Να φύγουμε γρήγορα, να τσακιστούμε.
- Καλέ Μαρία πήγε 5 κιόλας; Τον πούλο τον τρεχάτο!
Got a better definition? Add it!
Κάνω κάτι διαφορετικό από το αναμενόμενο για να μην καρφωθώ, να μην προδοθώ, για να παραπλανήσω, ρίχνω στάχτη στα μάτια.
Κάθε βράδυ μόλις φεύγει ο άντρας της για τη δουλειά τρέχει να τον συναντήσει. Κάτι μυρίστηκε ο άλλος, κάτι ακούστηκε στη γειτονιά, και αυτή η πονηρή τα τελευταία βράδια μένει σπίτι για ξεκάρφωμα.
Got a better definition? Add it!
Ας φεύγουμε σιγά-σιγά.
- Άντε, Πολύ κάτσαμε! Andiamo κούτσα-κούτσα...
Got a better definition? Add it!
Η μαλακία, εννοείται. Στο άκρον άωτον.
Φανταστείτε μια παρέα αγόρια να την παίζουν όλοι ξαπλωμένοι ανάσκελα -ή, πιο απλά, τους καλεσμένους μιας στάνταρ τηλεοπτικής εκπομπής να ανοιγοκλείνουν το στόμα τους- και η μαλακία να αναβλύζει ως πίδακας σε ποσότητα τέτοια και με ορμή τέτοια που να φτάνει ως το ταβάνι και να το βάφει άσπρο. Κι αν νομίζετε ότι αυτά είναι υπερβολικά πράγματα και δε γίνονται, μπορείτε, σας παρακαλώ, να εξηγήσετε πώς και τα ταβάνια έχουν συνήθως χρώμα άσπρο;
Συγγενείς εκφράσεις: ασπρίζω τοίχους, αλ σικιμέ βουρ ντουβαρά.
- Δεν έχει το θεό του ο Μάκης... Μαζεύει τους δέκα πιο απιστεύταμπολ μαϊντανούς και η μαλακία που ακούς βάφει ταβάνι... Κι αν δε με πιστεύεις, πάμε να δούμε το βίντεο...
Βλ. και βάφω τοίχους
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Χαλάρωσε και μη κάνεις το μάγκα στους μεγαλύτερους γιατί θα βρέξει καρπαζιές. Βγαλμένο μέσα από τη ζωή και συγκεκριμένα από τις κόντρες με αυτοκίνητα όπου ο κάγκουρας με το τουμπανιασμένο ιμπιζάκι (βλ. σχετικό λήμμα, ορισμούς 1, 2) θεωρεί ότι πρέπει να τα στήσει με τα evo και τα imreza ή και με μεγαλύτερα θηρία, οπότε και επεμβαίνουν οι ωριμότεροι/σοβαρότεροι/πιο υποψιασμένοι και σώζουν τον δυστυχή προτρέποντας τον να παίξει στα κυβικά του.
- Θα το γαμήσω το μαλακισμένο. Θα του χώσω δυο σφαλιάρες και θα ξεχάσει τ' όνομα του το μπασμένο.
- Ναι... Μαλάκα, άραξε τώρα στα κυβικά σου γιατί ο Νιόνιος δέρνει επιστημονικά: 4 νταν στο ακίντο και 2 στο κιοκοσινκάι έχει και δέρνει από πριν περπατήσει. Άστο να πάει στο διάολο σου λέω.
Got a better definition? Add it!
Συγκεκαλυμμένη προτροπή σε τρίτο να την κάνει και μάλιστα με ελαφρά πηδηματάκια. Χρησιμοποιείται (α) όταν απλά θέλουμε να δείξουμε σε κάποιον ότι μάλλον περισσεύει και (β) όταν πέραν του (α) θέλουμε να τον μειώσουμε ως μάλλον κατώτερο των συγκεκριμένων περιστάσεων.
- Λοιπόν, τι κάνουμε τελικά; Θα τα στήσουμε ή θα καθόμαστε εδώ και θα κοιτιόμαστε; Άντε. Άντε ρε μαλάκες.
- Πού 'σαι, Λέλο... Τα κουβαδάκια σου και σ' άλλη παραλία. Μας έχεις ζαλίσει τον έρωτα, «θα τα στήσουμε, θα τα στήσουμε;» Τι να στήσεις ρε ταλαίπωρε, το χρέπι; Α πάαινε ρε...
Got a better definition? Add it!
Ρήμα passe partout, μπαλαντέρ, coca cola, πάει με όλα ένα πράμα, το οποίο είναι ιδιαίτερα χρήσιμο όταν ο δόκιμος όρος δε μας έρχεται λόγω ζάλης, άγχους, άγνοιας, μέθης κλπ. Είναι αλήθεια ότι ενίοτε χρησιμοποιείται αντί του γαμώ (ιδίως στη μορφή απαυτώνω), αλλά είναι κρίμα η πολυσχιδής και πολύπλευρη προσωπικότητα του να περιορισθεί μόνο εκεί. Πολλές φορές πάει πακέτο με το λίγο, είτε λόγω της μικρής χρονικής διάρκειας του αυτώματος, είτε λόγω του ελάχιστου κόπου που χρειάζεται για να επιτευχθεί.
Αύτωσε λίγο το αυτό εκεί πέρα.
Μπορείς να αυτώσεις λίγο το σεσουάρ σε παρακαλώ;
Πάω να αυτώσω το λάστιχο κι έρχομαι.
Έλα μανίτσα μου να σε αυτώσω λίγο.
Πω πω, με αύτωσε το κρασί...
Πρέπει να αυτώσω το ριπόρτ για τη Δευτέρα όπως και δήποτε γιατί θα με αυτώσεi ο μαλάκας πάλι.
Να αυτώσω το μαντζαφλέρι εκείνο;
Got a better definition? Add it!
Κατά το «καλώς τονα!», χρησιμοποιείται για περιπαικτικό χαιρετισμό. Μπορεί να συμπληρώνεται και από την ερώτηση πούτσουνα; (= πού' σουνα;)
Βλέπε και το καλώς τ' αρχίδια μας τα δυο.
- Ήρθα κι εγώ παιδιά!
- Καυλώστονα κι ας άργησε!
- Γειά σου Γιάννη!
- Καυλώστονα! Πούτσουνα;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Εντελώς άδικα, χωρίς λόγο κι αιτία.
- Σκοτώθηκε τζάμπα και τζερεμέ...
Got a better definition? Add it!
Φεύγω τρέχοντας, όπου φύγει φύγει. Συνώνυμο παλιομοδίτικο: «έγινα Λούης».
.
Got a better definition? Add it!