Το νεαρό κορίτσι που είναι... να το πιεις στο ποτήρι. Τα τελευταία χρόνια η λέξη χρησιμοποιείται και για το νεαρό αγόρι.
Σε υπερθετικό βαθμό: μανουλομάνουλο.
- Δες ένα μανούλι που περνάει απ' όξω.
Το νεαρό κορίτσι που είναι... να το πιεις στο ποτήρι. Τα τελευταία χρόνια η λέξη χρησιμοποιείται και για το νεαρό αγόρι.
Σε υπερθετικό βαθμό: μανουλομάνουλο.
- Δες ένα μανούλι που περνάει απ' όξω.
Got a better definition? Add it!
Τα «μπιχλιμπίδια», τα κοσμήματα.
Την είδες την Πόπη; Όλο φρου φρου κι αρώματα είναι τώρα τελευταία. Θα βρήκε γκόμενο φαίνεται.
Got a better definition? Add it!
Κοντά κομμένα μαλλιά, στα οποία οι όρθιες και σκληρές τρίχες αγκυλώνουν! (οι Ιάπωνες έχουν τέτοια μαλλιά συνήθως.)
ή (συχνότερα στις μέρες μας): μαλλλιά διαμορφωμένα με gel, ώστε να έχουν σηκωμένες μύτες, σαν καρφιά.
Άλα της μάγκα, με το μαλλί-καρφάκια!
Got a better definition? Add it!
Κιτρινιάρης, χλωμός.
Υπερθετικός: Ο χλεμπόνας, η χλεμπόνα.
Δεν κοιτάει τα μούτρα του στον καθρέφτη, ο χλεμπονιάρης;
Got a better definition? Add it!
Κακοσούλουπος, αδύνατος, κιτρινιάρης.
Χτικιό = η φυματίωση.
Σ' έψαχνε ένας ψηλός, αδύνατος, χτικιάρης!
Got a better definition? Add it!
Παλαιάς κοπής γκόμενα, παλαιοκνίτισσα, που επιμένει να φοράει φαρδιές μακριές φούστες, ίσιο βελούδινο παπουτσάκι με λουράκι, ριχτά πουλόβερ ή μπλούζες, έχει μακριά αχτένιστα μαλλιά (ένα μήκος και τυχαία χωρίστρα στη μέση), θυμίζει Φαραντούρη στη μούρη ή στα χρώματα, έχει μεγάλα πεσμένα βυζιά και το παίζει αξύριστος γυμνισμός τα καλοκαίρια. Τον παίρνει δε αγρίως για να μας πείσει ότι είναι σεξουαλικώς απελευθερωμένη. Αντί τσάντας φέρει απαραιτήτως ταγάρι ή κάτι παρόμοιο, εξ ού και ο όρος.
Έχει κάτι παρέες αυτό το κορίτσι... Τη μια ταγάρω μετά την άλλη... Ενώ η ίδια, καμία σχέση...
Got a better definition? Add it!
Συνώνυμο της κωλοχαράδρας, χρησιμοποιείται συχνότερα για άτομα του αντίθετου φύλου...
- Καλά μαχλέπες, δεν θα το πιστέψετε...
- Τι θες ρε κατεστραμμένε;
- Άσε, έσκυψε η Σοφία και φάνηκε η μισή κωλοσχισμή της!! Έμεινα μαλάκας...
Βλ. και κωλοχαράδρα, χαράδρα, χωρίστρα
Got a better definition? Add it!
Η μικρή, προκλητικά ντυμένη, σε συνδυασμό με σνομπισμό, λαγνεία και πουτανιά, η μικρή ψώλα χαϊδευτικά.
- Κοίτα κάτι ψωλίτσες που βγήκαν από το φροντιστήριο!
Got a better definition? Add it!
Είναι συνήθης χαρακτηρισμός άσχημων, μη περιποιημένων και γενικότερα ανθρώπων οι οποίοι έχουν κακή εξωτερική εμφάνιση και προκαλούν αποστροφή.
- Πάρε δω κοπέλα, σαν ανάποδο γαμώτο είναι, που αυτοχαρακτηρίζεται και Princess τρομάρα της.
- Βγήκατε ραντεβού μ' αυτήν την ωραία γκομενίτσα που γνώρισες στο Myspace; - Ναι, άσε, τελικά σαν ανάποδο γαμώτο είναι! Σκέτη φακλάνα!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Γελοίος, θλιβερός, που επισύρει την κοροϊδία ή τον οίκτο. Συχνά, για άτομα που μόλις έχουν αλλάξει την εμφάνισή τους προς το χειρότερο (κατά τον ομιλητή).
- Θυμάσαι ρε τον παπα-Τάσο της διπλανής ενορίας;
- Αυτόν που την έπεφτε στα δωδεκάχρονα δε λες;
- Α να μπράβο. Ε, τον είδα σήμερα στον δρόμο, πρώτη φορά από τότε που τον διώξανε. Έχει ξυριστεί ρε και έχει γίνει σαν μουνί κλαμένο!
Βλ. και κλαμμένο μουνί
Got a better definition? Add it!