Το σούργελο που προσκυνά.

- Πολύ σουργελέισον είναι αυτός σήμερα.
- Σίγουρα.

Δες και -έισον, -έισιον.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δάνειο εκ του γαλλικού επιθέτου petit (μικρός, μικροκαμωμένος), που χρησιμοποιείται για να δηλώσει τα εξής:

  1. Τις μικροκαμωμένες και λεπτές (πάντα στα πλαίσια της κομψότητας και όχι της ανορεξίας) κοπέλες ή γυναίκες. Ο χαρακτηρισμός πετίτ για άντρες είναι μάλλον σαρκαστικός, εκτός κι αν υποδηλώνει άλλα προτερήματα (πετίτ στο μάτι...).

  2. Τα μικρά (αλλά όχι απαραίτητα μικροσκοπικά) σε μέγεθος αντικείμενα ή πράγματα πάσης φύσεως, ή ακόμη και τους χαμηλών διαστάσεων χώρους.

Η χρήση του πετίτ πιο γενικά χρησιμοποιείται για να δηλώσει -ενίοτε με ειρωνική διάθεση εκ μέρους του ομιλητή, ενώ άλλες φορές με έκδηλη χαριτωμενιά- τον μινιμαλισμό και την ομορφιά και χάρη που υποτίθεται πως υπάρχει στα μικρά πράγματα, με άλλα λόγια το άκρως αντίθετο του think big, δηλαδή τις διδαχές της τάσης που δηλώνει πως η ευτυχία βρίσκεται στην υπερβολή.

  1. Η Ελένη που λέτε είναι μια γυναίκα η οποία φαίνεται 10 χρόνια νεώτερη της ηλικίας της, αφού είναι petit κορίτσι! Φοράει να φανταστείτε νούμερο παπουτσιών 35. Τόσο petit είναι!!!! (Εδώ)

2.αλλα η απορια μου ειναι γιατι τα θελεις ολα με μπρασελε και μαλιστα τοσο λεπτο; κατι σε λουρακι δε σου αρεσει; εισαι λεπτοκαμωμενη, αλλα αυτο δε σημαινει οτι και τα πραγματα πανω σου θα πρεπει να ειναι petit. (Εκεί)

  1. Τι άλλο να κάνετε στο Ηράκλειο; Να πάτε στο Ιστορικό Μουσείο που είναι πετίτ και συμπαθέστατο και κεντρικό και είχα ξεχάσει ότι είχα πάει μέχρι που το είδα και κάπως μου 'ρθαν ένα ένα χρόνια δοξασμένα. (Παραπέρα)

  2. Μιας και τα ηχειακια ειναι petit κατασταση...σχετικα με ενισχυτη εχετε καμια προταση σε κατι πιο slim, compact και designατο;(το ξερω δεν ζητω τιποτα) (Παρακεί)

(από perkins, 02/09/10)μπισκοτακιααααααααααα!!! (από perkins, 02/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Που έχει σχέση ή θυμίζει ή αρμόζει σε κλαμπάκι.

Κλαμπίσιο λέμε συνήθως ένα συγκεκριμένο είδος μουσικής, ως προς το ύφος και τον ήχο του (δηλ. να χαρακτηρίζεται από έντονο και χορευτικό μπιτ και να έχει μεγάλη διάρκεια, ή έστω να έχει ηχητικά εφέ που χαρακτηρίζουν συνήθως ένα τέτοιο κομμάτι).

Λέμε όμως και τον ήχο αυτό καθεαυτόν που βγαίνει από ηχεία τα οποία «φωνάζουν», δηλ. προορίζονται για τις παραπάνω μουσικές και όχι πχ για τζαζ ή κλασική, οι οποίες έχουν μεγαλύτερες απαιτήσεις (όγκο, βάθος, ευκρίνεια κλπ)

Κλαμπίσιο λέμε και το ύφος ενός μαγαζιού ή μια φωνή ή, τέλος, ένα στυλ ντυσίματος που συνηθίζεται στα κλάμπζζζ, δηλ. σέξυ, φανταχτερό, αποκαλυπτικό κλπ.

Από το αγγλικό club.

Σπανίως λέγεται και για κλαμπ με την έννοια της λέσχης (βλ. παρ. 7).

  1. Ζορικο ειναι,κλαμπισιο.Ραδιοφωνικο δε θα το λεγα,εχει κάπως ένα undergroud υφακι. Γερμανικό electro gothic μου κάνει σαν ατμοσφαιρα

  2. Ευτυχώς η μουσική προχωράει και εξελίσσεται σε άλλα μέρη του κόσμου οπότε δεν στερούμαστε μουσικών ακουσμάτων...και ναι φίλε μου, ακόμα και. «κλαμπίσια»

  3. Ο δισκοθέτης επέλεγε μουσική κλαμπίσια, αισθητικώς ανώτερη των γραικυλικών αλυχτισμάτων.

  4. Σκέφτομαι να στήσω ένα συστηματάκι ηχείων κλαμπίσιο για να έχω «εικόνα» ήχου στυλ club

  5. Όπα ρε μάστορα θα μου πείτε(με το δίκιο σας) και απο ποιότητα τί γινεται;Άμα είναι απλά να φωνάζουν πάω και αγοράζω 2 κλαμπίσια ηχεία και ξεμπερδέυω.

  6. Τόπος συνάντησης της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας το Villa Mercedes, έδωσε στο Γκάζι την κλαμπίσια αίγλη που χρειαζόταν.

  7. Οι Llumar Titanium μπήκαν σήμερα, στο κατάστημα Ψυχικού. Όλα καλά και τιμή κλαμπίσια...
    με γεια σου σταυρο! σου ζήτησαν κάρτα μελους ή απλα ειπες οτι εισαι απο το club;

Kλαμπίσιο σάντουιτς (από Vrastaman, 18/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τυπάς που ο αχτύπητος συνδυασμός προσόντων και ικανοτήτων που διαθέτει (ζηλευτός από κάθε συνειδητό κι ευσυνείδητο στρατόκαυλο -κι όχι μόνον) δεν εξαντλείται στο να μη φορά βρακί και να ‘ναι φιτ.

Κάτι στο βλέμμα (δε μασώ τον μπούτσο μου), κάτι στον τόνο της φωνής (εγώ μια φορά μιλάω), στη στάση του σώματος (έτοιμος για όλα) φωνάζει πως το ‘χει το κομαντιλίκι στο αίμα του, ακόμη κι όταν χρόνια μετά, με άλλους σειράδες, θυμάται ιστορίες του στρατώνα χτυπώντας μπιρόνια που άνοιξε με το νύχι.

Προκαλεί αύξηση της σχετικής υγρασίας σε μουνώνες (αλλά και βιτσιόζους παντός είδους) μια και πείθει πως είναι ντούρασελ ακόμη και μετά από εξτρίμ καταστάσεις.

Ειρωνικά, συνώνυμο του πτωμάντο.

1.
Το λεπτό σημείο είναι ότι σε γενικές γραμμές ο ΣΞ έχει χαλαρώσει πολύ σε σχέση με το '80, π.χ., ενώ η ΠΑ ήταν από τότε καραπουτσαριό (λόγια ανθρώπων που υπηρέτησαν τότε), οπότε υπάρχει μια σχετική (και μόνο) σύγκλιση. Από εκεί και πέρα επειδή κανείς μας δεν είναι στρατόκαυλος και δεν έχει όρεξη να το παίζει κομαντερός και καλά, ας μην αρχίσουμε να συγκρίνουμε τις εκπαιδεύσεις (και κυρίως ως προς τον β' κύκλο εκπαίδευσης). Αλλά μην ακούω και παπαριές τώρα για ζόρια στην αεροπορία….

2.
-Ο Π. είναι στην πάνω φωτογραφία; Δεν τόξευρα ότι είχε υπερετήσει και ΟΥΚας! ΥΓ: Με ‘γειές το νέο στυλ! Ωραίον! -ΟΥΚας, ΟΥΦΟάς, αερομεταφερόμενος, αμφίβιος και τρελά κομαντερός καλέ μου Σ. (τρεις λιποθυμίες για κάθε μία ανάβαση λόφου).

(όλα απ’ το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βικτίμια ή βικτιμάδες αποκαλούνται τα εκούσια θύματα των τάσεων της μοδός, της ποπ κουλτούρας, της τρέντι πολιτικής, γουατέβα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι ορδές σούργελων με Juicy Cuture γιομάτα τρουκς και γελοίες μπότες Ugg (το ένα χέρι στο iPhone και το άλλο στις «50 αποχρώσεις του γκρι») που παρελαύνουν έφιππες σε επινοημένα αλόγατα με υπόκρουση το ώπα γκάγκναμ στάιλ (φωτογραφία από τις αρχές του´13).

Οι γιαλόμες θεωρούν ότι κραδαίνοντας επώνυμα αγαθά (ή μαϊμούδες αυτών), το βικτίμι ελπίζει ότι θα αποσπάσει θαυμασμό και ρισπέκ ανάλογο προς τη πραγματική (ή φαινομενική) αξία τους, και καταντά έτσι θύμα της κενόδοξης ανασφάλειας του. Αλλά ποιος τις χέζει τις γιαλόμες, είναι οι χειρότερες βικτιμούδες όλων.

Εκ του fashion victim (λεξιπλασία του Oscar de la Renta).

1. Το παλιό συνυπάρχει με το καινούριο, το καλόγουστο με το κιτς, οι αντίκες με τα παλιατζίδικα, οι πλανόδιοι πωλητές (κερασι τραγανοοοοοοοοοοοοό) με τα επώνυμα καταστήματα, οι φλώροι με τους ντιζαϊνάτους, οι ψαγμένοι με τα βικτίμια

2. Εκεί όλοι ανήκαν σε κάποια φυλή, υπήρχαν χίπιδες, βικτίμια, ροκαμπιλάδες, μέταλα, αναρχικοί και φυσικά γότθοι, οι οποίοι ήταν πιο κομψοί απ’ όλους

3. Το γαλλικο νυχακι κι εγω για ασπρο το'χω, αλλα μπορει να εχει προχωρησει η επιστημη, δεν ξερω. Μια βικτιμού στη δουλειά, μου ειχε στειλει μαιλ για το νεο μανικιούρ Loubouten (δεν ξερω αν γραφεται ετσι, χεστηκα). Απεξω κοκκινο και απο μεσα μαυρο. Αστα, μην ρωτησεις καν......

4. επισκέφτηκα το γνωστό «σκακιστικό» βιβλιοπωλείο στα Εξάρχεια, πέφτω πάνω σε κάτι πιτσιρικάδες και «να’σου το Γκρέιχοκ» και «έτσι ο Γκρέιχοκ» και μόνο τη λέξη Γκρέιχοκ άκουγα. Ααα, λέω (σαν κλασικός μάρκετινγκ βικτιμάς) νά λοιπόν το νέο μου φαρμακερό βέλος που θα προστεθεί στην ποικιλώνυμη σκακιστική μου φαρέτρα… πάω σε μια κοπέλα υπεύθυνη και ζητάω λοιπόν το «άνοιγμα Γκρέιχοκ» ή τον σκακιστικό συγγραφέα Γκρέιχοκ… « Το Γκρέιχοκ είναι ρόουλ πλέινγκ γκέιμ, κύριε!» με κατακεραύνωσε. Για τα σκακιστικά, στο ραφάκι στο βάθος.»…έφυγα σα βρεγμένη γκρίζα γάτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγκελληνοποίηση του SWAG με την προσθήκη του γαμοσλανγκοεπιθήματος «-γκουρας».

Σβάγκουρες αποκαλούνται οι κουνάμενοι και λυγάμενοι ποζεράδες, οι κάγκουρες που το κάνουν από κει που κλάνουν. Το λήμμαν παραμένει εισέτι αχαρτογράφητο στο γούγλε γούγλε αλλά υπάρχει.

Ασίστ: Idium από το δουπού και HardcoreGR.

Got a better definition? Add it!

Published

Εξελληνισμός της bimbo, της πανέμορφης και «κοκέτας» ξανθιάς νάρας που όμως κάπου χάνει.

Σαν καθαρόαιμη μπάρμπι πιστεύει ότι η θεωρία χορδών αφορά σε στρινγκάκια και ότι το στοματικό διάλυμα είναι η ανάπαυλα ανάμεσα σε δυο πίπες, αυτό όμως ποτέ δεν στάθηκε τροχοπέδη στο να καταξιωθεί με το σπαθί της επαγγελματικά και προσωπικά.

1. Μυστήρια τρένα είσαστε οι άντρες. Αψυχολόγητοι.
Να βλέπεις άντρα-αντρούκλα, με όλα τα προσόντα της καλής Τύχης και εμφανισιακά και από μυαλό και να επιλέγει σαβουρογκομενάκι ή μπίμπω!

2. δεν ασχολούμαι ιδιαίτερα με τα κοινά μας, δηλαδή με τους γόνους επιφανών οικογενειών και επιτυχημένων πατέρων, τους εργατικολογοπατέρες και την κάθε ξανθιά μπίμπω που εκτίθεται ως υποψήφια

3. Έτσι, δεν θα μπορούσαν να αφήνουν την κάθε μπίμπω (άτσα, εξελληνισμός και υιοθεσία ξένης λέξης επί τροχάδην) να λέει ανεξέλεγκτα ό,τι της κατέβει.

Μπάμπη με λένε (από Khan, 08/03/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφερόμεθα σε ιδιαίτερα σκληρή μορφή απαρτχάιντ που εφαρμόζεται στα σημερινά σχολεία και λύκεια - την κατηγοριοποίηση των μαθητών σε δυο μεγάλες κάστες:

  • Τους εξωστρεφείς, γκλαμουράτους και και κραδαίνοντες iPhone 6 φέϊμους, και
  • Τους εσωστρεφείς, αντιηρωικούς και με λαβωμένη αυτοπεποίθηση χλωμούς, χοντρούλικους και με γυαλιά άκυρους, τα παιδιά της συγγνώμης.

    Ο κοινωνικός ρατσισμός κατά των άκυρων από τους (αυτο)αποκαλούμενους φέϊμους είναι αδυσώπητος. Όποιος δε φέϊμους διαπράξει το ατόπημα να απευθύνει με οιονδήποτε τρόπο τον λόγο σε άκυρο «πουθενά» (ακόμα και με ένα απλό λάϊκ στο φατσομπούκι) κινδυνεύει άμεσο εξοστρακισμό από την Βαλχάλα.

Είναι αυτονόητο ότι στην άθλια αυτή καστοποίηση τα κυρίως θύματα είναι οι μπουλιζόμενοι άκυροι, οι οποίοι υφίστανται τραύματα που θα τους συνοδεύουν εσαεί. Υπάρχουν δε και οι τραγικές περιπτώσεις άκυρων που αυτοταπεινώνονται στην προσπάθεια «να προαχθούν» σε φέϊμους. Πέον ωστόσο να σημειωθεί ότι και στις τάξεις των φέϊμους τα πράγματα κάθε άλλο παρά ρόδινα είναι: ο αντιζηλίες και τα κατινάζ ανάμεσα σε ανασφαλείς ντίβες και βικτιμάδες και ο συνεχής κίνδυνος υποβιβασμού στην Β' Εθνική δεν θα προσφέρει σε κανέναν χαρούμενες παιδικές αναμνήσεις.

Σ.ς.: θεωρώ τον υφιστάμενο ορισμό του άκυρου στο σάη ανεπαρκή και αρκούδως μπουλιστικό.

Ασίστ: μαμά συμμαθητή της κόρης μου, που μού εξέφρασε σήμερα τον πόνο της επειδή τα κορίτσια της τάξης αποφεύγουν το γιο της ως μη φέϊμους.

(όλοι οι παρακάτω διάλογοι από το Ask.fm, το πιο άκυρο σόσιαλ μήδεια, η χαρά του μπούλη)

The φέϊμους...

1.
- Τι να κάνω για να ρίξω μια μεγαλήτρη ενος χρόνου που ειναι πολύ φέιμους και εγω λιγο φέιμους και απλώς μιλάμε ;; πως να το προχορήσω ; - δείξτης ενδιαφέρον και μίλα της για τα αισθήματά σου.

2. - κκ τωρα που γινες φέημους ξεχασες εμας...:[
- ρε πατε καλα;

3..
- Εισαι καυλα κ φέιμους <3 :) - Μαλιστα:)

4.
- ποιος είσαι εσυ; πως έγινες φεϊμους έτσι ξαφνικά; - Ονομα εχω δες το:ρ Δεν εγινα φειμους χδ

...and the άκυροι...

1.
- μαλάκα από εχθές μου στέλνουν τσατ οι πιο άκυροι._. <3 μπήκα φβ μας Και διέγραψα όλες τις φωτογραφίες μας πριν από 2 χρόνια:'Δ και έβαλα μια φωτο Προφίλ πρόσφατη που έχουμε μαζί και κάποια στιγμή θα βαλω και τις άλλες μας:| <3 <3‎
- μην βαλεις αλλες:| και ετσι καλα ειμαστε:3❤

2.
- τι και :( ; εγω θα ειμαι ακυρη στην παρεα :( .__.‎ Nikol. - Δν είσαι **άκυρη**;ρ

3.
- Αφού το ξέρεις ότι λες μλκιες...δηλαδή κανέναν πιο άκυρο δεν μπορούσες να βρεις;
- .....

4.
- ti kollhma exeis me ton Pano; - πιο ακυρος πεθαίνεις:/

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για να περιγράψει έναν άντρα ο οποίος είναι πολύ άσχημος. Η χρήση του θηλυκού γένους δεν ενδείκνυται (π.χ. τζουγκαζβίλενα ή τζουγκαζβίλισσα θεωρούνται άκυρα).

Η λέξη προέρχεται έπειτα από έμπνευση μέγιστου καλλιτέχνη, γνωστού ως sala-lala, ο οποίος βλέποντας μια φωτογραφία του Στάλιν –γνωστού μαμούχαλου– στο βιβλίο ιστορίας γενικής παιδείας της γ' λυκείου (και ενώ το κείμενο από κάτω απ' τη φωτό ανέφερε το πραγματικό όνομα του Στάλιν, το οποίο είναι Ιωσήφ Βιζαριόνοβιτς Τζουγκαζβίλι), αναφώνησε δείχνοντας προς τη φωτό: «ε, ο τζουγκαζβίλης

— Πω, πω τι γκόμενα είναι αυτή ρε μαλάκα;
— Άσε μας ρε τζουγκαζβίλη που θες και γκόμενα, κοίτα τη φάτσα σου να πούμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο λαϊκός τύπος που έχει κάποιες τρέντυ πινελιές. Δεν χρησιμοποιείται υποτιμητικά, αλλά σαν χαιρετισμός μεταξύ φίλων που γνωρίζονται καλά μεταξύ τους.

Με την ίδια έννοια χρησιμοποιείται και το «τρεντάκος».

  1. - Τι κάνεις τρεντόπουλο, πώς πάει;

  2. - Έλα ρε τρεντάκο, πού χάθηκες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified