Further tags

Το νεαρό κορίτσι που είναι... να το πιεις στο ποτήρι. Τα τελευταία χρόνια η λέξη χρησιμοποιείται και για το νεαρό αγόρι.
Σε υπερθετικό βαθμό: μανουλομάνουλο.

- Δες ένα μανούλι που περνάει απ' όξω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα «μπιχλιμπίδια», τα κοσμήματα.

Την είδες την Πόπη; Όλο φρου φρου κι αρώματα είναι τώρα τελευταία. Θα βρήκε γκόμενο φαίνεται.

Got a better definition? Add it!

Published

Κοντά κομμένα μαλλιά, στα οποία οι όρθιες και σκληρές τρίχες αγκυλώνουν! (οι Ιάπωνες έχουν τέτοια μαλλιά συνήθως.)

ή (συχνότερα στις μέρες μας): μαλλλιά διαμορφωμένα με gel, ώστε να έχουν σηκωμένες μύτες, σαν καρφιά.

Άλα της μάγκα, με το μαλλί-καρφάκια!

(από gaidouragathos, 04/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κιτρινιάρης, χλωμός.

Υπερθετικός: Ο χλεμπόνας, η χλεμπόνα.

Δεν κοιτάει τα μούτρα του στον καθρέφτη, ο χλεμπονιάρης;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κακοσούλουπος, αδύνατος, κιτρινιάρης.

Χτικιό = η φυματίωση.

Σ' έψαχνε ένας ψηλός, αδύνατος, χτικιάρης!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλαιάς κοπής γκόμενα, παλαιοκνίτισσα, που επιμένει να φοράει φαρδιές μακριές φούστες, ίσιο βελούδινο παπουτσάκι με λουράκι, ριχτά πουλόβερ ή μπλούζες, έχει μακριά αχτένιστα μαλλιά (ένα μήκος και τυχαία χωρίστρα στη μέση), θυμίζει Φαραντούρη στη μούρη ή στα χρώματα, έχει μεγάλα πεσμένα βυζιά και το παίζει αξύριστος γυμνισμός τα καλοκαίρια. Τον παίρνει δε αγρίως για να μας πείσει ότι είναι σεξουαλικώς απελευθερωμένη. Αντί τσάντας φέρει απαραιτήτως ταγάρι ή κάτι παρόμοιο, εξ ού και ο όρος.

Έχει κάτι παρέες αυτό το κορίτσι... Τη μια ταγάρω μετά την άλλη... Ενώ η ίδια, καμία σχέση...

Στο 1.45 "γίναν οι μάγκες φεμινίστριες με ταγάρια". (από Khan, 30/03/14)(από Khan, 02/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο της κωλοχαράδρας, χρησιμοποιείται συχνότερα για άτομα του αντίθετου φύλου...

- Καλά μαχλέπες, δεν θα το πιστέψετε...
- Τι θες ρε κατεστραμμένε;
- Άσε, έσκυψε η Σοφία και φάνηκε η μισή κωλοσχισμή της!! Έμεινα μαλάκας...

(από Khan, 08/05/14)

Βλ. και κωλοχαράδρα, χαράδρα, χωρίστρα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μικρή, προκλητικά ντυμένη, σε συνδυασμό με σνομπισμό, λαγνεία και πουτανιά, η μικρή ψώλα χαϊδευτικά.

- Κοίτα κάτι ψωλίτσες που βγήκαν από το φροντιστήριο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι συνήθης χαρακτηρισμός άσχημων, μη περιποιημένων και γενικότερα ανθρώπων οι οποίοι έχουν κακή εξωτερική εμφάνιση και προκαλούν αποστροφή.

  1. - Πάρε δω κοπέλα, σαν ανάποδο γαμώτο είναι, που αυτοχαρακτηρίζεται και Princess τρομάρα της.

  2. - Βγήκατε ραντεβού μ' αυτήν την ωραία γκομενίτσα που γνώρισες στο Myspace; - Ναι, άσε, τελικά σαν ανάποδο γαμώτο είναι! Σκέτη φακλάνα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γελοίος, θλιβερός, που επισύρει την κοροϊδία ή τον οίκτο. Συχνά, για άτομα που μόλις έχουν αλλάξει την εμφάνισή τους προς το χειρότερο (κατά τον ομιλητή).

- Θυμάσαι ρε τον παπα-Τάσο της διπλανής ενορίας;
- Αυτόν που την έπεφτε στα δωδεκάχρονα δε λες;
- Α να μπράβο. Ε, τον είδα σήμερα στον δρόμο, πρώτη φορά από τότε που τον διώξανε. Έχει ξυριστεί ρε και έχει γίνει σαν μουνί κλαμένο!

Βλ. και κλαμμένο μουνί

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified