Selected tags

Further tags

κάνω κάλτσα = βάζω χρήματα στην άκρα, αποταμιεύω, κάνω καβάτζα.

Πολύπειρος νυχτόβιος ταρίφας εξιστορεί σε ανυποψίαστους πελάτες:
-Έβαλα το γιο μου σε μια δουλειά και μόλις έκανε κάλτσα, δεν ξαναπάτησε στο πατρικό μας.

Got a better definition? Add it!

Published

Αρχαίο κίνημα που επιβιώνει μέχρι τις μέρες μας. Αποτελείται από τους τσουρέλες (θηλ. τσουρέλω), δηλαδή άτομα που επιβιώνουν τσουρελιάζοντας από τους συνανθρώπους τους.

Συνώνυμα: Τσίπης, τσιγγούνης.

Κέρνα καμιά φορά κι εσύ ρε μαλάκα. Μην τσουρελιάζεις συνέχεια.

-Έχεις τσιγάρα;
-Όχι, μου τα κάπνισε όλα ο άλλος ο τσουρέλας.

Ρε τι τσουρέλας είναι αυτός; Δεν έχει βάλει ποτέ το χέρι στην τσέπη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που κερδίζει πολύ καλό εισόδημα. Αυτός που κουβαλάει πολλά μετρητά πάνω του.

Προκύπτει απο τον -πάντα υπερφουσκωμένο- πάκο χρημάτων που βγάζει ο υπάλληλος στο βενζινάδικο για να σου δώσει ρέστα. Ο χαρακτηρισμός αυτός χρησιμοποιείται ως επί το πλείστον για επαγγέλματα του μεροκάματου, μουσικούς της νύχτας και γενικότερα σε περιπτώσεις όπου οι πληρωμές γίνονται σε μετρητά.

1

- Είδα το Θρασύβουλο τις προάλλες

- Έλα ρε μαν μου, τί κάνει ο έτσι, που παίζει τώρα ?

- Ασε, έπιασε δουλειά στα μπουζούκια...

- Α, κατάλαβα, βενζινάς ο δικός σου...

2

- Είχες κάνα νέο?

- Αν κλείσουμε τη δουλειά που σου έλεγα, θα γίνουμε βενζινάδες!! (με χαρακτηριστική χειρονομία χτύπημα τσέπης παντελονιού απ'εξω)

- πσσσσσ...!

3

-Τι λογαριασμό έκανε το 21?

- 1200 ευρώ

-Δεν πιστεύω να πλήρωσαν με κάρτα

-Οχι, τα έσκασε μετρητά ο μάν

- Ρε το βενζινά...

Got a better definition? Add it!

Published

Το ελάχιστο, στα όρια του εξευτελιστικού, φιλοδώρημα.

Συζήτηση μεταξύ υπαλλήλων σε ταβέρνα.
- Άφησε τίποτα η παρέα στη γωνία;
- Μπα. Χαμερτίπς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

έμεινα απένταρος, δεν έχω μία

Μπορείς να μου δανείσεις γιατί αυτή τη βδομάδα έμεινα πανωσέντονο κατωσέντονο;

Got a better definition? Add it!

Published

Το νόμισμα της Αλβανίας. Χρησιμοποιείται αντι για τις συνηθισμένες λέξεις: Λεφτά, χρήματα, φράγκα κλπ.

-Αγόρασα μια τηλεόραση χθές όλα τα λέκ σου λέω!

Got a better definition? Add it!

Published

λαλάκια: χρήματα, λεφτά. Χρησιμοποιείτε στην πάτρα.

«Τέλος τα λαλάκια, τέλος και η αγάπη», πατρινιά εγκατάλειψε το συνοδό της στην Κωνσταντινούπολη όταν έμεινε ρέστος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που δεν αφήνει ούτε ένα ταλιράκι να πάει χαμένο. Φιλάργυρος, σπαγγοραμμένος, τσιγκούνης.

Η λέξη ακούγεται συχνά σε αθλητικά ραδιόφωνα της Θεσσαλονίκης.

Α ρε Ιβάν, δες ποιος σε έπιασε κότσο... ο ταλιροπαγίδας που διαβάζει Γαύρο και Πρωταθλητή.

Η ΑΜΚ είναι ανοικτή για αυτούς που έχουν από 20 χιλιάρικα και πάνω. Εσύ που είσαι ταλιροπαγίδας προφανώς δεν μπορείς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

πέτσινη (επιταγή)

Η επιταγή που δεν έχει αντίκρυσμα, η κούφια.

- Πάλι πέτσινη ήταν της Σκάρτα & Δούρα και περίμενα 2 ώρες στην ουρά.

Βλ. πετσί, πέτσινο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση «εδώ δεχόμαστε μόνο παγκουί» προέρχεται από την αργκό μιας περασμένης εποχής, για να περιγράψουν με μια μικρότερη λέξη την αντικαταβολή. Το παγκουί είναι παράγωγο από τον μαρμάρινο πάγκο.
Παράδειγμα, στα παντοπωλεία επειδή υπήρχε πάγκος και τεφτέρι (για τα χρωστούμενα), πολλές φορές χρησιμοποιούταν η ορολογία αυτή.

- Κε Γιώργο πάλι μέσα είμαι, γίνεται να μου τα προσθέσεις στο τεφτέρι;
- Τέρμα το τεφτέρι για εσένα, γέμισες σελίδες, από τούδε και στο εξής μόνο παγκουί.

Δηλαδή τα λεφτά στον πάγκο και μόνο (τοις μετρητοίς).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified