάναμε επανάσταση, πριν τρεις βδομάδες-ανανέωση, πριν τέσσερις βδομάδες-αναστύλωση, πριν έξι βδομάδες-ανακύκλωση, κάπου πιο βαθιά στο χρόνο είχαμε στόχο τη δυάδα, μπερδεμένο τάβλι. Τώρα που εξαντλήσαμε όλα τα ουσιαστικά με πρόθεμα το ανά-, το γυρίσαμε στα μεταφυσικά. Κάποτε έφταιγε το κουμπί που δεν έπιανε τη συχνότητα του ΠΑΟΚ. Τώρα φταίει η θετική ενέργεια που δεν έρχεται από έξω. Κωμωδία. Δες

  4. - Μόλις μπήκα στο νεοκλασικό μου κι αντίκρισα στο δωμάτιο μου ζωγραφισμένους ήλιους και ζωντανά στους τοίχους, φρίκαρα και φώναξα μ' αγανάκτηση. Τι έγινε ρε; Άνοιξε το τριώδιο καλοκαιριάτικα; - Ωχ... είχε περάσει η νέα φιλενάδα σου που 'χει τις γνωστές φευγάτες καλλιτεχνικές ανησυχίες, ε;
    - Την έκανα με τα κρεμμυδάκια.

  5. - Ήμουνα στην κηδεία και ξάφνου άνοιξε το τριώδιο.
    - Δηλαδή;
    - Ήταν η Λίλιαν μ' ένα κατακόκκινο μίνι φόρεμα που φώναζε από μακρυά: Ανοίξαμε και σας περιμένουμε. Ασ' τα... εκτός τόπου και χρόνου το άτομο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά πούστικη συμπεριφορά, ανάρμοστο σεξουαλικό τσαλίμι, κραυγαλέα εκδήλωση ομοφυλοφιλίας. Συναντάται και μεταφορικά, ως ύπουλη ενέργεια, π.χ. «Κοίτα μη μου κάνεις κανένα πουστριλίκι, σε γάμησα», ή ακόμη και ως άγριο μπινελίκωμα: «Μ' άρχισε στα πουστριλίκια».

  1. Ήρθε κι ο Φιλήμωνας. Καλά, μιλάμε, να δεις πουστριλίκι η δικιά σου!

  2. -Γιατί δε ζητάς ένα ρεπό;
    -Τι λες, ρε συ, προχθές του ζήτησα μια ωρίτσα να πάω τη μάνα μου στο σταθμό και μ' άρχισε στα πουστριλίκια!

  3. Αν μου κάνεις πουστριλίκι, σε πήρε και σε σήκωσε!

Την άρχισε στα πουστριλίκια. (από panos1962, 15/11/09)Πουστριλίκια (από panos1962, 15/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολύ προσβλητικός χαρακτηρισμός για κάποιον ο οποίος είναι επιεικώς αξύριστος. Το πώς βγήκε η έκφραση είναι εύκολο να το μαντέψει κάποιος, αν σκεφτούμε ότι οι καλόγριες δεν κάνουν και πολύ συχνά αποτρίχωση σε αυτό το σημείο. Αλλά πάλι δεν έχω γαμήσει ποτέ καλόγρια, οπότε προσωπικά δεν ξέρω.

- Με παραδέχεσαι Γιώργη; Δεν είμαι και γαμώ ντυμένος για interview;
- Και γαμώ τον κώλο σου είσαι. Άντε ξυρίσου ρε μαλάκα που είσαι σαν το μουνί της καλόγριας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χιουμοριστική έκφραση (μπαμπαδισμός πλέον), που περιγράφει ποιητικώς (ριμάροντας) εξαιρετικά κοντή μίνι φούστα, που με τη σειρά της επίσης περιγράφει ένα έμπειρο κωλαράκι.

Η αναφορά στο εναπομείναν ύφασμα, το οποίο μετά βίας μπορεί να συγκρατήσει τις εξέχουσες καμπύλες της φέρουσας.

Βέβαια, οι ημιπαρθένες το τραβολογούν νευρικά όσο και μάταια, κάθε φορά που κανας λιγούρης χαζεύει τις αγριομπουτάρες τους (κι όχι μόνο) σε στυλ «το φοράς-δεν το φοράς...»

Ο Φωτόπουλος, στο «Θόδωρο και το δίκαννο» (1962), μαλώνοντας με τη Νίτσα Τσαγανέα για το αν θα πάει η μοναχοκόρη τους (Σμαρούλα Γιούλη) στο πάρτυ ή όχι, λόγω του αποκαλυπτικού φορέματός της, διετύπωσε το α-Μίμη-το:

(Τσαγανέα): - Η δική μου κόρη θα πάει!
(Φωτόπουλος): - Η δική μου δεν θα πάει!
(Τσαγανέα): - Θα πάει-θα πάει-θα πάει!
(Φωτόπουλος): - Ε, τότε θα πάει η μισή. Η δική μου κόρη, από τη μέση και κάτω, δεν θα πάει!

29 κατασκευαστές φορεμάτων συνιστούν σταυροπόδι κατά το πρότυπο της Σάρον. Αυτοί, ξέρουν...

Συνώνυμα: Ξώμουνο, απολειφάδι, φαρδιά ζώνη κ.α.

-Την είδες τη μικρή με το μίνι;
-Αυτό ρε δεν είναι μίνι, είναι ό,τι έχει απομείνει!
-Ξεκωλάκια...

(από allivegp, 20/11/09)Κώλαση! (από panos1962, 20/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάνω σημάδι από τα γυαλιά ηλίου στο πρόσωπο, με αποτέλεσμα να φαίνομαι σαν κουκουβάγια, το γύρω από τα μάτια άσπρο (στο σχήμα των γυαλιών μου πάντα), η δε μύτη, το μέτωπο και τα μάγουλα, ροζουλί, κόκκινα ή καφετί.

Μάνα στην κόρη:
- Τι έγινε, δεν θα βγεις απόψε τελικά;
Κόρη:
- Τσου.
- Και γιατί;;;
- Γιατί έτσι.
- Δεν έχει τέτοια, θα μου πεις γιατί.
- Όχι, δεν σου λέω.
- Αααα, κοίταξε να σου πω, ώς εδώ με τα πείσματά σου. Θα μου πεις τι τρέχει αλλιώς θα σου κρύψω το κινητό.
- Παράτα μας ρε μάνα, τι θεεες, μπουχουχου...
- Μα τι έγινε επιτέλους;!
- Μπουχου... ε να, (σνιφ), χθες που καθόμουνα στην καφετέρια με πήρε ο ήλιος και έκανα γυαλιά και θα με δει ο Λάκης απόψε και θα γελάειιιιι, δεν πάω, δεν πάω, δεν πάω!!! Μπουχουχου...

Got a better definition? Add it!

Published