Είναι ο τελείως φαλακρός, ο καραφλάζ. Ετυμολογείται μάλλον από το γουλί (κουρεμένος με την ψιλή), αλλά οι κακές γλώσσες λένε ότι έχει να κάνει με τον γνωστό αστέρα του Χόλιγουντ Γιουλ Μπρίνερ που έδειξε το δρόμο.

Επίσης, γιούλης.

  1. - Στο ταμείο θα δεις έναν γκιούλη. Σ' αυτόν θα πας.

  2. - Ρε συ, νιώθω άσχημα με τη μαλλούρα. Όλοι γκιούληδες είναι εδώ μέσα.

  3. - Είναι δυνατόν; Πιο πολλά σαμπουάν από μένα έχει ο γκιούλης. Τι τα κάνει μου λες;

Yuliy "Yul" Borisovich Brynner (από panos1962, 29/10/09)Pierluigi Collina (από panos1962, 29/10/09)Ό άξιοτερος όλων (από BuBis, 29/10/09)Ceci n\'est pas Γκουζγκούνης (από Vrastaman, 29/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το υπερκατσαρό μαλλί, σαν αυτό που έχουν οι νέγροι, οι αφρικανοί, εξού και το όνομα. Ο όρος προέρχεται από την αγγλική ορολογία της τρίχας (afro ή fro).

- Το άφρο μαλλί δεν είναι πια της μόδας.
- Ευτυχώς!

(από ironick, 10/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στον τριαντά βρήκα το «αφήνω μαλλιά, μούσι» κτλ, που είναι βεβαίως εδραιωμένη χρήση του ρήματος κατά το σχήμα αφήνω (= δεν παρεμβαίνω) τα μαλλιά/ το μούσι μου να μακρύνουν > αφήνω μαλλιά/μούσι κτλ.

Αυτό που δεν βρήκα, όμως, είναι η εξόχως σουρεαλιστική, κατά τη γνώμη μου, φράση «αφήνω κάτω τα μαλλιά μου» που σημαίνει δεν τα πιάνω κοτσίδα «πάνω», αλλά τα αφήνω ελεύθερα.

Άλλο ρήμα που βρήκα στο νέτι ήταν το «ρίχνω» που έχει κάτι το αγριοσουρρεάλ.

Επίσης, το «αφήνω τα μαλλιά μου» σημαίνει «δεν τα πιάνω, τα αφήνω ελεύθερα».

Το χώνω περισσότερο για τον γερμανό μεταφραστή που μάλλον θα φάει μπλε οθόνη αν το δει κάπου, και για την διαπίστωση του σουρρεαλισμού της φράσης, παρά για το αργκοτικό της υπόθεσης.

- Τι έγινε ρε, το κούρεψες το μαλλί;
- Όχι ρε, απλά είναι μέσα στη μπίχλα και άμα τ' αφήσω κάτω φαίνεται...
- Καταλάβατε;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified