Αυτός που φοράει γυαλιά και συνήθως είναι φλώρος.

Κοίτα τον γυαλαμπούκα, πάλι ξύλο τρώει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο που φλερτάρει με την αισθητική των φρικιών, χωρίς να την υιοθετεί πλήρως.

  1. — Πάμε ν' αράξουμε Ναβαρίνου;
    — Τί λέ' ρε; Να κολλήσουμε καμιά υποφρικίαση;

  2. — Τί λέει η καινούργια γκόμενα του Μάκη;
    — Ανώδυνο πίρσινγκ στη μύτη, σχισμένο παντελόνι αγορασμένο απο Ζάρα και μαλλί επιμελώς... Κι' όταν σκάσαμε τον μπάφο την έκανε μ' ελαφρά... Υποφρικιό της χειρίστης μιλάμε.

  3. Μοϊκάνα με ζελέ; Υποφρικιό πήδηξες ρε βλάκα;
    — Λές να την πηδούσα ρε άμα βρόμαγε αβγουλίλα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα που, λόγω σωματότυπου ή λόγω των χειρονομιών και των κινήσεών της, έχει (ή σε κάνει να φαντάζεσαι ότι έχει) πολύ άγαρμπους τρόπους στο σεξ.

- Πώς ήταν χθες με την μικρή;
- Πολύ αγαρμπομούνα ρε παιδί μου, όταν ανέβηκε πάνω μου κόντεψε να μου τον σπάσει!

(από perkins, 03/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τυπάκι με κοντό σορτσάκι adidas 80's και άπειρη τρίχα στο πόδι. Στην παραλία παίζει συνέχεια με ρακέτες «το αγόρι» και φορά speedo μαγιουδάκι. Το βράδυ εντοπίζεται με συκοφανέλα διχτυωτή, μπράτσα έξω, λακ, σκαρπίνι, μαύρο κολλητό παντελόνι πάνω από τον αφαλό, αλλά Βαν-Νταμ και κάλτσα στα αρχίδια...

- Τον είδες τον gogo boy;
- Για τον μπούτσο....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πολύ χοντρή γυναικα, η υπέρβαρη, αυτή που περπατάει και τρέμουν τα θεμέλια.

Είδα χθες την Ελένη και έχει γινει σαν μποχλάδα, όλη μέρα τρώει.

Got a better definition? Add it!

Published

Αυτός που έχει μικρή μύτη. Επίσης μπορούμε να το ακούσουμε και σαν «μισσιρή στο κάτω κεφάλι» που σημαίνει μικροτσούτσουνος.
Πάντως πρόκειται για μια λέξη που προέρχεται από την αργκό των περιστεράδων.

Βγήκε και ο άλλος ο μισσιρής στην τηλεόραση να μας πει για πλαστική στο πρόσωπο. Άντε ρε τον σαλιαμπάλια...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ευτελής. Η αγράμματη, κακοφτιαγμένη και κακοντυμένη γυναίκα με άσχημους τρόπους.

Πάω εγώ με τέτοιες κασόμπρες;

Το άσμα που αναφέρει ο Άλλος. (από Khan, 23/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο υπερθετικός της λέξης καφρόλα
Η τόόόόσο εύκολη ή η τόόόόσο χοντρή που δεν ασχολούνται οι άντρες μαζί της

- Ρε συ, τη γαμάει άντρας αυτή;
- Πώς να τη γαμήσει ρε, αυτή είναι σκέτη πατοκαφρόλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γύφτος σε λίγο ακόμη-πιο-σλανγκ εκφορά. Υπάρχει πληθώρα βιβλιογραφίας για τους γύφτους στο σάιτ, οπότε τα περισσότερα περιττεύουν.

Ήρθε ντυμένος σαν γιούφτος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περιφρονητική έκφραση για κάποιον δύσμορφο σωματικά που έχει ετερότητα φυσιογνωμικών χαρακτηριστικών. Μεταφορικά, ειρωνικό σχόλιο σε κάποιον για να τον υποτιμήσουμε. Πλάγια ύβρις για να αποφευχθεί η βλασφημία εναντίον της μητέρας του.

Φύγε ρε από δω, που θες και πουκαμισάκι αρμάνι, σαν παιδί από παρτούζα είσαι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified