Jefferson! Είναι ο τύπος με το αυτάρεσκο αστραφτερό χαμόγελο και το ωραίο σώμα, που (θεωρεί ότι) καμία γυναίκα δεν θα μπορούσε να του αντισταθεί, ακόμα και αν τον έβλεπε να της φέρνει παραγγελία πίτσα στο σπίτι.

Η προέλευση του λήμματος Jefferson, και για τους μυημένους στο Παντρεμένοι με Παιδιά είναι από τον άντρα της Μάρσυ, ο οποίος είναι η πλέον τυπική no-name φάτσα αμερικάνικης τσόντας της δεκαετίας του 80.

- Καλά ρε συ, τι είναι αυτός ο Jefferson που κουβάλησε η Εύη, για να σε κάνει να ζηλέψεις;;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η εύπιστη κοπέλα.

  1. – Καλά, η Κατερίνα το πίστεψε όταν της είπα ότι είμαι ερωτευμένος μαζί της και τώρα μου έχει γίνει τσιμπούρι!
    – Εγώ σου το 'χα πει ότι είναι αγαθομούνα...

  2. Η καημένη μωρέ, είναι τόσο αγαθομούνα που πίστεψε ότι ο Χρήστος την έχει ερωτευθεί…

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένας κλασικός προσδιορισμός πιπινίου-πουτσάναμμα, που αναφέρεται φυσικά στην εμπειρία ή στο potential του εν λόγω θήλεος στα όσα οι Παναγριότατοι αυτού του κόσμου απαγορεύουν -στους άλλους-, βάσει της προσέγγισης RTFM για την κατάκτηση του Παραδείσου. Πέραν τούτου, ως λέξη έχει αρκετό ψωμί.

Πρώτ' απ' όλα, προφέρεται με ειδικό τρόπο, ο οποίος είναι αρκετά κοντά στον τρόπο με τον οποίο προσφέρεται το επίθετο σκληρόόό (με ελαφρά παρατεταμένο «ο» και στρογγυλοποίηση των χειλιών), γεγονός που αναδεικνύει τη σαδομαζό μας αντίληψη για την ηδονή. Μιλάμε για το σκληρό, το ζόρικο, το σφιχτοδεμένο, το σφιχτό γενικώς σε όλα εκτός από τα ήθη, το πρόστυχο και σωστό, το καυλόμουνο το βουτηγμένο στην αμαρτία το ίδιο, καυλοτσουλήθρα προς το βούρκο για τους υπόλοιπους εμάς.

Αυτή βέβαια η αμφιταλαντευόμενη αντίληψη για την ηδονή, έχει σαφώς οριενταλιστικές ρίζες. Έτσι, το «αμαρτωλό» συνοδεύεται από δάγκωμα του χειλιού (τα ξερογλειψίματα είναι καθαρά δυτικοευρωπαϊκά, εμείς εκφραζόμαστε με τον πόνο και την αυτοτιμωρία για την αμαρτία). Και ακολουθείται από τα ανατολίτικα επιφωνήματα ααααχχχχ, αμάν, αμάν, αμάν ή ακόμα και βάι, βάι, βάι. Μερικοί στη θέα του αμαρτωλού βέβαια μπορούν απλά και να κάνουν το σταυρό τους, άλλοι λένε αχ, Παναγία μου, άλλοι λένε και α πα πα πα. Σατανάς.

Υπάρχουν συμπεριφορικά-εμφανισιακά κριτήρια για το «αμαρτωλό» (πάντα ουδέτερο). Εμφανισιακά όχι και πολλά, χωρίς να είναι και απολύτως θέμα γούστου: υπάρχει κατά κανόνα μια α συναίνεση, ότι «αυτό είναι αμαρτωλό», υπάρχουν βέβαια και ατομικές διαφορές. Ας πούμε μόνο ότι κατά κανόνα μιλάμε για μελαχρινές, κοκκινομάλλες κλπ και όχι ξανθές, γι' αυτές λέμε απλά το ξανθό (για τα καυλερά ξανθά, και όχι για τα ξεπλένικα φυσικά).

Κατά τα άλλα, η νεαρή ηλικία είναι βασική (αν και υπάρχουν και αμαρτωλά μιλφέιγ), το νάζι, τα ψυχοσωματικά συμπτώματα που προκαλεί, το γεγονός ότι είσαι σίγουρος ότι το μωρό είναι για τρελά, ε ναι, γαμήσια, και ότι τα κάνει, αλλά δεν τα κάνει με σένα. Θα έκανες τα πάντα για να τα κάνει με σένα. Και βέρια για το διάολο ακόμα.

- Αμάν αμάν αμάν....
- Α πα πα πα....
- Βάι βάι βάι...όι όι μανούλα μου
- τι ήταν αυτή η Λίλιαν βρε παιδιά....τι ήταν αυτό βρε συνάδελφοι...;
- Αμαρτωλό ήτανε, συνάδελφε, αμαρτωλό...Θέ μου φύλαε ήτανε.....

Βλ. και μουνί, καυλόμουνο, ξεψώλι, τρύπα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οργιαστική κραυγή που εκστομίζει κάποιος όταν βρεθεί αντιμέτωπος με το υποκείμενο ή αντικείμενο του πόθου και της εμμονής του

Τι κοινό έχουν η καψούρα για ένα Λίλιαν, το κόλλημα με την μπάλα, το πάθος για τα αυτοκίνητα ή τις μηχανές η ακατάσχετη λημματοδοσία, ο κάθε φανατισμός (πολιτική , θρησκεία, οικολογία) και η ανορθολογική επιθυμία να αγοράσεις εδώ και τώρα το τελευταίο iPod; Σε κάθε περίπτωση, ο εγκέφαλος υφίσταται μια μεθυστική χημική καταιγίδα νευροδιαβιβαστών όπως η ντοπαμίνη και ορμονών όπως η ωτυτοκίνη (στις γυναίκες) και η βασοπρεσίνη (στους άνδρες).

Με άλλα λόγια, οι αντιδράσεις του οργανισμού κυριολεκτικά προσομοιάζουν αρρώστια!

Δυστυχώς ή ευτυχώς κάθε τέτοια αρρώστια είναι παροδική γιατί, στην αντίθετη περίπτωση όπως επισημαίνει σχετικό άρθρο η ανθρωπότητα θα είχε σταματήσει στο Μεσαίωνα και οι Γιαλόμες θα εργάζονταν επί 24ώρου βάσεως, για να θεραπεύσουν τις πνευματικές μας βλάβες.

«Θρύλε είσαι αρρώστια μου μεγάλη, είσαι ζάλη στο μυαλό» (αλιεύτηκε στα διαδίχτυα)

Ιστορία μου αμαρτία μου λάθος μου μεγάλο είσαι αρρώστια μου μες στα στήθια μου και πώς να σε βγάλω (Μουσική: Γιώργος Μανίσαλης, Στίχοι: Κώστας Ψυχογιός)

Ένα ομαδικό πίπωμα, ήταν απόλυτη αρρώστια 5 απίστευτες μουνάρες γονατιστές να κάνουν πίπες με όλη τους τη τέχνη σε 9 ψωλές και να τρίβουν τα μουνάκια τους! Ρεβεγιόν με παρτούζα στην Πάτρα
(αμαν αυτές οι Πατρινές!)

Σήμερα λοιπόν στην πόλη του Newcastle, είχε γαμώ τις λιακάδες, έπαιζε και η Newcastle United και γινόταν πανικός στο κέντρο. Βγήκα λοιπόν για καφέ. Ααααχ αρρώστια. Μπήκε η Ανοιξη και οι Αγγλίδες απο ξέκωλες λόγω της φυλής τους τώρα κυκλοφορούν με minimum ένδυση. Πολύ χαλαρωτικό το view, ειδικά μετά από μια κουραστική εβδομάδα.
(Το παλλικάρι αυτό παθαίνει αρρώστια με ... αγγλίδες! Ας του δώσει κάποις μια να συνέλθει!)

(από Galadriel, 06/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύμφωνα με την Βικούλα, οι αχινοί είναι μικρά θαλάσσια όντα με σφαιρικό κέλυφος και αγκάθια. Ανήκουν στην ίδια συνομοταξία με τους αστερίες. Τρέφονται κυρίως με φύκια αλλά και με μύδια.

Σλανγκιστί, ο αχινός αναλύθηκε ήδη από τον Γούτσανδρο. Δέον ωστόσο να προστεθούν μερικές εφαρμογές παραπάνω.

  • «Αχινός» αποκαλείται το παλαιάς-κοπής δασύτριχο και βερμουδιάρικο μουνί της συνομοταξίας Vagina Echinacea.
  • «Aχινομούνες» αποκαλούνται όσες, είτε εκ πεποιθήσεως είτε λόγω παρατεταμένης αγαμίας, φέρουν αχινό.
  • «Έγινε το μουνί μου αχινός» σημαίνει κρυώνουμε τα μάλα, κατά το τον έχω δαγκώσει.
  • «Αχινός» αποκαλείται και το μουνί, ένα εικοσιτετράωρο μετά την ξούρα.

    Αατα.

1.
μουνί: κιοκιό, έρημο, καημός, βάσανο, πράμα, αχαΐρευτο, ρημαδιακό, κλειδωνιά, σχιστό, αχινός, πουτί, πουλί, χύστος, νερόμυλος, μύλος.
(Φίλιππος Βλάχος, «Χωριάτικα Βρωμόλογα», 1986)

2.
Τους κυνηγούς δεν ζήλεψα που με κοντάρια ή βέλη
οχτάποδες καρφώνουνε σελάχια κι άγρια μύδια
ή τ ακανθώδη άγρια αιδοία που τα λένε
και αχινούς.

Ζηλεύω εγώ όσους με βέλος ρίχνουν
άγρια μήλα ή άγρια σταφύλια και κυδώνια,
τρυγούν αγριοκέρασα ή πίνουνε το νέκταρ
απ τα ποτήρια των ανθών μες στους αγριοτόπους.

Μα πάνω απ όλους ξέχωρα εκείνον μακαρίζω
τον άγριο τον ποιητή που το κορμί του κάνει
τόξο και βέλος έχοντας τον άγριο φαλλό του
καρφώνει τα δασύτριχα, χυμώδη αγριομούνια.
(Γιάννης Υφαντής)

3.
Κάθε πετρούλα κι αχινός.... ......Κάθε αχινός κι αγκάθι.....
(από εδώ)

4.
Παντως, πολυ μαλλιαρος Ο ΑΧΙΝΟΣ!! Αγριευτηκαμε!
Βαλε και εσυ κατι πιο απλο και λιγωτερο μαλιαρο!
Πας να διωξεις ολους τους πελατες;
(από εδώ)

5.
... αν φυσήξει το χειμωνιάτικο θα τους γίνει το μουνί αχινός απ’ το κρύο...
(από εδώ)

Αχινοί και αστερίες (από Vrastaman, 08/04/09)Αχινός γ-καυλωμένος (από Vrastaman, 08/04/09)Το λουλούδι Εχινάκια (Echinacea) για ρομαντικά αθεράπευτες βερμουδιάρες (από Vrastaman, 08/04/09)(από nick, 08/04/09)(από Vrastaman, 08/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο αρχιβρωμιάρης. Ο λέρας. Αυτός που πλένεται μόνο όταν τον πιάσει βροχή στο δρόμο και δεν υπάρχει υπόστεγο να κρυφτεί.

  2. Ο διεφθαρμένος δημόσιος λειτουργός. Ο από όπου και να τον πιάσεις λερώνεσαι.

Μιλάμε για βρωμύλο με διεθνή βραβεία. Καραζέχνει ο τύπος, αλλά γαμεί καλά μουνιά. Οι γυναίκες είναι ανώμαλες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτή που έχει πλούσιο στήθος αλλά δεν είναι απαραιτήτως προκλητική, όμορφη ή νέα γυναίκα.

- Ποτέ δεν μου άρεσαν οι βυζαρούδες, λες να έχω πρόβλημα;

λύση στο πρόβλημα (από xalikoutis, 31/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα που δεν έχει απλώς μεγάλο στήθος αλλά παραπέμπει με το ντύσιμό της σε σεξουαλικές φαντασιώσεις επ' αυτού.

- Μια ζωή ο Χάρης πρέπει να κυκλοφορεί με μια βυζού!
- Εμ πώς αλλιώς να τον προσέξουν...

Δεν ξέρω να μαγειρεύω.  (από Galadriel, 16/02/09)(από electron, 23/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χαμηλών στάνταρ γενικά μεν, άξιος γαμησιού δε.

- Η γκόμενα δεν είναι καν γαμήσιμη φίλε... δεν είναι ΚΑΝ γαμήσιμη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνήθως άσχημο πρόσωπο (χωρίς και να αποκλείεται η ομορφιά) του οποίου όμως την ασχήμια ή ομορφιά δεν την εκλαμβάνουμε ως απλή, αλλά ως σημαίνουσα χίλια δυο για το άτομο που φέρει το πρόσωπο αυτό: ξεκωλαριλίκια, πρέζες, γαμημένη ζωή, βίτσια, στέρηση, κατάχρηση, καταπόνηση, τα πάντα όλα. Κάθε ρυτίδα (γιατί δεν μιλάμε για φράπα εννοείται) είναι και μια εμπειρία, συνήθως ερωτικοσεξουαλικής βάσης.

Μπορεί όμως να μην συντρέχει τίποτε απ' όλ' αυτά και να πρόκειται περί κληρονομημένων χαρακτηριστικών.

Λέγεται και για τα δύο φύλα. Προϋποθέτει δε κάποια «ώριμη» ηλικία. Δεν λες εύκολα εκφυλόφατσα κάποιον / -α κάτω των σαράντα.

Επίσης η εκφυλόφατσα μπορεί και να είναι ελκυστική, δεν είναι απαραιτήτως αποτροπαϊκό θέαμα. Εκεί γίνεται το μπέρδεμα και πολλοί νομίζουν ότι εκφυλόφατσα ίσον σκυλί. Αλλά δεν είναι μόνο σκυλί μια εκφυλόφατσα, όπως είπαμε.

Διάσημη και αποδεκτή και πολλά θετικά σημαίνουσα εκφυλόφατσα είναι ο Κλάους Κίνσκι. Άλλη όλος-ο-χρόνος-κλασική, ο κιθαρίτσαρντς. Απλές καθημερινές εκφυλόφατσες μπορεί κανείς να βρει στον αγοραίο έρωτα αλλά και στη γυναίκα / στον άντρα της διπλανής πόρτας.

  1. Έχεις ξαναδεί τέτοια εκφυλόφατσα με τόσο αισθησιακά κ υποσχόμενα χείλη;

  2. Παιδιά στο στρατό είχαμε πιάσει στο δούλεμα ένα παπαδοπαίδι και του είχαμε πουλήσει το σενάριο ότι ένας Κορίνθιος ήτανε φανατικός κτηνοβάτης.Η μεγάλη πλάκα είναι ότι οι περιγραφές του Κορίνθιου ήτανε τόσο πειστικές που σε συνδιασμό με την εκφυλόφατσα την οποία διέθετε,είχα αρχίσει να αναρωτιέμαι μήπως τελικά δεν ήταν όλα της φαντασίας του.

  3. Ο Ritchards είναι χαλαρά η πιο πρόστυχη εκφυλόφατσα που έχω δει σε άνθρωπο. Μπορώ άνετα να φανταστώ αυτό τον λάγνο γερο-βρυκόλακα ξαπλωμένο σε μπορντό βελούδινα μαξιλάρια με ένα τσούρμο λαγουδάκια του Playboy να του γλύφουν τα κάκαλα και την κωλοτρυπίδα του, ενώ από από τις φλέβες στο καυλί του (δηλαδή τις μοναδικές πάνω στο σώμα του που ακόμα δεν έχει κάψει από τις ηρωίνες) να πίνει 2-3 μονάδες αίματος στην καθισιά του.

όλα από το νέτι.

(από Khan, 09/03/11)(από Khan, 09/03/11)(από PUNKELISD, 09/03/11)

Δες και -φατσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified