Η ψευτιά, το ψέμα. Η χτιστιά πήρε το όνομά της από το μετρ του ψέματος, Χτιστογιάννη. Πρόκειται για λέξη που χρησιμοποιείται ευρέως στη Νότια Κρήτη.

- Ρε συ, ο Γιάννης μου έλεγε ότι έχει ένα σεντούκι με ένα καλάσνικοφ μέσα στο σπίτι τους!
- Άντε ρε, χτιστιές λέει πάλι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Kρητική διάλεκτος)

Δεν έχουμε τη δύναμη που απαιτείται (όχι μόνο τη σωματική). Χρησιμοποιείται κυρίως στην περιοχή του Αποκόρωνα.

Το σακί είναι 50 κιλά... φίκιο σου που θα το σηκώσεις!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ρήμα "φαντάσσω" ως αμετάβατο στην Κρήτη σημαίνει ότι ο τόπος είναι στοιχειωμένος. Είναι το περιβάλλον, φυσικό ή ανθρωπογενές, που κάνουν συχνά την εμφάνισή τους φανταξά (φαντάσματα), νεράιδες, τελώνια, διαόλοι και τριβόλοι, κι άλλα πολλά της δεισιδαίμονος πανίδας.

Πέρα από τη στενή σημασία αυτή, το ρήμα χρησιμοποιείται κάπως μεταφορικά, για τόπους, χωριά, γειτονιές, σπίτια, που έχουν ερημώσει, από τους οποίους έχει φύγει η ανθρώπινη παρουσία.

Σπανιότατα (με επιφύλαξη το γράφω) μπορεί να λέγεται και για ανθρώπους με παράξενο παρουσιαστικό, αλλόκοτους ή αλαφροΐσκιωτους που σου φέρνουν ανατριχίλα, αλλά μάλλον σε συνάρτηση με το ανάλογο ντεκόρ ή να εκφέρεται μαζί με άλλους χαρακτηρισμούς.

(με έμπνευση και έναυσμα το μωραΐτικο φυλάει)

- Ώφου κι επήαιτε από κεια, και δεν εφοβηθήκετε μωρέ τροζοκόπελα; Εκειά το λένε "του Σαρακηνού" και φαντάσσει!
- Άσε μας ρε θεία...

[... ] παρακαλούσα τη μάνα μου να φύγομε πριν το μεσημέρι, γιατί τότε “φαντάσσει” και βγαίνουν οι θεόρατοι γενίτσαροι με τα μαχαίρια τους και σφάζουν όποιον συναντήσουν. πηγή

Έκεια πού ναι το ξενοδοχείο που δεν ετέλειωσε ω ανάθεμά το πως φαντάσσει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ορεσίβια έκφράση από Κρήτη, που σημαίνει «τον ακουμπούσε (έθετε) ο ένας στον άλλο».

Ολόκληρη η φράση ακούστηκε σε καφενείο της Κρήτης τότε με το κότερο Ψινάκη, Λαζόπουλου κλπ. Επειδή τα κανάλια τα λέγανε απ' έξω απ' έξω (τέλος πάντων), κάποιος στο καφενείο δεν είχε καταλάβει τι είχε συμβεί, κι έτσι ένας άλλος ανέλαβε να του εξηγήσει λέγοντας: «ντα μπουνταλάς είσαι μωρέ; έκεια τσ' είχενε μαζωμένους [ο ιδιοκτήτης του κοτέρου] και τσι μαστώρουνε, κι απής [και μετά] τον έθετε ο γεις τ' αλλού».

Η φράση έμεινε ως περιγραφή για πουστριλίκια, για όποιον θέλει να προσδώσει και μια χωριάτικη νότα

- Τους βλέπεις τους δύο στη μπάρα, κολλητάρια, έτσι; - Εξακριβωμένο... Χθες πήγανε στη σπηλιά μαζί το βράδυ... Κι απής τον έθετε ο γεις τ' αλλού...
- Είσαι κι εσύ το Ρόιτερς όμως...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Μαύρος Γάτος ήταν γνωστό μπαρ της πόλης των Χανίων στα late 80's που έκλεισε και ξεχάστηκε κάπου στα μέσα του '90. Συνέχισε όμως να ζει μέσα από δημοφιλείς στα λυκειόπαιδα ραδιοφωνικές φάρσες, οι παραγωγοί των οποίων έκαναν στον αέρα τηλεφωνικό μανικουλέ σε ανυποψιάστους φίλους ακροατών κατά παραγγελία των τελευταίων. Όταν άναβαν τα αίματα και άρχιζε το βρισίδι, οι παραγωγοί έκλειναν ραντεβού για «να τσι παίξουνε» στο Μαύρο Γάτο. Ο ακροατής μπριζωμένος έψαχνε να βρεί το μπαρ....

Έμεινε ως χαβαλεδιάρικη και εκτονωτική αποστροφή σε ψευτοτσαμπουκάδες μεταξύ φίλων, χρησιμοποιείται πού και πού ακόμη και τώρα από όσους ήταν έφηβοι στα 90's.

- Ωραία φίλε η αδερφή σου... δεν το 'ξερα πως έχεις αδερφή...
- Έχω αδερφή, αλλά δεν είναι για τα μούτρα σου...
- Τι παραξηγιέσαι μωρέ... στο Μαύρο Γάτο και φέρε και την παρέα σου...

(από Kiwibox, 16/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο διάολος στην Κρήτη είναι γέρος, γιατί μόνο τα γηρατειά ταιριάζουν στην ασχήμια των προθέσεών του. Όπως τα γηρατειά είναι ζαρωμένα και άσχημα εμφανισιακά,μπορεί για κάποιους να είναι πρόστυχα επενδεδυμένα με βρισιές σεξουαλικού περιεχομένου και έκφυλα με πρόθεση πραγματοποίησης των λεκτικών πράξεων των βρισιών άσχετα απ'την υπάρχουσα δυνατότητα. Άρα λοιπόν ο διάολος είναι γέρος, πρόστυχος, έκφυλος και αλλοίμονο σε όποιον τον πάρει (η μόνη που δε θα είχε αντίρρηση θα ήταν η Λουκρητία του Αρκά, άντε και η Βοργία, με τις μεγάλες παρακαταθήκες των Ισπανών βασιλικών στην αιμομειξία). Και μόλις ο διάολος τελειώσει με τα παιδιά του, γυρεύει αλλού θύματα. Πρόκειται για ισχυρή κατάρα. Πιο ισχυρή απ' το να πεις να πάει ο άλλος στο διάολο απλά, γιατί ο νέος είναι ωραίος μπροστά στον παλιό που είναι αλλιώς και ζοφερός. Στο γέρο ν-το διάολο, στην πιο βαθιά και παλιά κόλαση να καταλήξεις δηλαδή, άμα σε πάρει και σε σηκώσει.


- Ήρθε απόψε ο Μανιός και σού'φερε τούτα να σ'ένα ναϋλάκι μέσα...
- Μμμ...
- Και τούτα στα δίνει η Ψήλαινα απ'τσ'ελιές τση, πού'χανε φέτος μπεντέμα...
- ...
- Και παέ μού'δωκε ο Τζήμης τούτο να το γαργαλιστήρι να ξιεις την πλάτη σου όντεν πλένεσαι γή φαγουρίζεσαι...
-Άμε πες τονε στο γέρο ν-το διάολο να πάνε ούλοι τόνε, απού με κάψανε οι έγνοιες τωνε και η καψούρα που μου θέκανε με τα λόγια τωνε ήτονε το ευχαριστώ τωνε. Εδά στα πίσω πίσω μου γερεύγουνε τσι συγχώρεσές μου, μα δεν τωνε τσι δίνω. Την κατάρα μου νά'χουνε να τσι κρατεί γι'αντίδωρο,κι όσο για τούτα να τα κουρκουλούκια απού μου παρουσιάζεις, να πάνε τα τα θέσονε των κώλων τωνε! Στο γέρο ν-το διάολο ούλοι. Μπρος!...

Got a better definition? Add it!

Published

Παραλλαγή του «στην υγειά σου», με ιδιαίτερη σημασία στην Κρήτη, όπου συνοδεύει ένα ολόκληρο τελετουργικό για πιώματα μέχρι λιποθυμίας.

Το «στην αφεντιά σου» είναι πιο σοβαρό απ' το «στην υγειά σου», το οποίο είναι γενικότατο. Δηλώνει ρισπέκ, και δείχνει ότι θεωρείς τον άλλον κύριο του εαυτού του - να κάτι που δεν ισχύει για όλους.

Το τελετουργικό έχει ως εξής. Παρεάκι μαζεύεται στην αυλή (σπίτι, μπαλκόνι, νυχτερινό κέντρο, οπουδήποτε), με το μπουκάλι / κανάτα / νταμιτζάνα κρασί στη μέση. Στην αρχή, ο κόσμος κερνάει και πίνει κανονικά, βάζοντας στα ποτήρια των άλλων και στο ποτήρι του (ο κεραστής, τελευταίος) και λέγοντας «γεια μας, μ'ρε παιδιά!» ή κάτι τέτοιο πριν τσουγκρίσει και πιει. Ως εδώ καλά. Αργά ή γρήγορα όμως, κάποιος θα κάνει τη μαλακία και θα «καλέσει». Έτσι ξεκινάει ένας κατήφορος που θα τελειώσει ανυπερθέτως με ένα τσούρμο λιώματα, χυμένους ο ένας πάνω στον άλλον.

Ο καλεστής, πρώτ' απ' όλα, σκώνεται όρθιος να τον βλέπουν. Μετά παίρνει το δικό του ποτήρι και το γιομίζει μέχρι πάνω πάνω, ξέχειλο που λένε. Μετά το σηκώνει προς τη μεριά αυτού που θέλει να καλέσει (παναπεί να προκαλέσει...), λέει σοβαρά-σοβαρά «στην αφεντιά σου», και το κατεβάζει κούπα (παναπεί μονορούφι). Αμέσως μετά το ξαναγιομίζει, πάλι ξέχειλο, και το δίνει σ' αυτόν που κάλεσε. Ο οποίος διαλέγει κάποιον άλλον στην παρέα να καλέσει, λέει κι αυτός «στην αφεντιά σου», πίνει την κούπα, ξαναματαγιομίζει, και ούτω καθ' εξής.

Οι κανόνες του παιχνιδιού:
1. Απαγορεύεται να καλέσεις χωρίς να πιεις. Πρώτα θα κατεβάσεις την κούπα σου, και μετά θα τη δώσεις στον άλλον. Το παιχνίδι είναι μια πρόκληση (dare που λένε στα εγγλέζικα), και δε νοείται να προκαλείς κάποιον να κάνει κάτι που εσύ δεν μπορείς.
2. Όλοι πίνουν απ' το ίδιο ποτήρι. Δεν έχει «σιχαίνομαι» και «μα η Κατερίνα φοράει κραγιόν» και αηδίες. Είναι παιχνίδι τση παρέας, και η παρέα κάνει bonding έτσι. 3. Απαγορεύεται να αρνηθείς κάλεσμα. Στην καλύτερη περίπτωση θα γίνεις ρεζίλι των σκυλιών, και θα 'σαι για πάντα πλέον ο ξενέρωτος που δεν πίνει όταν τον καλούν. Στη χειρότερη, ο καλεστής θα το πάρει προσωπικά και θ' ανάψει καβγάς. Εδώ ένα απλό τσούγκρισμα να αρνηθείς, ο άλλος παρεξηγιέται. Πόσο μάλλον ένα επίσημο κάλεσμα κι ένα αρχοντικό «στην αφεντιά σου». Όπως και να' χει, αν κάποιος δεν πιει, το παιχνίδι χαλάει, προς μεγάλη απογοήτευση της ομήγυρης.
4. Μπορείς να καλέσεις όποιον θέλεις στο τραπέζι, ακόμα κι αυτόν που σε κάλεσε αμέσως πριν, κάτι το οποίο έχει παρενέργειες. Αφενός, μπορεί να εξελιχθεί σε μονομαχία, όταν δύο στην παρέα καλούν συνέχεια ο ένας τον άλλον, συνήθως για να δουν ποιος αντέχει να πιει περισσότερο. Αυτή η εκδοχή συχνά συνοδεύεται από ανταλλαγή σκωπτικών μαντινάδων, όπου ο ένας προσπαθεί να πικάρει τον άλλον. Αφετέρου, μπορεί να οργανωθεί (εκ προμελέτης ή επιτόπου) ομαδική στοχοποίηση ενός από την παρέα, και όλοι μα όλοι οι υπόλοιποι να καλούν αυτόν, με γέλια και πειράγματα. Αυτή η εκδοχή συχνά συνοδεύεται από ενέσεις καφεΐνης στο νοσοκομείο, ώρες αργότερα.
5. Τέλος του παιχνιδιού δεν προβλέπεται. Θεωρητικά, τελειώνει όταν τελειώσει το κρασί. Φυσικά, όταν μιλάμε για σπίτια εξοπλισμένα με βαρέλια, μέχρι να τελειώσει το κρασί, ο κόσμος έχει αρχίσει να σωριάζεται.

Παραλλαγές:
1. Κούπα όχι σε κρασοπότηρο, αλλά σε υπερδιπλάσιας χωρητικότητας νεροπότηρο. Τα πράγματα βγαίνουν εκτός ελέγχου πολύ γρηγορότερα έτσι.
2. Κούπα σε ακόμα μεγαλύτερο, αυτοσχέδιο σκεύος. Έχω δει σε γλέντι γάμου κόσμο και λαό να βγαίνει εκτός μάχης σε dt, αφού ξεκίνησαν αφελώς τα «στην αφεντιά σου» με ένα πλαστικό εναμισόλιτρο μπουκάλι νερού, κομμένο λίγο κάτω απ' τη μέση. Μονορούφι πάνω από μισό λίτρο κρασί τη φορά...
3. Κούπα σε νεροπότηρο, με ρακή αντί για κρασί. Αυτά, λογικά, τα κάνουν μόνο οι βοσκοί, που ως γνωστόν έχουν υπεράνθρωπες αντοχές.

Παραλληλισμοί:
Το να πίνεις κρασί απ' το ίδιο σκεύος είναι μάλλον παγκόσμιο σύμβολο φιλίας ή/και αγάπης. Βλέπε τον καθολικό γάμο, όπου νύφη και γαμπρός έπιναν συμβολικά μια γουλιά απ' το ίδιο ποτήρι (το «διπλό» ποτήρι, που είδαμε στον Ελαφοκυνηγό, είναι νεότερη επινόηση βέβαια). Βλέπε το ορθόδοξο μυστήριο της θείας ευχαριστίας, όπου όλοι οι πιστοί μεταλαμβάνουν με το ίδιο κουτάλι. Βλέπε και το αρχαιοελληνικό έθιμο του κότταβου, όπου ο συμποσιαστής έπινε κι άφηνε μια γουλίτσα κρασί, την οποία γυρνούσε παιχνιδιάρικα στα χείλη του ποτηριού πριν το πασάρει στον εραστή. Ah, l' amour, l' amour!

Ετυμ. : < μσν. αφεντία < αφέντης < αρχ. αυθέντης

- Ώφου κι ώφου! Η τσεφαλή μου!
- Ηντά 'παθες, μ'ρε Μανολιό;
- Οψέ μαζωχτήκαμε παρέα στου Ψαρονίκου, κι είχε φέρει το καλό το κρασί απ' το χωριό, κι εξεκίνησε ο κουζουλός ο Νεκτάριος τα «στην αφεντιά σου», κι εγινήκαμε σύσκατοι ούλοι. Ώφου η τσεφαλή μου!
- Ε, και δεν αντέεις το πιώμα, μ'ρε Μανολιό; - Κούπες με το κανάτι πίναμε, Ζαχάρη!
- Χίλιοι μαύροι διαόλοι!

- Στην αφεντιά σου, Γιώργη! Κουτελοβαρίσκω σου! (γκλουπ)
- Στην αφεντιά σου, Μιχαλιό! Κι εγώ αντιστέκομαί σου! (γκλουπ)
- Στην αφεντιά σου, Γιώργη! (...ad nauseam. Κυριολεκτικώς.)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μισό του μισού της εξής μαντινάδας:

Στη σηκωμένη τ’ αλλουνού ποτέ να μην καθίζεις
γιατί μαθαίνει ο κώλος σου και δε ξεσυνηθίζεις.

Λέγεται στην Κρήτη προς όσους έχουν το κακό χούι να εκμεταλλεύονται την σύντομη απουσία σου για να κάτσουν στην καρέκλα σου ή στην καλή θέση που έχεις προλάβει σε μέρη και περιστάσεις όπου οι καρέκλες ή οι καλές θέσεις σπανίζουν.

Ρε Μάνο, βολευτήκαμε βλέπω δίπλα στο παράθυρο... έλα, έλα, όπως έκατσες, στη σηκωμένη τ' αλλουνού...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτή που με το κουτσομπολιό διαβάλλει, βάζει φιτίλια, παροτρύνει ύπουλα κάποιον εναντίον κάποιου άλλου.

Η Κατίνα κοινώς, αλλά με επιπλέον προτερήματα... να συκοφαντεί, να διαλύει ζευγάρια και φιλίες. Το σούχλιμα σημαίνει στην ουσία όταν μια μαγείρισσα καίει (χαλάει) το φαγητό (εις την Κρητική διάλεκτο).

Σάκης , μπαίνει στο σπίτι και βλέπει την κυρα κατινα να κάθεται με τη γυναίκα του,η οποία κατινα εχει θάψει καμιά δεκαριά... συγγενείς και φίλους του σακη,ο σακης φορτώνει ,και λεει:Ρε γυναίκα τι κάθεσαι κι ακούς αυτή τη σουχλιστρα,δε σου πα να μην ξαναπατήσει στο σπίτι μας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κρητική έκφραση που σημαίνει ότι κάποιος έχει ψυχολογικά προβλήματα, ότι πάει να του τη σβουρίξει, λόγω μελαγχολίας κατά κύριο λόγο.

«Απατός» + γενική της προσωπικής αντωνυμίας στην Κρήτη σημαίνει εαυτός, ο ίδιος, όπως λ.χ. στη φράση «θωρείς κι απατός σου», παναπεί «το βλέπεις κι ο ίδιος». Σύμφωνα με το λεξικό Ξανθινάκη προκύπτει από τη φράση απ' αυτός.

Γιατί, όμως, όταν κάποιος είναι ή φαίνεται σαν τον απατό του, δηλαδή, όταν είναι ή μας φαίνεται... σαν τον εαυτό του, να σημαίνει λίγο πολύ ότι το χάνει;

Χαοτικό ρισπέκτ στον Homo sapiens Cretensis, που σκέφτεται τόσο ωραία: ναι, κάποιος που είναι και φαίνεται σαν τον εαυτό του, είναι αυτός ο οποίος μελαγχολώντας, παίρνει τον εαυτό του και την κατάστασή του υπερβολικά σοβαρά, τόσο ώστε να φέρει και κουβαλάει τον εαυτό του σε βαθμό που να (του, μας) γίνεται ένα φορτίο που φαίνεται, που οι άλλοι το(ν) βλέπουν. Κάπως όπως σε αυτά τα βιντεάκια με την κατάθλιψη, η οποία εμφανίζεται σαν μια μαύρη σκιά ή ένας μαύρος σκύλος (-->) να συντροφεύει και να βαραίνει τον καταθλιπτικό, αλλά ο καταθλιπτικός ξέρει ότι η κατάθλιψη έχει μάλλον τη μούρη της αφεντομουτσουνάρας του (αλλά μην του πείτε, γιατί θα νιώσει αδύνατο να απαλλαγεί, ίσως...). Κάποιος είναι σαν τον απατό του, δεν είναι ο εαυτός του, είναι σκιά του εαυτού του, από υπερβολικό εαυτό.

Αλλά ως γνωστόν όταν η κατάθλιψη, το πένθος κι η μελαγχολία σοβαρεύουν, φτάνουν στην ψύχωση. Εκεί ο καταθλιπτικός αρχινάει κανονικότατα να είναι σαν τον απατό του, δηλαδή, όχι μόνο σαν τον εαυτό του, αλλά και σαν από μόνος του, σουλατσάρει στο δρόμο κι είναι στην κοσμάρα του. Σαν τον απατό του... Κάπου στις Ψυχώσεις γράφει ο Λακάν ότι ναι μεν ο κοινός θνητός που νομίζει ότι είναι βασιλιάς είναι τρελός, αλλά κι ότι και ο βασιλιάς που νομίζει ότι είναι βασιλιάς είναι τρελός.

Γιατί, όμως, λέει, η έκφραση ότι είναι σαν τον απατό του, κι όχι απλά ο απατός του; Νομίζω ότι συντρέχει κι άλλος λόγος, πέρα από τα όσα πιο πάνω μισο-έγραψα: με αυτό το σαν η λαϊκή σκέψη απέφευγε την αμετροέπεια.

- Χρήστο, είδα μωρέ το φίλο σου το Μαθιό κι ήτονε στο δρόμο σαν τον απατό του, μούδε με χαιρέτηξε μούδε πράμα...
- Μάνα, σταμάτα να με ψαρεύεις...
- Ίντα μωρέ λέεις, δεν είναι καλά το κοπέλι...
- Μάνα...
- ...
- Ε, ρε Ρόιτερς, πράμα δε σου ξεφεύγει, και χρωστεί τα μαλλιοκέφαλά ν-του, κι η γυναίκα του τον απατάει...
- Ιιιιιι! Καλά το κατάλαβα εγώ, με το φίλο σας το Λευτέρη, ε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified