Συντριπτικά συχνότερα στην προστακτική και στο γ’ Αορίστου, συνοδεία τοπικών επιρρημάτων, κυκλοφορεί στα σινάφια αθλητών ομαδικών αθλημάτων (κυρίως τα ποδοσφαιρικά).

Με στόχο τον αιφνιδιασμό, ο κάτοχος της μπάλας τη στέλνει συνήθως μακριά σε ακάλυπτο από αντιπάλους χώρο (τον γεμίζει) ώστε να τη φτάσει κάποιος συμπαίκτης που ήδη γκαζώνει προς τα εκεί. Αν αυτόν δεν τον προλάβει κάποιος αντίπαλος και δεν κατορθώσει να τον κόψει κάποιος αμυντικός, αυξάνουν κατακόρυφα οι πιθανότητες τέρματος.

  1. Και πράγματι, ενώ το ηλεκτρονικό ρολόι σημάδευε το 79’, ο Φίγκο άφησε πίσω του όποιον βρήκε μπροστά του, γέμισε δεξιά και ο επερχόμενος Ζιοβάνι έστειλε για τρίτη φορά τη μπάλα στα δίχτυα του Σάντι Κανιθάρες.

  2. Ο απόλυτος αιφνιδιασμός ολοκληρώθηκε στο ξεκίνημα του Β΄ ημίχρονου, με ακριβώς τους ίδιους πρωταγωνιστές. Στο 49΄ Νεμπεγλέρας «γέμισε» πίσω από τη σέντρα και ο Μπενίσκος με κεφαλιά πρόλαβε την έξοδο του Πιζανόφσκι και έγραψε το 0-2!

(Όλα απ’ το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αγγλική λέξη για τη διακοπή ρεύματος, αφού μεταφέρθηκε στην ελληνική ως άκλιτη, τείνει ν’ αναλάβει ρόλο πασπαντού για κάθε μπλοκάρισμα και δυσλειτουργία που μπορεί να πάθει ο άνθρωπος.

Ειδικότερα:

  1. Αιφνιδιαστικό μπλοκάρισμα που οφείλεται σε πολύ στρες ή έντονη συγκίνηση, όπως χαρά, λύπη, γκάβλα κλπ. και μας κάνει να μένουμε παγωτό, σαν σε κώμα, ανίκανοι ν’ αντιδράσουμε και να κάνουμε αυτό που απεγνωσμένα κι επιτακτικά επιθυμούμε ή πρέπει.

  2. Βαριά κατάθλιψη που μας αποδιοργανώνει τελείως και μας αφήνει ανίκανους να κάνουμε ο,τιδήποτε. Τούνελ βαθύ και σκοτεινό μέσα σε συναισθήματα απαισιοδοξίας, απόγνωσης και ματαιότητας, με αμφίβολη την έξοδο. Περιγράφεται στο παράδειγμα 2, όπου κττμγ ο όρος δεν περιορίζεται να χαρακτηρίσει μόνο την περίπτωση των εξετάσεων, όπως θεωρεί ο ασθενής, αλλά την όλη του κατάσταση.

  3. Αφλογιστία του ανδρικού μορίου, ανικανότητα -πρόσκαιρη- για ερωτική πράξη (γι’ αυτό δίστασα λίγο, εφόσον αυτές οι τσούλες στο κοσμοπόλιταν και την ενθαδική ύπαρξη φερ’ ειπείν με το μουνί τους θα τη συσχετίσουν, εφόσον όμως λημματογραφούμε αδόκιμους όρους νομίζω ότι περνάει).

  4. Αμνησία, προσωρινή ή και οριστική, όπως επί αλτσχάιμερ.

  5. Αφασία. Υπαρξιακή κρίση ταυτότητας που εκδηλώνεται με την απόλυτη απάθεια. Κατάσταση πολύ συγγενής με τη νιρβάνα, μόνο που αντί για απόλυτη ικανοποίηση ο πάσχων αισθάνεται ακριβώς το αντίθετο: ανυπέρβλητη ανία και βαρεμάρα. Πολύ κρίσιμη ψυχική κατάσταση, εφόσον μπορεί ν’ ακολουθηθεί από έκρηξη δημιουργικότητας, αλλά μπορεί και να διαρκέσει για όλη την υπόλοιπη ζωή του πάσχοντος.

  1. Ωστόσο, αυτό που θεωρώ ότι μου προκάλεσε αυτό τον φόβο ήταν κάποια στιγμή στην ηλικία των 10 όπου θα έλεγα ένα ποίημα μπροστά σε μία κατάκλειστη αίθουσα στην οποία βρισκόταν η μητέρα μου και ήθελα να την εντυπωσιάσω, εγώ ανεβαίνοντας στην σκηνή ξέχασα το ποίημα και έπαθα ένα γενικότερο μπλακ άουτ όπου δεν μπορούσα να σκεφτώ και έτρεμα.
    (μπλακάουτ από στρες) εδώ

τρωω φρικες κ παθαινω μπλακ αουτ και αγχωνομαι σε σημειο να μν αναπνεω οταν μου αναθετουν κατι κ το μυαλο μ παιρνει σβουρες να κανει σχεδια να τα βγαλω εις περας, κ αν δεν τα καταφερω τρελαινομαι ρε παιδια!!!!!!πρεπει οπωςδηποτε να κανω αυτο που χω σχεδιασει κ δν μπορω!
εδώ

Εδώ ίσως να είναι σκόπιμο να πώ οτι εξαιτίας ενός προηγούμενου ατυχήματος η βελόνα έφυγε για αλλαγή πηνίου και αναβελόνωση.Κοινώς σχεδόν καινούργια βελόνα. Αφού λοιπόν ξεκίνησε η κουβέντα ο Κυριάκος έπιασε τα εργαλεία του και ξεκίνησε. Ευθυγράμιση πικάπ - Ευθυγράμιση βραχίονα και ρύθμιση βάρους. Ρύθμιση του antiskate με δίσκο-ρύθμισης. Έπειτα ξεκίνησε η ακρόαση. Νομίζω οτι μέχρι πρίν 2 βδομάδες θα ήμουν σαφής. Το pink triangle και ένα πικάπ αυτής της κατηγορίας είναι αρκετό. Παραπάνω δέν φαίνονται και τόσο οι διαφορές. Είναι ίσως ανούσιο για το ίδιο το μέσο. Όμως έπαθα black out!!! (μπλακάουτ του χαϊφιντελίστα βινυλιομάχου από την κάβλα). εδώ

  1. «Δεν έχω όρεξη για διάβασμα. Δεν μου αρέσει η σχολή μου, αισθάνομαι ότι έχω «μπουχτίσει» από τα πάντα. Δεν μπορώ να αυτοσυγκεντρωθώ. Δεν μπορώ να αποφασίσω ούτε για το τι παντελόνι θέλω να βάλω. Αναβάλλω συνεχώς ότι έχω να κάνω, ακόμα και να περιποιηθώ τον εαυτό μου. Δεν έχω διάθεση για παρέες, φοβάμαι μήπως με κοροϊδεύουν για την ακμή μου. Δεν μπορώ να πλησιάσω κοπέλες. Δεν έχω καθόλου αυτοπεποίθηση. Αγχώνομαι να πλησιάσω μια κοπέλα λόγω της εμφάνισης μου. Δεν βρίσκω τι να πω στους φίλους μου. Αισθάνομαι ότι οι άλλοι είναι καλύτεροι από μένα, τα βλέπω όλα μαύρα. Πάω να εξετασθώ και παθαίνω black out με αποτέλεσμα να δώσω λευκή κόλλα. Το μυαλό μου είναι άδειο». εδώ

  2. αμα δεν θελει τοσο πολυ σεξ και απο την ολη συμπεριφορα μπορεις να το καταλαβεις αλλα απο το αμα του σηκωνεται η οχι σκετο δεν μπορεις,εχει τυχει σε φιλο μου να ριξει γκομενα που την ηθελε τρελα κ να παθει μπλακαουτ οταν πηγε να γινει...
    εδώ

  3. Κάθε φορά που πηγαίνω στο γιατρό λες και παθαίνω μπλακ αουτ και ξεχνάω όσα θέλω να ρωτήσω!
    εδώ

  4. Έχει πάει ήδη 4.50 τα ξημερώματα κι εγώ δεν έχω γράψει ούτε λέξη!
    Δεν είναι κατάσταση αυτή!
    Ειλικρινά, θα αρπάξω τον υπολογιστή και θα τον ξεφορτωθώ μια και καλή, κάτω απ’ το μπαλκόνι!
    Είχα διαβάσει κάποτε σ’ ένα άρθρο για το λεγόμενο μπλακάουτ των συγγραφέων, αλλά ποτέ δεν περίμενα ότι θα συμβεί σε μένα!
    εδώ

βλ. και βλακ άουτ, κοκομπλόκο, κλακάζ, μπλε οθόνη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έχω φλιπάρει, έχω πάθει ταράκουλο, έχω γίνει φεύγα, έχω σαλτάρει, όχι για τα καλά, αλλά προσωρινά, ένα μικρο-σοκ δηλαδή, συνήθως επειδή τρόμαξα, έπαθα την μούνα μου από κάτι, αιφνιδιάστηκα, ερωτεύτηκα, τέτοια.

Μπορεί όμως και να σημαίνει ότι την έχω ακούσει δια παντός, έχω λαλήσει.

Προφ από το λα λα λα που τραγουδάει (;) ο τρελός.

  1. Μιλάμε το άτομο έχει πάθει λαλά από τότε που γνώρισε το πρόσωπο. Μας έχει όλους κλασμένους.

  2. Η μάνα της κάποια στιγμή έπαθε λαλά και άρχισε τα κορακίστικα κι έκτοτε μιλάσει μόνο έτσι.

Λάλησε ο Λάλας (από GATZMAN, 22/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι περιγράφεται η έκπληξη, το ξάφνιασμα, ο αιφνιδιασμός, η τρομάρα, στο άκουσμα απρόσμενα, αναπάντεχα κακών και δυσάρεστων μαντάτων, νέων, πληροφοριών, ανακοινώσεων, αποφάσεων κλπ.

Ο δικηγόρος:
- Μη στεναχωριέσαι, θα του κάνουμε μια μήνυση και θ' ακούσει μια ποινή που θα βουίζουν τ' αυτιά του.

(από iwn, 16/12/10)(από iwn, 16/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μότο του κομπλεξάρα. Η συνταγή ζωής του.

Σκοπός του είναι να αιφνιδιάσει τον πλησίον, πατώντας συνήθως εκεί όπου μαντεύει -ή γνωρίζει καλά!- ότι ο άλλος πονάει ή χωλαίνει ή ψαρώνει ή είναι απροετοίμαστος ή έχει ενοχούλες ή είναι άβγαλτος. Κι έτσι του κόβει τα φτερά και του βουλώνει το στόμα προτού καλά-καλά μιλήσει.

Προϋποθέτει ιδιαίτερη τεχνική αυτό, καθώς και χρόνια αυτομαθητείας. Η κομπλεξάρα (που, οκ, δεν φταίει, γιατί κανείς δεν φταίει, αλλά και μεις δεν φταίμε που είναι κομπλεξάρα), η κομπλεξάρα λοιπόν, έχει ζήσει, ως παιδί ή/και στην εφηβεία, ταλαιπωρημένη και λουφαγμένη, παρατηρώντας το τι και το πώς των άλλων, και εστιάζοντας στις αδυναμίες τους.

Με την πάροδο του χρόνου έχει αναπτύξει μια ιδιαίτερη οξυδέρκεια (ο κομπλεξικός είναι συχνά-πυκνά πανέξυπνος, έχει καλό IQ, απλώς το EQ του είναι γαμημένο) και είναι σαν το υπό διωγμόν αγρίμι, πάνοπλος να αμυνθεί. Του λείπει όμως εντελώς τελείως η ικανότητα επίθεσης. Δεν μπορεί να μπει μπροστά. Χρησιμοποιεί λοιπόν, ασυνείδητα ως επί το πλείστον, την παραλλαγή: καθιστά την άμυνα επίθεση, και ξεμυτά με τα νύχια έξω, δίνοντας, εκ πρώτης όψεως, την εντύπωση του γκραν γαμάω. Έτσι αιφνιδιάζει τον άλλον, ο οποίος βρίσκεται προ δικανικών επιχειρημάτων, αποστομωτικών, ξεμπροστιαστικών (καθότι είναι διάφανος στα μάτια του κομπλεξικού).

Η συνταγή αυτή μάλλον έχει προέλευση από την εποχή των σπηλαίων και ως έκφραση πρωτοβγήκε από φάση ποδόσφαιρο ή πεδίο μάχης, αλλά έχει εφαρμογή σε διάφορους τομείς της ζωής: κυνήγι, δικηγορία, ντιμπέιτ, σχέσεις, πολιτική κλπ και προσωποποιείται ωραιότατα στον τύπο του ινστρούχτορα (κυρ. και μετ.), του μέντορα, του πυγμαλίωνα, του ξερόλα και και και.

Η έκφραση είναι αντρική, όμως την λένε πια και οι γυναίκες. Όσο για την εφαρμογή της, ισχύει μια χαρά και για τα δύο φύλα. Από την γυναίκα έχει στόχο συνήθως το παιδί της ή τη φιλενάδα, όχι τόσο τον γκομενοσύζυγο.


Σημ.: το σύνηθες είναι να λέμε τη φράση ανάποδα: «η άμυνα είναι η καλύτερη επίθεση». Έτσι εντοπίζεται πιο πολλές φορές στο γούγλε. Είναι όμως λάθος. Τώρα, στο αυτί ταιριάζει καλύτερα, στον ρυθμό, δεν ξέρω. Μπορεί απλώς να είναι γλώσσα λανθάνουσα που την αλήθεια λέγει, δηλ. εμείς οι κομπλεξικοί που ξέρουμε ότι, στην ουσία, αμυνόμαστε και δεν επιτιθέμεθα, λέμε κατά λάθος το σωστό.

  1. - Ρε μαλάκα, τι σου έκανε το κορίτσι και όλο πουτάνα την ανεβάζεις, βρώμα την κατεβάζεις, και μάλιστα μπροστά σε όλον τον κόσμο; Την έχεις διαλύσει, θα σου φύγει!
    - Άσε ρε φίλο, η επίθεση είναι η καλύτερη άμυνα, την έχω ψαρώσει, δε βλέπεις; Να φύγει να πάει πού;

  2. Καλύτερη άμυνα η επίθεση για Βαλβέρδε
    Με την εύρυθμη λειτουργία όλων των γραμμών θα προσπαθήσει ο ισπανός κόουτς να καλύψει τις σημαντικές απουσίες στα μετόπισθεν του Ολυμπιακού στο ντέρμπι με τον ΠΑΟΚ αύριο στο «Γ. Καραϊσκάκης»
    βλ. εδώ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που σημαίνει: Εξ υπαρχής, χωρίς περιθώριο αντίδρασης, ακαριαία, πρωθύστερα, κατ’ ευθείαν, αιφνιδιαστικά.

Συνώνυμο του γκολ απ' τα αποδυτήρια, αφού προέρχεται απο την ποδοσφαιρική αργκό, δηλαδή στην πλήρη μορφή της, η έκφραση έχει ως γκόλ απ’ τα μπετά, το’ βαλε απ’ τα μπετά κλπ, δηλαδή αιφνίδια επίθεση απο τις τσιμεντένιες βάσεις-κολώνες-κερκίδες του σταδίου, πριν καν αρχίσει το ματς.

Σημείωση: Μπετά=εξελληνισμένος πληθυντικός του γαλλικού μπετόν (όπως το μαγιώ-τα μαγιά, το ζαμπόν-τα ζαμπά, το καρμπόν-τα καρμπά, το ταμπόν-τα ταμπά, το ταμπλώ-τα ταμπλά, το βιτρώ-τα βιτρά κ.ο.κ.). Αντίστροφα δεν πολυσυνηθίζεται εκτός ολίγων περιπτώσεων π.χ. τα μπανιερά-το μπανιερό, τα μήντια/μύδια-το μήντι/μύδι, ενώ τα κρασιά Καμπά παραμένουν ως έχουν στον ενικό.

Αφιερωμένο στον (παροδικώς ελπίζω) αποχωρούντα Μπούμπη και στον Μπετατζή λόγω συναφείας...

- Πότε δίνεις για δίπλωμα οδήγησης;
- Λέω σε κανα-δυο μήνες.
- Έχεις ταΐσει τους εξεταστές;
- Μπααα... Αφού οδηγώ απ’ τα δεκάξι μου, τί τώρα;
- Καλά αγόρι μου, αν δε λαδώσεις σε κόβουνε απ’ τα μπετά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Αναγκάζομαι να εμφανιστώ κάπου ή να κάνω κάτι εντελώς τελείως απροετοίμαστος, αιφνιδιασμένος, σε μη κόσμια κατάσταση...
    Σιχαμερή παραλλαγή της έκφρασης με την τσίμπλα στο μάτι. Όπως δηλαδή μας βρήκε κάποιος ή κάτι πριν καλά-καλά προλάβουμε να πλύνουμε το πρόσωπό μας και να καλοξυπνήσουμε και να είμαστε εμφανίσιμοι, το ίδιο συνέβη όχι απλώς πριν καλά-καλά πλύνουμε τον κώλο μας, αλλά την ώρα που ακόμα δεν είχαμε καλοχέσει...

  2. Ίσα που προλαβαίνω, στο τσακ.

1α. Γάμησέ τα, με το σκατό στον κώλο πήγα στα εγκαίνια, αχτένιστη, άβαφη, με τα ρούχα του σπιτιού, δεν πρόλαβα ούτε λεφτά να πάρω μαζί μου...
1β. Ρε μαλάκα, πώς κάνεις έτσι, δεν βιαζόμαστε, άσε με να ετοιμαστώ, με το σκατό στον κώλο θα έρθω;
2. Ίσα που προλάβαμε το αεροπλάνο, με το σκατό στον κώλο φύγαμε για το αεροδρόμιο...

βλ. και μου έχει γίνει χοτ-ντογκ, χελωνάκι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πάγωσα, κοκκάλωσα, αιφνιδιάστηκα σε σημείο που ακινητοποιήθηκα. Μάλλον από τη λέξη φελλός.

Το θυμάμαι σαν και τώρα. Άσπριζα την αυλή μου και μου φωνάξανε οι γειτόνισσες «Τά 'μαθες; ο Χ. πέθανε!» ... Εκείνη την ώρα φέλλωσα...
(από τις αφηγήσεις μιας γιαγιάς στη Μήλο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο άσχετο, δεν τό 'δα νά 'ρχεται, μ' έπιασε εξαπίνης, σιγά και μην το περίμενα, αλλιώς τα περιμέναμε, αλλιώς μας ήρθαν. Λέγεται και στο ξεκούδουνο, αλλά η ουσία παραμένει: αιφνιδιαστήκαμε.

- Καθόμαστε λοιπόν Μερόπη μου στον καναπέ και πίνουμε τον καφέ μας ήσυχα κι ωραία και μιλάμε και ξαφνικά στο ξεκούδουνο γυρίζει και μου χουφτώνει το βυζί.
- Ναι, πες μας τώρα ότι δε σου άρεσε κιόλας...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified