Το να βγαίνεις από τον διαδικτυακό κόσμο, για να πατήσεις χορτάρι (touch grass) και να κάνεις πράγματα στον πραγματικό.
Σου χρειάζεται λίγο τατς γκρας. Δεν μπορείς να είσαι στο Ίντερνετ 24/24.
Το να βγαίνεις από τον διαδικτυακό κόσμο, για να πατήσεις χορτάρι (touch grass) και να κάνεις πράγματα στον πραγματικό.
Σου χρειάζεται λίγο τατς γκρας. Δεν μπορείς να είσαι στο Ίντερνετ 24/24.
Got a better definition? Add it!
αρτί, αρτάρω, ντιέμ(ι), (αν)φόλο, φαβ
Πολύ συνηθισμένη τουιτεράδικη αργκό, που ναι, και κατά την δική μου γνώμη, έχει μεγάλη σχέση με το σεκσ και το Fuckingham (βλέπε τα περισσότερα παραδείγματα).
Άρτι ή αρτί είναι η κοινοποίηση, το RT, δηλ. το retweet στο ελληνικό τουίτερ (μη το φοβάστε, δε δαγκώνει ;)). Και το ρήμα, αρτάρω.
Ντιέμ και ντιέμι είναι το προσωπικό μήνυμα, το DM (από το “Direct Message”).
Φόλο και το αντίθετό του ανφόλο (απ' το follow και unfollow, αντίστοιχα): να ακολουθείς κάποιον και να σταματάς, πατώντας το αντίστοιχο κουμπάκι.
Συνώνυμο του ανφόλο: κερνάω ανφρέντο
Φαβ (απ' το favorite) = να χαρακτηρίζεις αγαπημένο ένα τουί.
Συνώνυμο: φαβορίτα.
Got a better definition? Add it!
Γουτσισμός συνώνυμος του κολλητουμπινάκι μου, μωρό μου, γλυκούλι μου και ταλιμπάν, αλλά όχι απαραιτήτως με την φασωματική έννοια. Εκφέρεται από έφηβα θήλεα νέας κοπής, κυρίως εν ώρα διαδικτυακού γιολαρίσματος στα σόσιαλ.
- χαχαχα μπάε μουυ♡♡. °Η απόσταση δεν είναι τίποτα, όταν ο άλλος σημαίνει πολλά για σένα ♡ (εδώ)
- ΘΕΣ ΝΑ ΜΠΕΙΣ ΣΝΑΠΤΣΑΤ ΜΠΑΕ; (εκεί)
- ΟΟΟΟΟΟ ΤΟ ΜΠΑΕ ΕΦΤΙΑΞΕ ΑΣΚ❤❤ ❤Δεσποινα❤ (παραπέρα)
Εκ της αμερικλανιάς bae, παραφθοράς του baby ή κατ' άλλους ακρωνύμιο του before anyone else.
Got a better definition? Add it!
Ελληνοποίηση του ιντερνετικού επιφωνήματος έκπληξης, θαυμασμού ή αποδοκιμασίας OMG ("ω Θεέ μου").
Πρωτοφορέθηκε (αλλά μόνο στον γραπτό λόγο) στα τσατ των ενενήνταζ (mirc κι έτσ), ψιλοδιαδόθηκε στα 00ζ (κυρίως με την μορφή ομιτζί και τρία λολ), αυτονομήθηκε δε και παρείσφρησε πλήρως στον προφορικό λόγο κατά την δεκαετία μας, κυρίως από τρέντουλα και θήλεα νέας κοπής.
- λατρεύω αυτή τη φώτο <3 ομιτζι κοίτα χαμόγελο.** (εδώ)
- ομιτζι .. τι γκεουλας θεε μου .. του αρεσει ο νευμαρ (εκεί)
- Και στελνει ο Τσιπρας στο Γιουνκερ το εμοτικον με το γατο που κλανει και να τα γελια και να τα ομιτζι και να το γκρεγκζιτ ... (παραπέρα)
- Ὦ μή τζῇ ή ὅ μή τζεῖ; (δίλημμα αρχαιόκαυλου πολυτονιστή σλανγκαρχίδη)
Got a better definition? Add it!
Ελληνική απόδοση του «omg», συντομογραφία του «oh my god» που σημαίνει «ω θεέ μου». Χρησιμοποιείται κυρίως από gamers σε περιπτώσεις που συμβαίνει κάτι αξιοθαύμαστο ή όταν κάποιος το πνίγει.
Ο μι τζι ρε μαλάκα, το νούμερο δεν με χίλαρε και πέθανα!!
Ο μι τζι, ρε φίλε τι κώλος είναι αυτός!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αρκτικόλεξο για το For What It's Worth, δηλαδή όποια κι αν είναι η αξία του στα αγγλικά. Χρησιμοποιείται σε εμαίλ ή σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης, όταν δίνεις μια πληροφορία που δεν είσαι σίγουρος για την αξία της.
FWIW το καλύτερο παγωτατζίδικο βρίσκεται στην αρχή της Ερμού.
Got a better definition? Add it!
Αρκτικόλεξο για το That Feeling When δηλαδή Αυτό Το Συναίσθημα Που. Συνηθίζεται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ως αρχή ποστ.
TFW που σου έχουν στρώσει το κρεβάτι σε πεντάστερο ξενοδοχείο και δεν θέλεις να βγεις από το δωμάτιό σου όλη μέρα, ακόμη κι αν είναι να δεις τα καλύτερα αξιοθέατα...
Got a better definition? Add it!
Συνώνυμο του σκατοποστάρω, από το αγγλικό shitposting, σημαίνει τη συστηματική ανάρτηση στο διαδίκτυο ποστ με σαχλό, ηλίθιο ή προκλητικό και τρολ περιεχόμενο, προκειμένου μεταξύ άλλων να προκληθούν αντιδράσεις, όπως χαβαλές ή και πολιτικά αποτελέσματα.
Σιτποστάρω ακούγοντας μπλίνκ και βλέποντας αμέρικαν πάι. (Φέισμπουκ).
Got a better definition? Add it!
Από το αγγλικό cyber-dyke, σημαίνει τη λεσβία, η οποία έχει έντονη δραστηριότητα στο διαδίκτυο, ως ίνφλουενσερ, ΛΟΑΤΚΙ ακτιβίστρια και trend-setter ή και ως δραστήρια σε online-dating. Για την ετυμολογία της λέξης dyke δες εδώ.
Είναι σελεμπριτόνι του Φέισμπουκ ως σάιμπερ ντάικ.
Got a better definition? Add it!
Ανήκει στην ορολογία του dating και σημαίνει ότι κάποιος/α κρύβει (to stash στα αγγλικά) κάποιον/α με τον οποίο/α βγαίνει και δεν τον/α παρουσιάζει σε φίλους και συγγενείς, επειδή δεν θέλει καθόλου να επισημοποιηθεί η σχέση και να γίνει ορατή.
Μου κάνει στάσινγκ σαν τον Μαρκορά στην Κουντουράτου.
Got a better definition? Add it!