τζαμπουί, τσαμπουί

Δωρεάν, τζάμπα, χωρίς αντίτιμο.
Προέρχεται από το τουρκικό caba που σημαίνει ακριβώς το ίδιο. Με την προσθήκη διαφόρων καταλήξεων, προκύπτουν τα συνώνυμα τζαμπέ, τσαμπέ, τζαμπαντάν, τζαμπέισον, τζαμπουίτα.

Κατά το μπαγκουί, ντουί, τουί.

Σημείωση: Στη Β. Ελλάδα λέγεται πάντα τζάμπα και ποτέ τσάμπα.

  1. Άρα αν το Κράτος δώσει πραγματικά λεφτά θα πρέπει να πάρει κοινές μετοχές· τελεία και παύλα. Δημόσιο χρήμα τζαμπουί τέλος.(εδώ)

  2. στα παπαριας, τζαμπα είναι. Εγω πχ ημανε πριν στη γαύδο. Υπέροχα. και τσαμπουι (εδώ)

  3. από το Νουβελ θα πεις, θα σου τσεκαρουν και τα λαδγια τσαμπουΐ (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιρρηματικός τροπικός τύπος, προερχόμενος από τη λέξη σελέμης. Ακουγόταν σε λαϊκές αστικές συνοικίες. Δείχνει τον τζαμπέ τρόπο απόκτησης, ενίοτε δε και μικροκλοπές.

- Ρε Βαγγελάκη, πού βρήκες ρε τα γλυκά που κουβάλησες; Άφραγκος δεν είσαι;
- Σιγά ρε, μην τα πλήρωσα...
- Α, κατάλαβα... Σελεμουάρ είναι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ουσιαστικό με έννοια επιρρήματος. Στην αργκό μεταφορικώς σημαίνει το minimum τίμημα μιας υπηρεσίας ή δοσοληψίας εν γένει, δηλ. όπως λέμε «ακατέβατα», το οποίο ορίζεται είτε μονοπωλιακά ή συντεχνιακά, είτε αριστίνδην, είτε καταχρηστικά, ως ελάχιστο αναμενόμενο μπουγιουρντί.

Προέρχεται από την ελάχιστη τιμή της «κούρσας» ή «σημαίας» (πλέον κομίστρων) των ταξιτζήδων, που καθορίζεται με υπουργική απόφαση.

Στην Ελλάδα μέχρι πολύ πρόσφατα, οι ελάχιστες τιμές πολλών αγαθών ήταν υπερτιμημένες (μεταξύ άλλων) λόγω ευδαιμονίστικης (κνίτικη αναβίβαση τόνου) επίδειξης των καταναλωτών, αλλά και λόγω έλλειψης συλλογικότητας στην αντιμετώπισή τους, αλλά πάνε πια αυτά (βλ. σχόλια εδώ)...

  1. — Για πού το 'βαλες με τη σακούλα;
    — Πάω κατά Μοναστηράκι να σκοτώσω έναν καινούριο επενδύτη που βούταρε ένας φίλος απ' τον ιματισμό του Παλάσκα. Πόσα λες να πιάσει;
    — Ξέρω γω; Κάνα εικοσάρικο...
    — Εικοσάρικο καινούριος ολόμαλλος επενδύτης; Αφού τους πουλάνε 150-200 το κομμάτι! — Γιατί, μαζί το 'χετε το μαγαζί; Να βγάλω και κάτι σου λέει ο άλλος...
    — Είπα γω όχι; Αλλά όχι ρε φίλε και να με γδάρουνε έτσι! Αμ δε σφάξανε, θα πάω αλλού.
    — Όπου και να πας, ταρίφα είναι. Αφού είναι συνεννοημένοι και κρατάνε τιμές, χώρια που ξέρουν πού το βρήκες...

  2. Είσαι για πίστες απόψε;
    — Έχεις να δώσεις εκατό φράγκα ν' ακούσεις τα σκυλιά; — Έλα ρε, θα πάρουμε και τα κορίτσια μαζί, που γουστάρουνε, πόσο θα μας έρθει;
    — Ένα εκατομπενηντάρι το τραπέζι ταρίφα, δυο μπουκάλια τουλάχιστον –χώρια κάτι σου 'πα κάτι μου 'πες, κατοστάρικο το κεφάλι θα πάει (κι αυτό αν δεν έχουν και την απαίτηση να τις κεράσουμε)...
    — Σαν πολλά...
    — Εμ, δε σου λέω εγώ; Άσε, πάμε 'δώ σ' ένα συνοικιακό που παίζει ντάμπα-ντούμπα και μετά τις κερνάμε πατσά, να μας δει κι ο Θεός...

  3. — Ψάχνω να νοικιάσω κανα δυαράκι προς Εξάρχεια μεριά, έχεις τίποτα υπ' όψη σου;
    — Δεν ξέρω τίποτα συγκεκριμένο, αλλά είναι γεμάτος ο τόπος από ενοικιαστήρια, κάτι θα βρεις.
    — Πόσο περίπου λες να πάει το μαλλί, θα με φτάσουν 300-350 ευρά;
    — Μπααα, ούτε γι' αστείο! Για 450-500 στο νερό σε κόβω να δίνεις, το 'χουν ταρίφα οι πούστηδες. Εκτός κι αν μείνεις σε κάνα γκρεμίδι...

  4. — Πώς να το παίξω, Πανσερραϊκός-ΠΑΟΚ;
    — Ξερό διπλό! Αφού τους έχουνε δέκα χρόνια τώρα, δυο μπαλάκια ταρίφα...

Radio Tarifa (από HODJAS, 09/06/10)Tarifas (από perkins, 10/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ντάγκα ντάγκα: Ηχοπαράγωγο επίρρημα, γενικώς περιγράφει ήχους (και πάει κι ένα βήμα παραπέρα βεβαίως βεβαίως). α) Ήχους λίγο πιο μπάσους και πιο μεγαλοπρεπείς από το χαρμόσυνο ντιν νταν, αλλά με μια ανεπαίσθητη ενοχλητική χροιά (π.χ. υλικό από ελαφρύ φτηνό μέταλλο, ντενεκέ κιέτσ', καμπανάκια, τριγωνάκια για τα κάλαντα κ.λπ., παράδειγμα 1), ή β) Ήχους βαρείς, κοφτούς, σοβαρούς και τελεσίδικους, λίγο πιο λάιτ από το μπαμ μπαμ (π.χ. χέρι που χτυπάει σε στερεή επιφάνεια κ.λπ.).

Στην καθομιλουμένη (βασική σλανγκιά) με ψιλομάγκικη χροιά, ντάγκα ντάγκα θα πει επί τόπου, ντούκου, μπραφ (με την καλή την έννοια).

Κυρίως αναφέρεται σε ρευστό χρήμα πληρωμένο αμέσως, χωρίς παζάρια, χωρίς «ευκολίες», χωρίς γραμμάτια και αηδίες, αλλά cashέρι, ζεστό ζεστό. Από τον ήχο που κάνει το τούβλο τα λεφτά όταν χτυπάει στο τραπέζι - βλ. (β) παραπάνω. Διπλό για έμφαση. Το να πληρώνει κάποιος ντάγκα ντάγκα την σήμερον ημέρα της οικονομικής κρίσεως αποτελεί μέγα διαπραγματευτικό εργαλείο, το οποίο μπορεί να οδηγήσει σε πολύ καλύτερη τιμή αγοράς προϊόντος, δεδομένου ότι η αγορά κάνει κρα για ρευστό.

Σπανιότερα αναφέρεται και σε άλλες περιπτώσεις, π.χ. περιγράφοντας την αμεσότητα και την ευθύτητα στον λόγο, «τα είπε ντάγκα ντάγκα» ως αντίστοιχο των «τα είπε έξω από τα δόντια», «μίλησε σταράτα» κ.λπ.

  1. Στη μορφή «ντάγκα ντάγκα Κυριελέισα» αποτελεί έθιμο του Ελληνικού βορά για τα Φώτα. Αναπαράγω από εδώ: Τελευταία μεγάλη γιορτή του Δωδεκάμερου σήμερα τα Φώτα ή Kυριελέησα[...] Στη συνέχεια τρέχουν, κρατώντας τις εικόνες, σε όλο το χωριό φωνάζοντας: «ντάγκα-ντάγκα Kυριελέησα». Οταν συναντούν μικρά εκκλησάκια (υπάρχουν αρκετά απ' αυτά στη Δαδιά) τα τριγυρίζουν τρεις φορές, φωνάζοντας πάντα την κραυγή της ημέρας που -κατά κοινή πεποίθηση- είναι η μίμηση του ήχου της καμπάνας και το όνομα της γιορτής.[...]

  2. Γούγλε γούγλε έδειξε ότι σε μονό (Ντάγκα) παίζει και ως κλιτική κυρίου ονόματος π.χ. του Βαγγέλη Ντάγκα αμυντικού του Ηλυσιακού(έπαθα μόρφωση πάλι).

Παράδειγμα 1: Ούτε Γάτα Ούτε Ζημιά [1955]
ΠΟΠΗ: Και δε μου λες; Δεν πήγες στη Θεσσαλονίκη; ΛΑΛΑΚΗΣ: Ε, δηλαδή, για τη Θεσσαλονίκη πήγαινα, αλλά κατέβηκα σε ένα σταθμό, να πάρω μια ασπιρίνη, γιατί πόνεσε το κεφάλι μου... ΠΟΠΗ: Το δικό σου το κεφάλι; ΛΑΛΑΚΗΣ: Το δικό μου το κεφάλι, Πόπη μου. Είναι δυνατόν να με πονέσει το ξένο το κεφάλι;
ΠΟΠΗ: Και λοιπόν... τι έγινε; ΛΑΛΑΚΗΣ: Ε... να... ώσπου να κατέβω... ώσπου να πάρω την ασπιρίνη... φρου, φρου ο σταθμάρχης, του, του, η ταχεία, ντάγκα, ντάγκα το καμπανάκι... ξέμεινα!

Εδώ άλλο παράδειγμα:
Και η Πέγκυ Ζήνα όμως, εκτός από το Cayenne, θέλησε ν' αποκτήσει και κάτι ιδιαίτερο. Έτσι διάλεξε μια μαύρη και γυαλιστερή Porsche Cayman. [...] Το πλήρωσε που το πλήρωσε κι αυτή ογδόντα χιλιάρικά και... ντάγκα-ντάγκα, ας το χαρεί τουλάχιστον.

Εδώ κι άλλο:
Α ναι, το καταραμένο χρήμα... διαθέτω 2500 ως πάρα πολύ βαριά 3 χιλιάρικα αλλά ντάγκα ντάγκα [με το συμπάθειο] κιόλας.

Εδώ κι άλλο:
και ομως.. μια οικογενεια αθιγγανων που εχω ειναι κυριοι σε ολα!πληρωνουν στην ωρα τους (νταγκα νταγκα) και ουδεποτε κανουν παζαρια...

Ο Βαγγέλης. (από Galadriel, 06/11/09)Το τραμ το τελευταίο (από allivegp, 07/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πέραν της ήδη καταχωρημένης σημασίας, η λέξη χρησιμοποιείται για την πληρωμή ή είσπραξη της απολύτου μετρητοίς, την καταβολή ενός σημαντικού χρηματικού ποσού σε ρευστό που, ως ενέργεια, προκαλεί μια κάποια εντύπωση.

- Το ερώτημα είναι: πώς λέμε σε τέτοια επιχείρηση ότι του ανεβάζουμε το σπρέντ;
- Δεν το ανεβάζουμε φίλε. Απλά. Στην άλλη τράπεζα που πήγαμε να του το ανεβάσουμε, έφερε την άλλη μέρα μπραφ τέσσερα εκατομμύρια και ξόφλησε τα πάντα. Το ζήτημα μ' αυτούς είναι να μην τους κατεβάσεις τα βρακιά σου από την αρχή. Μετά δεν έχει πισωγύρισμα.

Δες και ντούκου, ντάγκα ντάγκα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη ορόσημο των Γιαννιωτών για το τζάμπα. Χαρακτηριστικές είναι οι εκφράσεις: όπου μπέχο τρέχω, μπέχο κι όσο αντέχω και παν μπέχον, άριστον.

- Αφού την κατεβάζω και την βλέπω μπέχο την ταινία, γιατί να πάω στο σινεμά;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τσάμπα, κούτρα.

Όπου μπέχο... τρέχω κι αντέχω!

Γιαννιώτικη διάλεκτος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εναλλακτικός όρος, περιγράφων το χρήμα. Συνώνυμος με τους όρους μαχρή και φταλέ.

- Η ουσία φίλε είναι να παίζει μπακουί, διαφορετικά λίγα πράγματα μπορείς να κάνεις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βγαίνει από το τζάμπα + την αμερικανική κατάληξη -ation. Σημαίνει χωρίς αντίτιμο, τζάμπα (τσάμπα), τζαμπέ.

Μας δώσανε κάτι διαφημιστικούς αναπτήρες, τζαμπέισον.

(από xalikoutis, 04/10/08)Μπορείς και να τρως τζαμπέισον. (από Galadriel, 02/04/09)

Σχετικά: τράκα, τζαμπαντάν. Δες και -έισον, -έισιον.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified